Ο Μονέ ήταν κρυφός και μανιώδης συλλέκτης που αγόραζε έργα τα οποία συχνά ήταν απομακρυσμένα από τη δική του ζωγραφική, όπως δείχνει η έκθεση – αποτέλεσμα λεπτομερούς έρευνας τεσσάρων χρόνων – που εγκαινιάζεται σήμερα στο παρισινό Μουσείο Marmottan και θα διαρκέσει έως τις 14 Ιανουαρίου.
«Είμαι εγωιστής. Η συλλογή μου είναι μόνο για μένα… και για μερικούς φίλους», δηλώνει ο Κλοντ Μονέ (1840 – 1926) γύρω στο 1900 στους δημοσιογράφους που τον επισκέφτηκαν στην κατοικία του στο Ζιβερνί, στην περιοχή της Νορμανδίας. Ορισμένοι μεταξύ αυτών έχουν το προνόμιο να ανακαλύψουν τα έργα που είχε συλλέξει ο ζωγράφος, ο οποίος μερικές φορές διηγείται τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα απέκτησε.
Παρά τις μαρτυρίες αυτές, «ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι’ αυτή τη συλλογή», υπογραμμίζει η Μαριάν Ματιέ, που επιμελείται την έκθεση με τον Ντομινίκ Λομπστάιν. Όταν ο Μονέ πεθαίνει το 1926, μια λίστα απογραφής καταρτίζεται από ειδικούς του εμπόρου Μπέρνχαϊμ, αλλά το έγγραφο αυτό καταστρέφεται κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα έπρεπε λοιπόν να ξαναρχίσουμε από το μηδέν, εξηγούν οι δύο ιστορικοί τέχνης. Για τη συλλογή, οι δυο τους κατέφυγαν σε όλες τις δυνατές πηγές τεκμηρίωσης: κατάλογοι, πρακτικά πώλησης, αλληλογραφίες, κατάλογοι απογραφής, βιβλία αποθήκης ορισμένων γκαλερί…
«Καταρτίσαμε μια πρώτη λίστα που περάσαμε από ακτίνες Χ» για να φθάσουμε σε ένα σύνολο 120 έργων περίπου, δηλώνει η Μαριάν Ματιέ. «Μια λεπτομερής δουλειά που επίσης επέτρεψε να φτιάξουμε ένα παράλληλο χρονολόγιο της συλλογής και της ζωής του Μονέ.»
Στην αρχή της καριέρας του, ο Μονέ δεν έχει χρήματα να αγοράζει έργα, αλλά δέχεται πίνακες φίλων καλλιτεχνών. Είναι απρόθυμος να αποτελέσει το θέμα ενός πίνακα μαζί με τη σύζυγό του Καμίλ. Ο μόνος που τελικά έκανε το πορτρέτο του ζεύγους είναι ο Εντουάρ Μανέ. Ένας πίνακας που δείχνει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί, όπου το πρόσωπο του Μονέ είναι μουτζουρωμένο και τον οποίο, ωστόσο, ο Μονέ θα κρατήσει σε όλη τη ζωή του.
Μετά την εποχή των δώρων, ακολουθεί αυτή των ανταλλαγών. Πολύ φίλος της Μπερτ Μοριζό, ο Μονέ της προσφέρει το 1884 ένα υπέροχο ιταλικό τοπίο, τον πίνακα «Les villas à Bordighera», για το σπίτι που αυτή μόλις είχε χτίσει. Μετά τον θάνατο της Μοριζό το 1895, η κόρη της Ζυλί Μανέ πραγματοποιώντας την επιθυμία της μητέρας της προτείνει στον Μονέ να διαλέξει έναν πίνακα από τους 300 μιας αναδρομικής έκθεσης. Αυτός παίρνει τον πίνακα «Julie Manet et sa levrette Laerte».
Με τον Πισαρό, η κατάσταση είναι πιο τεταμένη. Ο Μονέ δανείζει 15.000 φράγκα στο ζευγάρι για να αγοράσει σπίτι στο Ερανί. Ωστόσο σε αντάλλαγμα διεκδικεί τον πίνακα «Paysannes plantant des rames», που εκτιμούν ιδιαίτερα οι κριτικοί της εποχής. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο Πισαρό έχει δωρίσει το έργο στη γυναίκα του Ζυλί, η οποία αρνείται κατηγορηματικά να το δώσει. Ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος επιμένει και τελικά δικαιώνεται.
Μια επιμονή που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση καθώς ο πίνακας αυτός είναι έργο του νεο – ιμπρεσιονισμού, ρεύμα με το οποίο ο Μονέ είχε αρνηθεί να εκθέσει έργα του. «Ένα δείγμα διχοτομίας μεταξύ των δηλώσεών του και των έργων που συλλέγει», παρατηρεί η Ματιέ.
Η πρώτη αγάπη του Μονέ για τον Σεζάν είναι ο «Σκιπίων, ο Νέγρος»(1865), πίνακας που αποτελεί δανεισμό ειδικά για την έκθεση από το Μουσείο Καλών Τεχνών του Σάο Πάολο.