Θεσπρωτή καλλονή, οδαλίσκη του Αλή Πασά και μετέπειτα σύζυγός του. Η Βασιλική Κονταξή γεννήθηκε στη Πλησιβίτσα των Φιλιατών (σημερινό Πλαίσιο) το 1789 και ήταν κόρη του προύχοντα της περιοχής Κίτσου Κονταξή και αδελφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και του Σίμου Κονταξή. Μια υπόθεση κατασκευής κίβδηλων νομισμάτων, στην οποία αναμίχθηκε ο πατέρας της και κάτοικοι της Πλησιβίτσας, την έφεραν κοντά στον Αλή Πασά, σε ηλικία μόλις 12 ετών.
Η μικρή Βασιλική ζήτησε έλεος για τον συλληφθέντα πατέρα της από τον γέροντα αυθέντη της Ηπείρου. Ο Αλή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, όχι μόνο χάρισε τη ζωή στον πατέρα της, αλλά διέταξε τους άνδρες του να μην ξαναενοχλήσουν το χωριό. Το τίμημα για τη Βασιλική ήταν να γίνει το πολύτιμο πετράδι του χαρεμιού του Αλή Πασά, ο οποίος το 1808 τη νυμφεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της πρώτης του συζύγου Εμινέ.
Η Βασιλική χρησιμοποίησε τη δύναμή της προς όφελος των Χριστιανών, πολλούς από τους οποίους τους αποσπούσε την τελευταία στιγμή από τα χέρια του δημίου. Τέτοια ήταν η επιρροή της πάνω στον Αλή, ώστε όχι μόνο δεν εξισλαμίστηκε, αλλά απαίτησε και πέτυχε να μετατρέψει ένα δωμάτιο του χαρεμιού σε παρεκκλήσιο με τακτικό ιερέα. Την επιρροή της Βασιλικής επί του Αλή Πασά απαθανάτισε η λαϊκή μούσα σε δημοτικά τραγούδια με ποιο γνωστό το:
Βασιλική προστάζει· Βεζύρ’ Αλή Πασά
βάλε φωτιά στα τόπια, κάψε τα Γιάννενα…
Η Βασιλική έμεινε πιστή στον Αλή Πασά τις τελευταίες του στιγμές στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου είχε καταφύγει μετά των εμπίστων του τον Δεκέμβριο του 1821, καταδιωκόμενος από τους άνδρες του Χουρσίτ Πασά. Λίγο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Αλή διέταξε τον μυστικοσύμβουλό του Θανάση Βάγια να σκοτώσει τη Βασιλική, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του. Ο Βάγιας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ελληνισμού, άγνωστο γιατί δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ίσως επειδή η Βασιλική γνώριζε το μυστικό των θησαυρών του Πασά των Ιωαννίνων.
Τον Φεβρουάριο του 1822 η Βασιλική και ο Θανάσης Βάγιας συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ο πατριάρχης Άνθιμος Γ’ με τη βοήθεια του συναφιού των κρεοπωλών (ο Βάγιας είχε δουλέψει ως κρεοπώλης) κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Βασιλική, υπό την προϋπόθεση να ζει εντός του Πατριαρχείου και να βρίσκεται υπό την προστασία και την επιτήρησή του. Κατά την εξαετή παραμονή της στο Πατριαρχείο φαίνεται ότι ερχόταν σε επαφή με πρόσωπα που ήταν αναμεμιγμένα στη Φιλική Εταιρεία και την επαναστατημένη Ελλάδα.
Μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι οθωμανικές αρχές την εξόρισαν μαζί με τον αδελφό της Σίμο και τον Θανάση Βάγια στην Προύσα (Μάρτιος του 1828). Τον Οκτώβριο του 1829 τους δόθηκε η άδεια να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η Βασιλική εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο. Εκεί συναντήθηκε με τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος της παραχώρησε ένα ακίνητο και λίγα κτήματα στο χωριό Κατοχή της Αιτωλίας. Το 1831 οι δρόμοι της με τον Θανάση Βάγια χώρισαν, όταν αυτός ανέλαβε δημόσια θέση και συγκεκριμένα επιστάτης του Πρότυπου Αγροκτήματος της Τίρυνθας.
Η Κυρά-Βασιλική για το υπόλοιπο του βίου της έζησε απομονωμένη ή και περιφρονημένη στην Κατοχή. Πέθανε από δυσεντερία στο Αιτωλικό στις 11 Δεκεμβρίου του 1834, σε ηλικία 45 ετών. Οι διηγήσεις ότι πέθανε αλκοολική και πάμπτωχη ελέγχονται.
Πηγή: sansimera.gr