Ο Χρήστος Οικονόμου πρόλαβε στα σπάργανά της την οικονομική κρίση της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα με τη συλλογή διηγημάτων του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (2010), καταφέρνοντας να αποκαλύψει έναν χορό προδομένων και ακυρωμένων προσώπων, οδηγημένο στο χείλος του γκρεμού από τις απολύσεις, τη φτώχεια και την ανεργία. Η πόλη που πρωταγωνιστεί σε αυτά τα διηγήματα είναι ο Πειραιάς, προπομπός των δεινών τα οποία θα γνωρίσει η Αθήνα όταν η κρίση θα αρχίσει να δείχνει τα δόντια της. Ας λάβουμε, πάντως, υπόψη ότι το κλίμα της περιθωριοποίησης, της ήττας και της εξαθλίωσης που κυριαρχεί στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις», ο Οικονόμου το προετοιμάζει με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του «Η γυναίκα στα κάγκελα» (2003).

Στην τρίτη συλλογή του, τιτλοφορημένη «Το κακό θα ‘ρθει από τη θάλασσα» (2014), η κρίση μεταφέρεται σε ένα φανταστικό αιγαιοπελαγίτικο νησί: ένα νησί που μετατοπίζεται οριζοντίως και κατακορύφως, υποφέρει από θαλάσσιους σεισμούς, κρύβει στα βράχια του δυσοίωνες σπηλιές και επιτρέπει στην κρίση να αγριέψει. Και ενώ θα μεσολαβήσει μια ακόμα συλλογή διηγημάτων, «Οι κόρες του ηφαιστείου» (2017), όπου ο μύθος, παρά το ότι η αλυσίδα της κρίσης δεν λέει να σπάσει, δεν διστάζει να προσβλέψει σε ένα ποιητικό θαύμα, όπως είχε γράψει τότε το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ένα καινούργιο βιβλίο, υπό τον τίτλο «Πες της», μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, από τις οποίες κυκλοφορούν και τα περισσότερα έργα του Οικονόμου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το «Πες της» δεν είναι διήγημα, ούτε, όμως, και μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο πεζό, κάτι σαν νουβέλα ή μικρό μυθιστόρημα, που έχει αφήσει πίσω του την κρίση και ξετυλίγει την ιστορία μιας κούριερ, μιας γυναίκας που δουλεύει σε εταιρεία ταχυμεταφορών, αντιμετωπίζοντας κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών της, άλλοτε στον Πειραιά και άλλοτε στα Χανιά, τα πιο αναπάντεχα συμβάντα. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι πυκνός και εξαιρετικά γρήγορος – σαν να πρέπει να συντονιστεί με τους ρυθμούς της εταιρείας στην οποία εργάζεται η πρωταγωνίστρια. Ανάλογα πυκνή είναι και η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ή μάλλον η γλώσσα της ηρωίδας του, μέσω της οποίας καλούμαστε να κατανοήσουμε όλα όσα αποκρύπτει ή ξεγυμνώνει η πλοκή: τα καθημερινά γεγονότα, τις αντιδράσεις των προσώπων, ακόμα και τους παρατεταμένους μονολόγους κάποιων εξ αυτών καθώς έρχονται σε επαφή με την κούριερ. Η γλώσσα αποτελεί το πρωτεύον χαρακτηριστικό του βιβλίου του Οικονόμου: υποδεικνύει τις αντιδράσεις των χαρακτήρων (ακόμα κι αν οι χαρακτήρες είναι σκιώδεις), φωτίζει, χωρίς να το δηλώνει ποτέ ρητά, τον εσώτερο κόσμο των δρώντων, επινοεί χιουμοριστικούς καταλόγους παράξενων και ανοίκειων ονομάτων, περιγράφει κοινωνικά και πολιτικά σουσούμια ενώ αποκτά κατά τόπους μια υπόγεια (ποτέ περιττή ή ξέχειλη) ποιητικότητα. Μακριά από έναν στεγνό ρεαλισμό, αλλά και από κάθε απόπειρα στενής νατουραλιστικής σκιαγράφησης.

Είναι προφανές πως ο Οικονόμου βρίσκεται στην πλέον ώριμη και κατασταλαγμένη ώρα του. Αντί για μια κοινωνία σπαραγμένη από την κρίση, εικονογραφεί τώρα μια Ελλάδα που ανεξαρτήτως τάξεως και εισοδημάτων, επιβαρυμένη και από τους πρόσφατους εγκλεισμούς της πανδημίας, μοιάζει στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεται ασταμάτητα σε επαφή η κούριερ, άνθρωποι που δεν θα μείνουν στο κάδρο παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας και του αφηγηματικού χρόνου, είναι ικανοί να κάνουν το οτιδήποτε: να τσακωθούν και να επιτεθούν αναίτια, να φωνάξουν και να απειλήσουν, ξεσπώντας μετά σε κλάματα, να εξομολογηθούν τον πόνο και τις χαμένες προσδοκίες τους, να ζητήσουν χάρες και εξυπηρετήσεις άσχετες με την ταχυμεταφορά, να ανακαλέσουν επεισόδια φυτεμένα στα βάθη της μνήμης τους, να ποθήσουν και να φρίξουν, να αμπελοφιλοσοφήσουν και να μελαγχολήσουν. Το ανθρωπομάνι που συναντά η κούριερ είναι σαν να θέλει να ανέβει σε μια σκηνή του παραλόγου (και οι διάλογοι έχουν συχνά θεατρική δομή και σκηνικό χαρακτήρα) – σαν να προβάρει μια τρελή συμπεριφορά και σαν να προβάλλει έναν χώρο υποδοχής της, όπου είτε όλοι θα στραφούν εναντίον όλων είτε οι πάντες θα αγκαλιάσουν τους πάντες. Μια Ελλάδα που ψάχνει στα τυφλά τον βηματισμό της και κατορθώνει να βγει, δίχως κανένας να καταλάβει με ποιον ακριβώς τρόπο, από το βαρύ σκοτάδι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κι όλα αυτά χάρη στην ανώνυμη μέχρι το τέλος κούριερ που θα μεταφέρει μέσα στο χιόνι την οδυνηρή οικογενειακή ιστορία μιας φίλης της – ή μήπως κάτι και από τη δική της, παντελώς ανομολόγητη ιστορία; Ο συγγραφέας θα μας κρατήσει επιμελώς σε ημίφως, αποφεύγοντας να μετατρέψει την ηρωίδα του, αλλά και τη σύντροφό της σε συμβατικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες, σε αυτονόητες φιγούρες. Η κούριερ δεν θα ταυτιστεί ποτέ με τους πελάτες της, και η φίλη της δεν θα της κάνει ποτέ όλα τα χατίρια. Και να τι αποδεικνύεται η καλύτερη σύσταση για το βιβλίο του Οικονόμου: συμπόνια, συμπαράσταση, αποστασιοποίηση, αλλά και ευφυείς (πιθανόν και δαιμόνιες) αποσιωπήσεις και αποκρύψεις για μια Ελλάδα της διπλανής πόρτας, για μια καθημερινότητα όπως τη ζούμε στο εσωτερικό του σπιτικού μας, μα και έξω, στη γειτονιά και στους δρόμους – εντός και εκτός των τειχών.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης