Η κατάσταση της δημοσιογραφίας στον κόσμο είναι «ζοφερή», καθώς η πανταχού παρουσία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αφήνει ελεύθερο ένα κύμα προπαγάνδας, εναλλακτικών γεγονότων και ξαναγραψίματος της ιστορίας, προειδοποίησε η νομπελίστρια της Ειρήνης Μαρία Ρέσα σε συνέντευξή της στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Η Φιλιππινέζα δημοσιογράφος, συνιδρύτρια του ενημερωτικού ιστότοπου Rappler, η οποία μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ με τον ρώσο συνάδελφό της Ντμίτρι Μουράτοφ, αναφέρει ως απόδειξη την κατάσταση στη χώρα της.
Ο Φερντινάντο Μάρκος Τζούνιορ -ο γιος του δικτάτορα που επί δύο δεκαετίες κυβέρνησε μέσα στον τρόμο και τη διαφθορά- θεωρείται φαβορί για τις προεδρικές εκλογές της ερχόμενης εβδομάδας, 36 χρόνια μετά την πτώση του πατέρα του.
«Φαίνεται ότι θα κερδίσει και αυτό είναι δυνατό μόνο και μόνο επειδή η ιστορία άλλαξε μπροστά στα μάτια μας», εξήγησε η δημοσιογράφος στο περιθώριο μιας εκδήλωσης στη Γενεύη για την ελευθερία του Τύπου.
Ο Μάρκος Τζούνιορ επωφελείται από ένα χάος παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με στόχο τις νεώτερες γενιές που δεν έχουν καμιά μνήμη των παραβιάσεων που διαπράχθηκαν από τον πατέρα του.
– Εναλλακτική πραγματικότητα –
Η Ρέσα υπογραμμίζει επίσης πως ο υποψήφιος αρνείται να συμμετάσχει σε τηλεμαχίες και αποφεύγει τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, μοιάζοντας έτσι να ακολουθεί το παράδειγμα άλλων πολιτικών, όπως ο Ζαΐχ Μπολσονάρο, ο πολύ αμφιλεγόμενος πρόεδρος της Βραζιλίας.
«Είναι πράγματι το πρόβλημα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: άφησαν να ανθίσει η προπαγάνδα και κυριολεκτικά επέτρεψαν σε δημόσιες προσωπικότητες όπως ο Μάρκος ή ο Μπολσονάρο να δημιουργήσουν τη δική τους εναλλακτική πραγματικότητα παρακάμπτοντας τους μηχανισμούς αντιεξουσίας» των μέσων ενημέρωσης, υπογραμμίζει και αποφαίνεται: «Αυτό δεν είναι καλό πράγμα».
Μπροστά σ’ αυτές τις προκλήσεις, «η αποστολή της δημοσιογραφίας είναι περισσότερο σημαντική σήμερα παρά ποτέ», εξηγεί.
Για τη δημοσιογράφο, από το 2014 τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επέτρεψαν να διαδοθούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο δύο διιστάμενα αφηγήματα για την προσάρτηση της Κριμαίας από το ρωσικό στρατό και το φαινόμενο επιδεινώθηκε περαιτέρω με την εισβολή στην Ουκρανία το Φεβρουάριο.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες είναι ζωτικής σημασίας.
«Πιστεύω ότι έχουμε φθάσει σ’ ένα σημείο στο οποίο ό,τι μπορούμε να κάνουμε εμείς (οι δημοσιογράφοι) μετράει επειδή είμαστε πολύ κοντά στο χείλος του βαράθρου», λέει.
– Θυσίες –
Για τη νομπελίστρια της Ειρήνης δεν υπάρχουν προστασίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκθέτουν πολύ περισσότερο τους δημοσιογράφους στις απειλές και τις επιθέσεις.
«Τώρα, κάθε φορά που γράφετε ένα άρθρο που προσπαθεί να φέρει την εξουσία αντιμέτωπη με τις ευθύνες της, οφείλετε να είστε προετοιμασμένοι ότι θα δεχθείτε προσωπική επίθεση», εξηγεί η Ρέσα, η οποία κινδυνεύει η ίδια με 100 χρόνια κάθειρξη επειδή κατήγγειλε τις παραβιάσεις του προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε.
Όμως, μολονότι το βραβείο Νόμπελ ήταν μια «ανακούφιση», επειδή κατέδειξε πως η επιτροπή είχε καταλάβει καλά σε πιο σημείο έχει δυσκολέψει η δουλειά των δημοσιογράφων και πως «οι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί», δεν προστάτευσε ωστόσο την Ρέσα από τις δικαστικές διώξεις. Αντιθέτως «αυτές επιταχύνθηκαν», εξήγησε.
Η ίδια υπογραμμίζει πως είναι άδικο «να ζητείται από τους δημοσιογράφους να κάνουν όλες αυτές τις θυσίες» και καλεί τις κυβερνήσεις και τη διεθνή κοινότητα να πάρουν στα χέρια τους τα πράγματα και να επιβάλουν κανονιστικές ρυθμίσεις σ’ αυτές τις τεχνολογίες, που έχουν μεταμορφώσει την κοινωνία μας της ενημέρωσης.
«Χρειάζονται προστασίες ώστε να μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας», τονίζει.
Στο μεταξύ, οι δημοσιογράφοι «δεν έχουν άλλη επιλογή» και οφείλουν να συνεχίσουν να υπερασπίζονται τη δημοκρατία όσο καλύτερα μπορούν, επισημαίνει η Ρέσα: «Επιχειρούμε να σταματήσουμε το ποτάμι με γυμνά χέρια, ελπίζοντας ότι η υπόλοιπη κοινωνία θα πάρει τη σκυτάλη».