Ο Solup (κατά κόσμον Αντώνης Νικολόπουλος), πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς, έχοντας στο ενεργητικό του πολλά άλμπουμ με γελοιογραφίες και κόμικς, συν μια σχετική θεωρητική μελέτη, έγινε πολύ γνωστός με το πρώτο του graphic novel, που ήταν το «Αϊβαλί» (εκδόσεις Κέδρος, 2014), ένα αφήγημα για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λοζάνης με παραπομπές, μεταξύ άλλων, στον Φώτη Κόντογλου και τον Ηλία Βενέζη. Η μάχη της πλατείας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος, είναι ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα για την Επανάσταση του 1821 με κέντρο το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη και πεδίο αναφοράς όλα τα σημαντικά γεγονότα (στρατιωτικά και πολιτικά) του Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.

Το έργο κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και για την ογκώδη έκδοση, που φτάνει τις 750 σελίδες, συνεργάστηκαν η Εύη Σαμπινίκου, καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και οι Νατάσσα Καστρίτη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου και Παναγιώτα Παναρίτη, ερευνήτριες στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (ΕΙΜ). Οι εικόνες και η δράση του κόμικ του Soloup κινούνται συνεχώς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Στο παρόν, κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην Παλαιά Βουλή, ένας σοφός άστεγος, που ανακινεί τη μορφή του Κάρπου Παπαδόπουλου, αγωνιστή ο οποίος διακρίθηκε για την πίστη και την αφοσίωσή του στο ιδεώδες της ελευθερίας, όπως και για το εύρος της παιδείας του και για τα ιστορικά του βιβλία, εξιστορεί τις πολλαπλές φάσεις της Επανάστασης σε ένα κορίτσι πρόθυμο να ακούσει όλα όσα έχουν σχέση με τους προγόνους του – τη Λίμπυ (από τη λατινογενή λέξη για την «ελευθερία»).

Η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο Κάρπος για να μεταδώσει στη Λίμπυ τις γνώσεις του, ενόσω υφίσταται εκφοβιστικές επιθέσεις από ρατσιστοειδή της αθηναϊκής καθημερινότητας, δεν είναι ούτε η γλώσσα των σχολικών εγχειριδίων με τις ανυψωτικές και τις εξιδανικευτικές τους εικόνες ούτε η γλώσσα όσων πιστεύουν πως η Ιστορία γράφεται με πορτρέτα ηρώων αποκαθαρμένων από την οποιαδήποτε αμαρτία και το οιοδήποτε πάθος. Για τον μυθιστορηματικό Κάρπο, και κατά προέκταση για τον Soloup και για την ερευνητική του ομάδα (το βιβλίο είναι θαυμαστός καρπός συλλογικής εργασίας), οι θρίαμβοι και οι δοξασμένες στιγμές της Ιστορίας βαδίζουν παράλληλα με τις ήττες, με τις απογοητεύσεις και με τις διαψεύσεις, ή και με τις σφοδρές εσωτερικές συγκρούσεις οι οποίες μπορούν να αποσυντονίσουν και να βγάλουν έναν κοινό σκοπό από τον δρόμο του. Από την άλλη πλευρά, τίποτε από όλα αυτά δεν είναι σε θέση να μειώσει ή και να αμαυρώσει τις θυσίες και τη δύναμη ψυχικού και σωματικού πυρός των αγωνιστών. Όπως κι αν έχει, η Ιστορία δεν αποτελεί μονόδρομο, κι αν θέλουμε να τη διηγηθούμε, αλλά και να την καταλάβουμε εις βάθος, θα πρέπει να δούμε πώς διαμορφώνεται η επαφή μας μαζί της, όπως και να εννοήσουμε και με ποιον τρόπο μεταβάλλεται η ρότα των γεγονότων καθώς περνάμε από τη μια αφήγηση στην άλλη (δίχως εξ αυτού να καταλήξουμε στον απόλυτο σχετικισμό).

Στο κορδόνι το οποίο ξετυλίγει ο Κάρπος για λογαριασμό της Λίμπυ έρχονται να δέσουν οι πιο αντιφατικές μεταξύ τους φάσεις της Επανάστασης: οι βιαιότητες τόσο των Τούρκων όσο και των επαναστατημένων, η άρνηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συνταχθεί με το μέρος των τελευταίων, η κινητοποίηση της Φιλικής Εταιρείας, η συμμετοχή των Φιλελλήνων, που δεν ήταν πάντοτε υπεράνω πάσης υποψίας, η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης, η Σφαγή της Χίου, η πολιορκία και η άλωση της Τριπολιτσάς, η έξοδος του Μεσολογγίου, η ναυμαχία του Ναβαρίνου, η δίκη του Κολοκοτρώνη, ο οποίος λίγο έλειψε να οδηγηθεί στη λαιμητόμο, ο Όθωνας και η Αντιβασιλεία, αλλά και τα βρετανικά και τα βαυαρικά δάνεια, οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι για την κοινωνική και την πολιτική νομή της εξουσίας ή ο θάνατος του Καραϊσκάκη και η τύχη του Καποδίστρια.

Με πολλά κοντινά και μακρινά πλάνα, ανάλογα με την ένταση και τον δραματικό τόνο που απαιτεί η εκάστοτε ιστορική στιγμή, με συνεχείς εναλλαγές του μαύρου, του γκρίζου και του λευκού χρώματος, όπως και με τις ιστορικές εικόνες του 1821 να συμπορεύονται με αμαλγάματα εικόνων των νεότερων εποχών, το σκίτσο του Soloup συνομιλεί με χωρία ιστορικών και απομνηματογράφων, εικονογραφώντας ελεύθερα το περιεχόμενό τους, παραθέτει αυτούσια κείμενα ιστορικών μαρτυριών, παραπέμπει σε εικαστικά έργα για την Επανάσταση (χαρακτικά και πίνακες) και αναπαράγει βιογραφικά λογίων και διαφωτιστών, σχηματίζοντας ένα λαμπρό πανόραμα για τον Αγώνα και τους πολλαπλούς πρωταγωνιστές του. Εμφανώς επηρεασμένος από τη σύγχρονη έρευνα για τη δημόσια ιστορία της Επανάστασης, για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκαν τα γεγονότα της στα δημόσια μνημεία και στις δημόσιες τελετές που οργανώνουν και συμβολοποιούν τη συλλογική μνήμη (δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως όλα ξεκινούν κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη και όλα καταλήγουν σε αυτό), ο Soloup κάνει κάτι πολύ παραπάνω από το να ξεδιπλώσει μια συναρπαστική ιστορία: μας μαθαίνει πώς να σκεφτόμαστε τον κόσμο και την Ελλάδα με όντως ιστορικούς όρους.