Ένα αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αίθουσα του «Fondazione Ente dello Spettacolo», στο ξενοδοχείο Excelsior, προστέθηκε στο πλαίσιο της 69ης Μόστρας του κινηματογράφου της Βενετίας, όπου και προβλήθηκε μια μικρού μήκους ταινία με αποσπάσματα από το έργο του Έλληνα σκηνοθέτη. Παράλληλα για το έργο και τη ζωή του απόντα σκηνοθέτη μίλησαν ξένοι μελετητές και γνωστοί του Αγγελόπουλου.

Ανάμεσα στους ομιλητές και ο Γουόλτερ Ραγκλ, προσωπικός φίλος του σκηνοθέτη, διευθυντής της εταιρείας Trigon Film Foundation και διανομέας των ταινιών του στην Ελβετία.

Έκτη μέρα σήμερα της Μόστρας και στις πολύ καλές ταινίες, που προβλήθηκαν στο διαγωνιστικό τμήμα, όπως το «To the Wonder» του Μάλικ, «The Master» του Πολ Τόμας Άντερσον και «Παράδεισος: Πίστη» του Ούλριχ Ζάιντελ, ταινίες που σίγουρα θα είναι στα φαβορί για ένα από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβάλ, προστέθηκε σήμερα και η γαλλική ταινία «Μετά τον Μάη» του Ολιβιέ Ασαγιάς («Κάρλος»).

Η ταινία καταπιάνεται με το φοιτητικό κίνημα στα χρόνια που ακολούθησαν τον Μάη του ’68 για να καταγράψει τα όνειρα, τους αγώνες αλλά και τις απογοητεύσεις της τότε νεολαίας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μιας περιόδου «που την έζησα, γιατί ήταν και δική μου, μια περιόδου συναρπαστικής», όπως ανάφερε ο ίδιος ο Ασαγιάς, «περιόδου που ο κινηματογράφος φαίνεται να την έχει βαρεθεί και μόνο με ειρωνεία μπορείς να την αντιμετωπίσεις σήμερα».

Σύμφωνα μάλιστα με τον σκηνοθέτη, η ταινία είναι κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της ταινίας του «L’eau froid» του 1994, όπου και χρησιμοποιεί ξανά δυο από τα ονόματα των τότε πρωταγωνιστών του. Κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία είναι ο Ζιλ, φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, που μπλέκεται στο φοιτητικό κίνημα της τότε εποχής. Ο Ασαγιάς καταγράφει με τη μαστοριά που τον χαρακτηρίζει, την πορεία του νεαρού του ήρωα και της παρέας του, με σκηνές έξοχα στημένες, διανθισμένες με λεπτή ειρωνεία και σωστά επιλεγμένη μουσική της περιόδου: από τις συζητήσεις και τις ιδεολογικές διαφορές τους, τις συγκρούσεις τους με την αστυνομία, τα γκραφίτι στους τοίχους, μέχρι τις ρομαντικές περιπέτειες του Ζιλ, τη ζωή στα κοινόβια, με τα ναρκωτικά και το απελευθερωμένο σεξ, τα ταξίδια του, πρώτα στην Ιταλία (όταν χρειάζεται να κρυφτεί για να γλυτώσει από την αστυνομία) και αργότερα στο Λονδίνο (όπου αρχίζει να ασχολείται με τον κινηματογράφο). Στη νέα του ταινία «Outrage: Beyond», ο Τακέσι Κιτάνο καταπιάνεται με μια προσχεδιασμένη πονηρά επιχείρηση καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος που θα οδηγήσει σε σύγκρουση δυο πανίσχυρες συμμορίες της γιάκουζα. Εδώ, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε στην προηγούμενη ταινία του «Outrage», θέλοντας, όπως ανάφερε ο ίδιος «να ακολουθήσει ένα καινούριο τρόπο για να δώσω μια νέα στροφή στην αρκετά συνηθισμένη ιστορία του Outrage…

Έχοντας αυτό υπόψη, έκανα μια συνειδητή προσπάθεια να ανατρέψω τα πράγματα και να πάω ενάντια σ’ αυτό που συνήθως περιμένει κανείς σε μια ταινία».

Στην ταινία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλα είναι μπερδεμένα. Μια διεφθαρμένη αστυνομία συνεργάζεται με τον υπόκοσμο και δέχεται χρήματα, μέλη της γιάκουζα ακολουθούν πιστά τους κανόνες έστω κι αν αυτοί τους οδηγούν στο χαμό τους, ενώ άλλοι είναι έτοιμοι να προδώσουν συνεργάτες και φίλους. Ο Κιτάνο γνωρίζει τέλεια το είδος – ας μη ξεχνάμε πως σ’ αυτό έχει φτιάξει μερικές από τις καλύτερες ταινίες του, από το «Violent Cop» μέχρι το βραβευμένο με το Χρυσό Λιοντάρι της Μόστρας το 1997, «Hanabi» – και καταφέρνει πάντα να το ανανεώσει με τρόπους πρωτότυπους, τόσο στο στήσιμο των βίαιων (συχνά φτάνοντας ως τα άκρα) σκηνών, διανθισμένων συνήθως με μαύρο χιούμορ, όπως στη σκηνή που σκοτώνει έναν από τους «σκληρούς» της συμμορίας με μπαλάκια του τένις, όσο και στη δημιουργία του σωστού, γεμάτου σασπένς αλλά και σωστής ατμόσφαιρας, ρυθμού.

Ο ίδιος ξεχωρίζει στο ρόλο του πρώην μέλους της μαφίας που αποφυλακίζεται από τον πονηρό αστυνόμο για να παίξει το παιχνίδι του αλλά που τελικά καταφέρνει να ανατρέψει την όλη προσχεδιασμένη πορεία.

Μικρή έκπληξη στο τμήμα «Ορίζοντες» ήταν η ταινία «Leones», πρώτο, χαμηλού κόστους (στοίχισε μόλις 359.000 ευρώ), έργο της Αργεντινής Τζασμίν Λόπεζ.

Επιμέλεια: Μυρτώ Τσάβαλου
Πηγή: ΑΠΕ