Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ το πρώτο από τα τέσσερα μυθιστορήματα του «Κουαρτέτου της Ιερουσαλήμ», που μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε με μοναδικό τρόπο τη μακρόχρονη και σύνθετη ιστορία της Μέσης Ανατολής. Τίτλος του βιβλίου είναι «Ο Κώδικας του Σινά» και συγγραφέας ο Edward  Whittemore, ενώ την μετάφραση πραγματοποίησε ο Γιάννης Καστανάρας και την επιμέλεια η Άγγυ Βλαβιανού.

ISBN 960-446-013-7  – Έκδοση 1η 2009 – σελίδες 456 – τιμή  ?20,00 (περιλαμβάνει ΦΠΑ)

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Ο συγγραφέας πλάθει μια εναλλακτική εκδοχή για την Ιστορία, η οποία αρχίζει όταν ο Σκάντερμπεγκ Βαλενστάιν, ένας φανατικός Τραππιστής μοναχός στις αρχές του 19ου αιώνα από την Αλβανία, σκοντάφτει πάνω σε αυτό που είναι «πέραν πάσης αμφιβολίας η παλαιότερη Βίβλος στον κόσμο» και ανακαλύπτει ότι «διέψευδε κάθε θρησκευτική αλήθεια που έχει γίνει αποδεκτή».

Τι θα συνέβαινε, άραγε, αναρωτιέται με τρόπο που δεν διαφέρει πολύ από τις σύγχρονες εικασίες των μελετητών της Βίβλου, «αν ξαφνικά ο κόσμος υποψιαζόταν ότι ο Μωάμεθ μπορεί να είχε ζήσει έξι αιώνες πριν από τον Χριστό» ή «ότι οι αρετές της Μαρίας, της Φατιμά και της Ρουθ είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους από τους μεταγενέστερους χρονικογράφους;»

Ο Βαλενστάιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο Μελχισεδέκ πρέπει να έχει την Πόλη της Ειρήνης», όπως ακριβώς «οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την Ιερουσαλήμ τους». Ο Βαλενστάιν πιστεύει πως η πίστη πρέπει να διατηρηθεί στον κόσμο και ότι αν απουσιάζει η αιτία για την πίστη, τότε είναι καθήκον του να την παράσχει. «Η απόφαση που είχε πάρει στο κελί του», μας λέει ο Whittemore, «ήταν να παραποιήσει την αυθεντική Βίβλο».

Όμως, αυτή η παραποίηση -ό,τι έχει οδηγήσει σε αυτήν και ό,τι απορρέει από αυτήν- γίνεται μια ευφάνταστη έπαρση, που διαπνέει το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Είναι ο τρόπος του Whittemore για να μας ζητήσει να σκεφτούμε τους πολλούς τρόπους, μέσω των οποίων οι ψευδαισθήσεις μπορούν να γεννήσουν πραγματικότητες, μέσω των οποίων οι πραγματικότητες μπορούν να μεταμορφωθούν από τα όνειρα και -πάνω απ’ όλα- μέσω των οποίων το πραγματικό και το φανταστικό μπορούν να συνωμοτήσουν για να δημιουργήσουν τα γεγονότα και τους θρύλους που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε και πεθαίνουμε.

Είναι ένα αξιόλογο ερωτικό τραγούδι για τους Αγίους Τόπους και για τις μυριάδες ονείρων και πράξεων που, μέσα σε τέσσερις και πλέον χιλιετίες, έχουν αποτελέσει τον πυρήνα όλων όσων έχουμε καταλήξει να πιστεύουμε ότι είναι η αιτία και το αποτέλεσμα της ατομικής και συλλογικής μας μοίρας.

«Ο τόπος είναι η αρχή της μνήμης», δηλώνει ο Whittemore, και μας δείχνει επανειλημμένα πώς η ιστορία ενός συγκεκριμένου τόπου είναι τόσο η αιτία των γεγονότων, όσο και κάθε απλό πολιτικό γεγονός. Οι περιγραφές τόπων, όπως η Ιεριχώ, η Δαμασκός, η Βηρυτός, η Ιερουσαλήμ και το Σινά, αλλά και η δομή και οι λεπτομέρειες των κτηρίων και των αγορών, των υπόγειων θαλάμων και των υπέργειων οχυρών, των Αγίων Τόπων και της ερήμου, δίνονται παραστατικά και απτά. Με τις «ατελείωτες κατεδαφίσεις και ανοικοδομήσεις της Ιερουσαλήμ» αυτοί οι τόποι παίρνουν ζωή και ανασαίνουν -όπως και οι χαρακτήρες του Whittemore- σ’ ένα φανταστικό κόσμο, όπου το δυνατόν προηγείται σταθερά του πιθανού και γίνονται κεντρικοί πρωταγωνιστές στην αφήγηση.

Και δυό λόγια για τον συγγραφέα

Ο Edward Whittemore (1933-1995) σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Yale και στη συνέχεια υπηρέτησε ως αξιωματικός των Πεζοναυτών στην Ιαπωνία. Για μια δεκαετία έδρασε ως πράκτορας της CIA στην Άπω Ανατολή, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Μεταξύ άλλων διηύθυνε μια εφημερίδα στην Ελλάδα, δούλεψε σε μια βιοτεχνία υποδημάτων στην Ιταλία και εργάστηκε στην Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών της Νέας Υόρκης επί δημαρχίας Lindsay. Από το 1977 έως το 1987 έγραφε το Κουαρτέτο της Ιερουσαλήμ, ενώ μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Ιερουσαλήμ.

Ο Edward Whittemore αποφοίτησε από το γυμνάσιο του Deering, στο Portland του Maine, τον Ιούνιο του 1951 και το ίδιο φθινόπωρο μπήκε στο Yale. Σύμφωνα με τα πρότυπα του Yale εκείνης της εποχής, ο Whittemore ήταν πολύ επιτυχημένος, ένα «γυμνασιόπαιδο» που τα είχε καταφέρει. Προσηνής, ευπαρουσίαστος και εκλεπτυσμένος, κοιτούσε τον κόσμο με περιπαιχτικό χαμόγελο. Δεν ήταν ιδιαίτερα αθλητικός τύπος, αλλά ήταν μέλος της Ζήτα Ψι, μιας αδελφότητας φοιτητών που έπιναν πολύ και είχαν καλές κοινωνικές διασυνδέσεις. Στο τέλος της προτελευταίας του χρονιάς έγινε μέλος της μυστικής αδελφότητας Scroll and Key.

Εκεί που διακρίθηκε πραγματικά ήταν ως αρχισυντάκτης της Yale News το 1955, μια εποχή όπου ο πρόεδρος και οι αρχισυντάκτες της ήταν εξίσου δημοφιλείς με τους αρχηγούς των ποδοσφαιρικών ομάδων. Πολλοί από εμάς στη News είχαμε την εντύπωση ότι ο Ted θα προσανατολιζόταν προς τη Wall Street και την Brown Brothers Harriman, μια επενδυτική εταιρεία όπου γίνονταν δεκτά παλιά μέλη από τη Scroll and Key και όπου αργότερα εργάστηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Ted. Ή, έστω, ότι θα ακολουθούσε δημοσιογραφική καριέρα κάπου στην αυτοκρατορία του Time-Life, η οποία είχε ιδρυθεί από τον Henry Luce, ένα άξιο τέκνο της News.
Κάναμε, όμως, λάθος. Ο Whittemore, αφού υπηρέτησε ως αξιωματικός των Πεζοναυτών στην Ιαπωνία, προσεγγίστηκε από τη CIA και ακολούθησε ένα ταχύρρυθμο πρόγραμμα εκμάθησης της ιαπωνικής γλώσσας. Για περισσότερο από μια δεκαετία εργάστηκε για την Υπηρεσία στην Άπω Ανατολή, στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, ο Whittemore θα επέστρεφε κατά περιόδους στη Νέα Υόρκη. Για ένα διάστημα διηύθυνε μια εφημερίδα στην Ελλάδα. Έπειτα, ήταν η υποδηματοποιία στην Ιταλία και κάποιο ινστιτούτο στην Ιερουσαλήμ. Συνεργάστηκε επίσης με την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών της Νέας Υόρκης επί δημαρχίας John Lindsay. Αργότερα, είχαν ακουστεί φήμες ότι αντιμετώπιζε «πρόβλημα» με το αλκοόλ και ότι έκανε χρήση ναρκωτικών.

Ενώ υπηρετούσε στους Πεζοναύτες και στη CIA, παντρεύτηκε και πήρε διαζύγιο δύο φορές. Απέκτησε δύο κόρες με την πρώτη σύζυγό του, αλλά σύμφωνα με τους όρους του διαζυγίου δεν επιτρεπόταν να τις βλέπει. Έπειτα, μετά το δεύτερο διαζύγιο, συζούσε με διάφορες γυναίκες. Ήταν πολλές και όλες τους απ’ ό,τι φαίνεται ταλαντούχες: ζωγράφοι, φωτογράφοι, γλύπτριες, χορεύτριες, αλλά ποτέ συγγραφείς. Ακούγονταν και άλλες φήμες. Ότι είχε φύγει από τη CIA, ότι ζούσε στην Κρήτη, ότι ήταν αδέκαρος, ότι έγραφε. Και μετά, τίποτα. Ήταν σαφές πως εκείνος ο «ξανθός» φοιτητής δεν είχε ακολουθήσει το δρόμο της φήμης και της δόξας