Ξεπροβοδίζοντας την ποιήτρια τής καρδιάς μου…

 

Γράφει ο Γιώργος Μιχάλακας

 

Καλή μου Κική…

 

Η Κυριακή είναι η μέρα που γεννήθηκα

και συνάμα η μέρα που -σύμφωνα με την Παγκόσμια Παράδοση-

αποτελεί συνώνυμο με την Ξεκούραση.

 

Σπανίως δημοσιογραφώ την Κυριακή διότι ξεκουράζομαι,

αλλά η φυγή σου από τη ζωή είναι για εμένα κούραση ψυχής

και μόνο αν σού έγραφα θα αισθανόμουν ξανά ξεκούραστος.

 

Υπήρξες -χωρίς να το γνωρίζεις και χωρίς να με γνωρίζεις- η αγαπημένη μου ποιήτρια!

Η συγκλονιστική ευσυνειδησία

με την οποία αισθανόσουν και εξέφραζες τις λέξεις και τις έννοιες,

η αδιανόητη και μοναδική απλότητα 

με την οποία μετέτρεπες τον Σουρεαλισμό σε Κοινοκτημοσύνη,

με οδήγησαν σε μία ψυχική σύνδεση που υπερέβαινε τον Θαυμασμό.

Καλή μου Κική, εδώ και πολλά χρόνια σε ένοιωθα ως το ποιητικό «alter ego» μου.

 

Βαριά κουβέντα και ασήκωτος προσδιορισμός το «alter ego», 

και άντε να τον αποδείξω·

ευτυχώς όμως που ο «άλλος εαυτός» μας

είναι μία γενναιόδωρη υπόσταση που απέχει των αποδείξεων.

 

Δεν προσπαθώ εμμέσως να σε χρησιμοποιήσω ως αφορμή

για να μιλήσω για ’μένα·

ό,τι νοιώθω λέω, ό,τι νοιώθω για τον άλλον μου εαυτό εξομολογούμαι.

Άλλωστε,

το «alter ego» -είτε είναι μονόδρομη αίσθηση, είτε αμφίδρομη- 

στηρίζεται σε πιστοποιητικά και κώδικες

που προσλαμβάνουν τις διαστάσεις άγραφων πνευματικών και ψυχικών νόμων.

 

Καλή μου Κική,

αυτή η αίσθηση με κατέκλυσε όταν ανέγνωσα τον στίχο (σου)  

που με έφερε κοντά σου και σε κατέστησε γνώριμη μέσα μου..: 

Ο έρωτας, 

όνομα ουσιαστικόν, 

πολύ ουσιαστικόν, 

ενικού αριθμού, 

γένους ούτε θηλυκού, ούτε αρσενικού, 

γένους ανυπεράσπιστου. 

Πληθυντικός αριθμός 
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες. 

 

Το σοκ ήταν τεράστιο· σε βαθμό έκστασης.

Από την πρώτη στιγμή που κατέφθασε μπροστά μου αυτός ο στίχος σου,

είχα τη βεβαιότητα ότι τον είχα γράψει εγώ·

μάλιστα,

η βεβαιότητά μου αρνούταν με απόλυτο φανατισμό

ότι είχε την παραμικρή σχέση με την Ψευδαίσθηση.

Όμως εσύ δεν αρκούσουν στις δάφνες σου και εσυνέχιζες ακάθεκτη..:

Ο φόβος, 

όνομα ουσιαστικόν, 

στην αρχή ενικός αριθμός 

και μετά πληθυντικός: 

οι φόβοι. 

Οι φόβοι 

για όλα από δώ και πέρα. 

 

Η μνήμη, 

κύριο όνομα των θλίψεων, 

ενικού αριθμού, 

μόνον ενικού αριθμού 

και άκλιτη. 

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη. 

 

Η νύχτα, 

όνομα ουσιαστικόν, 

γένους θηλυκού, 

ενικός αριθμός. 

Πληθυντικός αριθμός 

οι νύχτες. 

Οι νύχτες από δώ και πέρα. 
(ποίημα «Ο Πληθυντικός Αριθμός»,

από την ποιητική συλλογή «Το Λίγο του Κόσμου», 1971)

 

Η ταύτιση που υπέστην, η μονόδρομη αλληλο-εγωποίησή μου μαζί σου,

τεκμηριωνόταν από την ακόλουθη ανταποδοτικότητα·

υπάρχει κι ένας δικός μου στίχος,

που από την πρώτη στιγμή επίστευα ακράδαντα

ότι θα ημπορούσε να ήταν δικός σου..:

Έλα να σε μάθω να είσαι Παιδί…

Να βλέπεις σε κάθε «Υ(ψιλον)» μία σφεντόνα,

σε κάθε «Ο(μικρον)» έναν ήλιο,

σε κάθε «Χ(ι)» μία πρόκληση και όχι μια διαγραφή!

 

Χωρίς να το γνωρίζεις, η γνωριμία μας συνεχιζόταν, καλή μου Κική.

Διαρκώς κάναν’ παρέλαση οι λέξεις σου ενώπιόν μου·

οποία υπέροχη παραδοξότης,

σε αυτήν την παρέλαση τα τιμώμενα πρόσωπα ήταν… οι Λέξεις.

Την κατέφερες και τούτην την ανατροπή, καλή μου Κική.

 

Βεβαίως, την πρώτη ανατροπή τής ζωής σου και τη σημαντικότερη όλων,

την είχες επιτύχει απέναντι στο ίδιο σου το πρόσωπο, στην ίδια σου τη μορφή.

Δεν υπάρχει άνθρωπος

που δεν θα ήθελε τη μορφή σου στη μαμά του, στη γιαγιά του, στη θεία του,

καθώς εσύ ετόλμησες να πας κόντρα στα ίδια σου τα τετράγωνα ζυγωματικά

-τα οποία, σύμφωνα με τούς φυσιογνωμιστές, μαρτυρούν Ορθολογική Φύση-

και να μετατρέψεις το τετράγωνο τού προσώπου σου σε Ποιητικό Κύκλο.

 

Μόνο εσύ, καλή μου Κική και αγαπημένο μου «alter ego»,

διέθετες την ασύλληπτη ενσυναίσθηση να συλλαμβάνεις τον Κόσμο

και να τον φυλακίζεις στις πιο ελεύθερες εικονοπλασίες.

Κάποτε, σε ομιλία σου, είχες προσδιορίσει το Ποίημα ως εξής..:

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο.

Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει.

Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο,

ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να τού φτιάξεις ένα δέντρο.

Αυτό είναι το Ποίημα.».

Μόνο εσύ, καλή μου Κική, θα εχρησιμοποιούσες το ρήμα «εκκρεμεί» για ένα πετούμενο.

Μόνο εσύ. 

… 

 

Και πόσοι ακόμη στίχοι σου,

πόσα ακόμη ξεστομίσματα και ξεψυχίσματά σου,  

γράψανε μέσα μου και στο «μέσα» τού Κόσμου…

Κυνηγέ,
υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

Ηρέμησε λοιπόν.
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα δε σκοτώνω άστρα.

 

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.

Που έφτιαξα από πτώσεις.

Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί

ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.

 

Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι…

Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει..

 

Μίλα… Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.

Εκεί που τελειώνουμε εμείς αρχίζει η θάλασσα.

 

Όταν βρέχει δεν παίρνω ομπρέλα·

τo θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι από το Ξεκάθαρο.

Όταν δεν βρέχει,

όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός, όσο κι αν τον πιστεύω, ανοίγω την ομπρέλα μου.

Δεν είναι ξεκάθαρη καιρική συνθήκη η Ευτυχία.
 

Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις
αλλά όρκο δεν παίρνω,
μια και έχουν την άνεση
να παραβαίνουν εν
κρυπτώ.
Αλλά τις πράξεις μου
πώς να τις δαμάσω;
Βγαίνουν έξω, κόσμο συναντούν,
γείτονες πειρασμούς.
Να μην κοντοσταθούν; 

 

Αγγελίες…

Διατίθεται απόγνωσις εις αρίστην κατάστασιν, και ευρύχωρον αδιέξοδον.

Σε τιμές ευκαιρίας.

Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον έδαφος πωλείται ελλείψει τύχης και διαθέσεως.

Και χρόνος αμεταχείριστος εντελώς.

Πληροφορίαι: Αδιέξοδον

Ώρα: Πάσα.

 

Αχ, υπομνηστικό φεγγάρι,

στέκεις εκεί πάνω σα μισή ωραιότητα και σαν ολόκληρη ευκαιρία,

κοιτάζοντάς σε να μετρώ πόσα μισά δεν πρόλαβα ν’ αφήσω.  

 

Μετανοιώνω που τρόχισα τόσα «όχι»

για να πω τελικά τόσα «ναι» που με μαχαίρωσαν.  

 

Σκέφτομαι απόψε να στείλω τη μελαγχολία μου να κοιμηθεί μαζί σου,

να μείνω λίγο μόνη.

 

Ένα μόνο δεν μού δίνει τ’ όνειρο: το Όριο. Ως πού να κινδυνέψω.

Γιατί τότε πια, δεν θα ήταν όνειρο. Θα ’ταν γεράματα.

 

Ανήκω στους απαισιόδοξους.

Εκείνος που κάνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας είναι ο Απαισιόδοξος·

αλλιώς δεν θα είχε τα κότσια να είναι απαισιόδοξος.

Το κάνει όμως κρυφά και ύπουλα· είναι υποκριτής.

