Μια επίσκεψη–ξενάγηση, διοργάνωσε η Εταιρεία Κοινωνικής Δράσης και Πολιτισμού Κοινο_Τοπία www.koinotopia.gr την Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019 στο Μυκηναϊκό Πάρκο της Βούντενης Πάτρας. Με τη βοήθεια του υποστηρικτή της Κοινο_Τοπίας διπλωματούχου Αρχαιολόγου και ξεναγού Βασίλη Παναγιωτόπουλου 56 μέλη και οι φίλοι του συλλόγου μέσα από την περιήγηση του πάρκου, την ταινία τεκμηρίωσης που είδαν αλλά και της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε γνώρισαν καλύτερα τη Μυκηναϊκή περίοδο της Πάτρας.
Η δράση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο ενός διαχρονικού σχεδιασμού του συλλόγου που στόχο έχει την προσέγγιση ιστορικών, κοινωνικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών της Πάτρας με τη βοήθεια συμπολιτών με ειδίκευση γνωστικού αντικειμένου.
Ο οικισμός στη θέση Μπόρτζι αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα και σε περίπτωση κινδύνου «καταφύγιο», μιας πλειάδας άλλων μικρότερων συνοικισμών που ήσαν αναπτυγμένοι στα πεδινά τμήματα της ευρύτερης περιοχής. Οικοδομικά στοιχεία αυτών των συνοικισμών έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών.
Αποφασιστικό επίσης ρόλο για την ίδρυση του οικισμού στη θέση Μπόρτζι έπαιξε και η δυνατότητα διεξόδου του προς τη θάλασσα μέσω φυσικού λιμανιού που υπήρχε στη θέση του σημερινού έλους της Αγυιάς. Το λιμάνι αυτό δημιουργήθηκε από το Μείλιχο ποταμό ο οποίος με τις αποθέσεις του είχε σχηματίσει ποταμόκολπο που υπάρχει ως τις μέρες μας. Η μυκηναϊκή εγκατάσταση της Βούντενης, είχε πρόσβαση σε πλούσιες πεδινές και ορεινές περιοχές, ικανές να προσφέρουν αυτάρκεια προϊόντων για τη διαβίωση των κατοίκων της. Μεγάλες και εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν στα πεδινά και παράκτια τμήματα, ενώ τα πρανή του Παναχαϊκού προσφέρονταν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, του κυνηγιού καθώς και τον προσπορισμό άφθονης δομικής και ναυπηγικής ξυλείας από τα δάση της περιοχής. Νοτιοανατολικά του οικισμού, στο χώρο εκείνο που σήμερα είναι γνωστός με τα τοπωνύμια Αγραπιδιά και Αμυγδαλιά, βρίσκεται το νεκροταφείο του μυκηναϊκού οικισμού που καταλαμβάνει έκταση 18 στρεμμάτων και είναι οργανωμένο σε επάλληλα άνδηρα ύψους 2-4μ, τα δε όριά του συμπίπτουν με εκείνα του μαλακού πετρώματος. Η πρώτη έρευνα του χώρου πραγματοποιήθηκε το 1923 από το Νικόλαο Κυπαρίσση, ο οποίος ανέσκαψε μικρό αριθμό θαλαμωτών τάφων στη θέση Αγραπιδιά και συνεχίστηκε πλέον συστηματικά από το Λάζαρο Κολώνα κατά τα έτη 1988-1994 και 2004-2007 με την έρευνα εβδομήντα πέντε τάφων, στη θέση Αμυγδαλιά. Οι τάφοι χρονολογούνται στην περίοδο 1500-1050 π.Χ, σε μερικές δε, περιπτώσεις η χρήση τους διαρκεί μέχρι την υπομυκηναϊκή εποχή.
Στο νεκροταφείο της Βούντενης συναντά κανείς ενδιαφέρουσα ποικιλία σχημάτων θαλαμωτών τάφων, τα οποία δεν απηχούν μόνο την καλλιτεχνική αρχιτεκτονική φαντασία των μαστόρων της εποχής αλλά και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ενδιαφερόμενων χρηστών των τάφων. Υπάρχουν θάλαμοι διαφόρων διαστάσεων και σχημάτων όπως κυκλικοί, τετράγωνοι, πεταλόσχημοι, τετράπλευροι με θόλο καθώς και τάφοι με ακανόνιστη κάτοψη. Οι μεγαλύτεροι από όλους του τάφους είναι οι τάφοι 4 και 75 οι οποίοι εξαιτίας των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών τους και των μεγάλων διαστάσεών τους πρέπει να ανήκαν σε αξιωματούχους της μυκηναϊκής εγκατάστασης της Βούντενης. Οι περισσότερες από τις ταφές ήταν κτερισμένες και οι νεκροί συνοδεύονταν από προσφιλή αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αγγεία, κοσμήματα, εργαλεία, όπλα και σκεύη, χρήσιμα στη ζωή και απαραίτητα- όπως πίστευαν- στο μεταθανάτιο ταξίδι.
Η μελέτη των αντικειμένων αυτών αποκάλυψε στοιχεία που υποδηλώνουν τον πλούτο και την ευημερία των κατοίκων της μυκηναϊκής εγκατάστασης, τις εμπορικές και πολιτιστικές επαφές με άλλες περιοχές κοντινές ή πιο μακρινές όπως είναι η Μεσσηνία, η Λακωνία, η Αργολιδοκορινθία, η Κρήτη, Ιταλία, η Συροπαλαιστίνη – Ανατολία και αλλού και αναδεικνύουν τον οικισμό της Βούντενης ως ένα σημαντικό και σπουδαίο μυκηναϊκό κέντρο της Αχαΐας.