Μέσα στην απόλυτη θλίψη, δυσπιστία και αμφισβήτηση για όλα,

λέει «Δεν μπορεί… Κάτι είναι αλήθεια, κάτι είναι ωραίο.».

 

Για ’σένα στις επιθυμίες μου
λόγος δε γίνεται ποτέ.
Δε σε προέβλεψαν ποτέ
τα όνειρά μου.
Οι προαισθήσεις μου
ποτέ δε σε συνάντησαν.
Ούτε η φαντασία μου.
Κι όμως,

μια ανεξακρίβωτη στιγμή
σ’ εξακριβώνω μέσα μου,
ένα έτοιμο κιόλας αίσθημα.

 

Σιγά-σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η Μνήμη,

να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωΐας σε ό,τι έχει πεθάνει.

 

Είμαι έτοιμη;

Να σφίξω καλά τη δειλία μου,

μην πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφασή μου.

 

Όλα δεν μπορώ να τα σηκώνω μ’ ένα χέρι.

Το άλλο μου το κράτησες εσύ για ενθύμιο· τής στιγμής που αιώνια το ξέσφιγγες.

 

Και τι θα ήταν τ’ άστρα δίχως την υποστήριξη που τούς παρέχει η απόσταση…

 

Είμαι λίγο θυμωμένη, όπως αντιλαμβάνεσαι. Μ’ εμένα.

Διότι έπρεπε να έχω ωριμάσει. Να μην απορώ με τίποτα.

 

Άσε να κλαίω. Μόνο γράφε τους λόγους, μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη.

Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη πως βασανίστηκα για όλα.

 

Ρίξου λοιπόν στα φο-μπιζού.

Τι λες, κουτός είναι ο θάνατος που προτιμά την ψεύτικη ζωή μας;

 

Τακτοποιημένη ζωή, άτακτα συναισθήματα.

 Όλοι έχουμε μέσα μας μια άλλη ζωή,

η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε.  

 

Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε, 
είναι η απουσία μας. 

 

Τον Έρωτα όχι, όχι εσύ, Ανάγκη.

Τον Έρωτα τον έπλασε ο Θάνατος,

από άγρια περιέργεια να εννοήσει τι είναι Ζωή.

 

ΥστερόΓιωργο..:

Καλή μου Κική,

αυτή ήσουν, αυτή είσαι, αυτή θα είσαι·

μία συγκλονιστική ποιήτρια που δεν γίνεται να χωρέσει στο «τηλεγραφικώς»,

όσο ευρύχωρο κι αν είναι.

 

Η ποίησή σου διδάσκεται στα σκολειά

κι εσύ είχες το ψυχικό μεγαλείο να λες

ότι δεν ήθελες να μπαίνουν τα ποιήματά σου στις εξετάσεις,

ώστε να μη σε συνέδεαν τα παιδιά με το Άγχος και τη Βαθμοθηρία.

 

Καλή μου Κική,

όταν μαθεύτηκε το μαντάτο ότι ήσουν στο νοσοκομείο,

είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου

πως θα έγραφα αυτά που τόσα χρόνια αισθανόμουν για εσένα·

εκεί ακριβώς ήταν που ενεπνεύσθην και τον ακόλουθο στίχο..:

«Γράφω για εσένα ερήμην σου. Αθώωσέ με…»!

 

Καλή μου Κική,

όταν φεύγει ο άνθρωπος από ετούτην εδώ τη ζωή,

είθισται να τού ευχόμαστε «Καλό Ταξίδι».

Ε, λοιπόν,

εγώ θα σε αντιμετωπίσω ωσάν να είσαι το νεοεκδοθέν αγαπημένο μου βιβλίο

και διασκευαστικά θα σού ευχηθώ «Καλοτάξιδη»·

αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή,

είναι βέβαιο ότι ο Θάνατος θα ερωτευθεί την ποίησή σου

και -ποιος ξέρει;- ίσως καταφέρεις να τού γαληνέψεις την αρπακτικότητά του 

(ή, ίσως και να τού την υποδαυλίσεις). 

 

Καλή μου Κική,

ένα υπέροχο κορίτσι τής ζωής μου, η Έλλη Μάστορα,

έχει περιγράψει τον Ποιητή με τον ωραιότερο τρόπο:

«Όποια κι αν είναι η εποχή, ο Ποιητής νοιώθει εκτός εποχής…»!  

 

Στην περίπτωση τής φυγής σου, καλή μου Κική,

η εν’ λόγω φράση αποκτά μία ακόμη πιο βαθιά εκδοχή..:

«Όποια κι αν είναι η ζωή, ο Ποιητής νοιώθει εκτός ζωής…»!

 

Καλή μου Κική, ο Ποιητής δεν πεθαίνει, διότι δεν ασχολείται με μικρότητες.

Καλοτάξιδη, καλή μου Κική!!!

 

Γιώργος Μιχάλακας

Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος