Στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου οι αστοί κάνουν τους ανοιξιάτικους περιπάτους και τα θερινά μπάνια τους, και το ιππήλατο τραμ σηκώνει κάθε τόσο σκόνη με τις αργόσυρτες διαδρομές του, ένα κτήριο αρχίζει να ορθώνεται κοντά στη θάλασσα, γύρω στο 1882. Δεν είναι ξενοδοχείο ή έστω εστιατόριο για τους παραθεριστές. Είναι το οινοπνευματοποιείο Μισραχή, ένα από τα πρώτα βιομηχανικά κτήρια στην περιοχή του Μπες Τσινάρ, η οποία σε λίγα χρόνια θα μετατραπεί στην πρώτη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ο 19ος αιώνας δεν επρόκειτο να φύγει από την πόλη χωρίς να αφήσει πίσω του εξελίξεις, που -ανάμεσα σε πολλά άλλα- θα άλλαζαν τη βιομηχανική ιστορία της, αλλά και τη φυσιογνωμία της, ιδίως στη δυτική πλευρά της.

Λίγα χρόνια προτού το οινοπνευματοποιείο της οικογένειας Μισραχή τεθεί σε λειτουργία, η Θεσσαλονίκη είχε αποκτήσει το πρώτο εργοστάσιό της: έναν ατμόμυλο γαλλικής ιδιοκτησίας, που πρωτολειτούργησε το 1854 και περιήλθε στην οικογένεια Αλλατίνι το 1873, όπως μαθαίνουμε από την υπό εκπόνηση διπλωματική εργασία των Θάλειας-Πελαγινής Κάλφα και Σοφίας Μέρμηγκας- Αγγελή, με επιβλέπουσα την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Μαρία Δούση, διευθύντρια στο διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα με τίτλο «Προστασία, συντήρηση και αποκατάσταση μνημείων πολιτισμού».

Ο χρόνος κυλάει, τα βιοτεχνικά και βιομηχανικά κτήρια στην περιοχή αυξάνονται και, το 1892, στο ιδιοκτησιακό σχήμα του οινοπνευματοποιείου των Μισραχή εισέρχονται άλλες δύο εβραϊκές οικογένειες, οι Αλλατίνη και Φερνάντεζ. Η μονάδα -που μέχρι τότε παρήγε υψηλού βαθμού επεξεργασμένο οινόπνευμα, με τη χρήση γαλλικού εξοπλισμού- αλλάζει χρήση και μετατρέπεται σε ζυθοποιία, η οποία το 1912 λαμβάνει την επωνυμία «Ζυθοποιείον Όλυμπος». Το νέο βιομηχανικό συγκρότημα -που έπειτα από διαδοχικές οικοδομικές φάσεις θα μετατραπεί σταδιακά σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό στους Θεσσαλονικείς απλά ως «το ΦΙΞ»- αρχίζει να λειτουργεί με τέσσερα τμήματα, το βυνοποιείο (μοναδικό στην Ελλάδα εκείνη την εποχή), το ζυθοποιείο, το εμφιαλωτήριο και το παγοποιείο.

Στο μεταξύ, λίγα χρόνια αργότερα, το 1909, αρχίζει να ξετυλίγεται στη Θεσσαλονίκη η ιστορία μιας άλλης επιχειρηματικής οικογένειας, ο δρόμος της οποίας επρόκειτο τελικά να διασταυρωθεί με τη βιομηχανική ιστορία του Μπες Τσινάρ και το ΦΙΞ. Οι αδελφοί Ιορδάνης και Παναγιώτης Γεωργιάδης από τη Νεάπολη (Νέβσεχιρ) της Καππαδοκίας ιδρύουν στην πόλη μια μικρή βιομηχανία πάγου. Το 1912, μετά από πρωτοβουλία του Ιορδάνη και με συνεργάτες και συμμέτοχους τέσσερις Ναουσαίους, το παγοποιείο επεκτείνεται στη ζυθοποίηση και δημιουργείται η εταιρεία «Ζυθοποιία Νάουσα, Βιομηχανία Πάγου, Ψυγείων Γεωργιάδης & Σια».

Σύμφωνα με τα Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής, η μονάδα ήταν κι αυτή εγκατεστημένη στο Μπες Τσινάρ, σε απέναντι οικόπεδο με τη «Ζυθοποιία Όλυμπος Α.Ε». Ο δε μηχανολογικός εξοπλισμός και οι διάφορες εγκαταστάσεις της εισήχθησαν μεταχειρισμένα από τη Βαυαρία, από ένα ζυθοποιείο που λειτουργούσε εκεί, το οποίο ουσιαστικά αποξηλώθηκε στη Γερμανία και «επανασυναρμολογήθηκε» στη Θεσσαλονίκη.

Γιατί τόση μπίρα ξαφνικά;

Αλήθεια, γιατί τέτοια στροφή προς τη ζυθοποιία ξαφνικά; Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) η Μαρία Δούση, το 1912 με τους Βαλκανικούς Πολέμους, η πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης έχει αλλάξει εντελώς: «Στην πόλη ζουν 500.000 στρατιώτες, ανάμεσα στους οποίους διάφοροι Ευρωπαίοι, ακόμα και Αυστραλοί, έναντι 100.000 κατοίκων. Οι στρατιώτες αυτοί έπιναν πολλή μπίρα και τους έβλεπες συχνά στα σικ καφενεία και ζυθοποιεία του κέντρου της Θεσσαλονίκης, οπότε στην αγορά της πόλης υπήρχε μεγάλη ζήτηση για μπίρα» λέει. Άλλωστε, στρατός και μπίρα φαίνεται πως έχουν …στενούς δεσμούς. Το πρώτο ζυθοποιείο στην Ελλάδα είχε ιδρυθεί το 1840 στην Αθήνα, από Γερμανούς που υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό. Στα επόμενα χρόνια δημιουργήθηκαν πανελλαδικά επτά ζυθοποιεία, με συνολική παραγωγική ικανότητα 510.000-770.000 λίτρων, καθώς και τρία παγοποιεία.

Ο ανταγωνισμός λοιπόν αρχίζει να γίνεται μεγάλος και οι συνθήκες απαιτούν συνένωση δυνάμεων: κατά τον Μεσοπόλεμο και συγκεκριμένα το 1920, οι ζυθοποιίες «Όλυμπος Α.Ε.» και «Νάουσα Γεωργιάδης & Σια» συγχωνεύονται και το 1925 η ετήσια παραγωγή της εταιρείας σε μπίρα φτάνει τα 60.000 εκατόλιτρα και σε πάγο τις 350.000 παγοκολόνες, σύμφωνα με τα Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής.

Στις 28 Ιουνίου του 1926, γυρίζει μια ακόμα σελίδα. Η «Κάρολος Φιξ ΑΕ», που εκπροσωπείται από τα αδέρφια Ιωάννη και Αντώνη Φιξ, απορροφά την «Όλυμπος- Νάουσα», στους μετόχους της οποίας δίδονται μετοχές της ΦΙΞ, ήδη κραταιάς ζυθοποιίας στην Αθήνα. Το 1926 σηματοδοτεί και την έναρξη μιας ακόμα οικοδομικής φάσης του βιομηχανικού συγκροτήματος: το βυνοποιείο επεκτείνεται, όπως και το ζυθοποιείο, ενώ προστίθενται βοηθητικά κτήρια (αποθήκες και γραφεία). Η πέμπτη και τελευταία οικοδομική φάση λαμβάνει χώρα από το 1950 έως το 1983, με την περαιτέρω επέκταση της ζυθοποιίας ΦΙΞ. Η πιο σημαντική επέμβαση ήταν η μεταφορά του εμφιαλωτηρίου σε νέο κτήριο, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο, όπως μαθαίνουμε από την υπό εκπόνηση εργασία των Κάλφα και Μέρμηγκα-Αγγελή.

Μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς με ευρωπαϊκό, ίσως και παγκόσμιο ενδιαφέρον

Η αρχή του τέλους για τη μικρή βιομηχανική αυτοκρατορία που δημιουργήθηκε κτήριο-κτήριο στο Μπες Τσινάρ της Θεσσαλονίκης ήρθε το 1963, «με την εμφάνιση στην αγορά της μπίρας Αmstel (της “Αθηναϊκής Ζυθοποιίας”), που τερμάτισε το μονοπώλιο της ΦΙΞ», υπενθυμίζει η Μαρία Δούση. Για ένα διάστημα, το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης, που κάποτε έσφυζε από τις διαδικασίες της παραγωγής, λειτουργούσε απλά ως εμφιαλωτήριο, μέχρι που το 1982 η Εθνική Τράπεζα διέκοψε τη χρηματοδότησή του. «Το καλοκαίρι του 1983 διεκόπη κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα» λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΑΠΘ. Για χρόνια ολόκληρα, τα κτήρια του βιομηχανικού συγκροτήματος αφέθηκαν να καταρρεύσουν, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ορισμένα εξ αυτών παρολίγον να κατεδαφιστούν.

Κι αυτό «παρότι μιλάμε για ένα εξαιρετικό βιομηχανικό συγκρότημα, τη μοναδική ολοκληρωμένη βιομηχανική μονάδα παραγωγής στον τομέα της ζυθοποιίας, που επιβιώνει σήμερα στην Ελλάδα και ένα μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς, με ενδιαφέρον όχι μόνο σε ελληνική και ευρωπαϊκή κλίμακα, αλλά ενδεχομένως και σε παγκόσμια. Μιλάμε για ένα μοναδικό συγκρότημα, που όμοιό του δεν υπάρχει. Αν είναι κάτι να συντηρηθεί από εκείνη την εποχή, είναι σίγουρα αυτό το συγκρότημα» τονίζει η Μαρία Δούση.

Όταν τα εργοστάσια μοιάζουν με παλάτια και τα κτήρια έχουν κατασκευαστικό «φιλότιμο»

Καθώς ο/η περαστικός περπατάει στην 26ης Οκτωβρίου, πηγαίνοντας από το κέντρο προς τα δυτικά, νιώθει εντυπωσιασμένος/η από τον όγκο, τα διακοσμητικά στοιχεία και τη συνολική μορφή αυτού του συγκροτήματος, που ακόμα και εγκαταλελειμμένο εκπέμπει μεγαλοπρέπεια. Όπως το θέτει ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Μιχάλης Νομικός, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, το εργοστάσιο εκείνη την εποχή «έπρεπε να είναι παλάτι, όχι απλά μια μηχανή παραγωγής».

Η Θάλεια-Πελαγινή Κάλφα λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι, αμέσως μετά την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών (όπως η ελεύθερη διάταξη των χώρων, τα μεγάλα ανοίγματα και η ευελιξία), βασικό ζητούμενο για τα βιομηχανικά κτήρια της εποχής ήταν να αποδίδουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κύρος στον ιδιοκτήτη τους. Αυτό υπογραμμιζόταν από τις διαστάσεις, την κατασκευή, τις καινοτομίες και τα διακοσμητικά τους στοιχεία, τα οποία στην περίπτωση του ΦΙΞ είναι εμφανή στους εξωτερικούς χώρους, αλλά χρησιμοποιούνται και στο εσωτερικό του, στον εξοπλισμό, τα μεταλλικά στοιχεία και τις πλάκες στήριξης.

Παράλληλα, η εμφανής οπτοπλινθοδομή των όψεων (το κόκκινο τούβλο στα κτήρια) υπογραμμίζει περαιτέρω την μοναδικότητα του συγκροτήματος, αφού το διαφοροποιεί από άλλες ελληνικές ζυθοποιίες της εποχής, καθώς «μόνο στο συγκεκριμένο συγκρότημα βλέπουμε τη χρήση του σε τόσο μεγάλες επιφάνειες».

Από την πλευρά της, η Σοφία Μέρμηγκα-Αγγελή κάνει ιδιαίτερη μνεία και στην ξεχωριστή «ογκοπλασία» του συγκροτήματος, «που δεν τη συναντάμε πολύ συχνά». Εξηγεί ότι το συγκρότημα αναπτύσσεται σε ξεχωριστούς όγκους, με αναλογίες οι οποίες αντικατοπτρίζουν κάθε φορά την εσωτερική λειτουργία του κάθε κτηρίου και μορφολογία εκλεκτικιστικού χαρακτήρα, με διάκοσμο που διαφέρει μεταξύ των διαφορετικών κτιριακών όγκων. Αυτό ήταν και απόρροια των διαφορετικών λειτουργιών, καθώς και των αλλεπάλληλων οικοδομικών φάσεων του συγκροτήματος (εξαιτίας των αλλεπάλληλων αυτών φάσεων, η αρχιτεκτονική του κτηρίου δεν αποδίδεται σε συγκεκριμένο/η αρχιτέκτονα). Η Θάλεια υπενθυμίζει, δε, ότι στα 28.000 τετραγωνικά του οικοπέδου, η κάλυψη του συγκροτήματος ανέρχεται σε 14,4 στρέμματα και η συνολική δόμηση σε 30.584 τετραγωνικά.

«Τα κτήρια αυτά έχουν κατασκευαστικό “φιλότιμο”, υπό την έννοια ότι άντεξαν τόσα, πέρασαν 150 χρόνια από τότε που χτίστηκαν, και τα τούβλα, τα κονιάματα, είναι άθιχτα. Αυτό συνδέεται με την πρωτοποριακή μέθοδο κατασκευής τους, που ακόμα και σήμερα αποτελεί μάθημα οικοδομικής τεχνολογίας. Θαυμάζουμε αυτά τα κτήρια και για τις μεταλλικές κατασκευές τους, που είναι πολύ υψηλών προδιαγραφών» σημειώνει η Μαρία Δούση, ενώ οι Κάλφα και Μέρμηγκα δίνουν στην εργασία τους περισσότερες λεπτομέρειες, αναφερόμενες μεταξύ άλλων στις εμφανείς τοιχοποιίες από τούβλο που «σηκώνουν» το βάρος του κτηρίου και στα ελεύθερα υποστυλώματα από χυτοσίδηρο, που συνδύαζαν αντιπυρικές ιδιότητες και εργονομία. Οι κεφαλαιούχοι εκείνης της περιόδου, συνεχίζει η κα Δούση, είχαν σχέσεις με αντίστοιχες βιομηχανίες στη Γερμανία και το Βέλγιο και αντλούσαν έμπνευση από αυτές, τόσο ως προς το αρχιτεκτονικό και κατασκευαστικό κομμάτι όσο και ως προς τον εξοπλισμό.

Παραλίγο …οικοδομικά μπάζα

Στο ερώτημα από πού προήλθαν τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του βιομηχανικού συγκροτήματος, πόσοι τόνοι απαιτήθηκαν και πώς μεταφέρθηκαν μέχρι εκεί, η Μαρία Δούση επισημαίνει ότι τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα και τα κεραμίδια προήλθαν από το Κεραμοποιείο Αλλατίνη στην άλλη πλευρά της Θεσσαλονίκης, προσθέτοντας: «παρότι δεν γνωρίζουμε πώς μεταφέρθηκαν, μια λογική εικασία είναι ότι αυτό πρέπει να έγινε μέσω θαλάσσης, με μαούνες και τη χρήση των γραμμών ντεκοβίλ***, καθώς θα ήταν πολύ δύσκολο τόσοι τόνοι υλικών να μεταφερθούν διαμέσου της πόλης». Ως προς τις ποσότητες δομικών υλικών που χονδρικά απαιτήθηκαν, διευκρινίζει ότι δεν έχει μέχρι στιγμής καταμετρηθεί, ενώ σε ερώτημα για το ποιοι εργάστηκαν για την κατασκευή του βιομηχανικού συγκροτήματος απαντά πως πιθανότατα ήταν εργάτες από τον τοπικό πληθυσμό και μάλιστα από διάφορες γενιές, καθώς οι παλαιότεροι δίδασκαν στους νεότερους ιδιαίτερες και εξειδικευμένες μεθόδους κατασκευής.

Πώς λοιπόν έγινε μέχρι σήμερα η διαχείριση αυτού του «διαμαντιού» για την ιστορία και την αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης; Κατά την κα Δούση, «το βιομηχανικό συγκρότημα κινδύνεψε κάποια στιγμή ακόμα και με κατεδάφιση, καθώς μόλις σταμάτησε η λειτουργία του ως ζυθοποιείου ο τότε αγοραστής το είδε σαν φιλέτο προς ανοικοδόμηση».

Σύμφωνα με τον κ. Νομικό, το 1991, το συγκρότημα, ύστερα από πλειστηριασμό, περιήλθε σε ομάδα ιδιωτών, στους αδελφούς Ζαφειρίδη, τον Πάρι Παρίση και τις συζύγους τους, οι οποίοι είχαν συστήσει αρχικά την Εταιρεία «Ατλαντική Τεχνοδρομική». Το 1992 εκδόθηκε απόφαση μη χαρακτηρισμού μέρους του συγκροτήματος και οι ιδιοκτήτες εξέδωσαν άδεια κατεδάφισης τμημάτων των παλαιών κτηρίων. Το 1993 με παρέμβαση της τότε 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων έγινε αναστολή της κατεδάφισης και απεστάλησαν συμπληρωματικά στοιχεία στο υπουργείο Πολιτισμού για τον χαρακτηρισμό του μεγαλύτερου μέρους του συγκροτήματος ως διατηρητέου, κάτι που έγινε το 1994.

Όπως μαθαίνουμε από παλαιότερη εργασία της Μόνιμης Επιτροπής Αρχιτεκτονικών Θεμάτων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας/Τμήματος ΚεντρικΉς Μακεδονίας (ΤΕΕ/ΤΚΜ), των Μαρίας Δούση, Βασίλη Κονιόρδου και Βιβιάννας Μεταλληνού, μετά την παύση της λειτουργίας τους ως ζυθοποιίας το 1983, τα κτήρια είχαν γενικά εγκαταλειφθεί και δεν χρησιμοποιούνταν έως το 1995, οπότε τα μη διατηρητέα ενοικιάστηκαν σε διαδοχικούς χρήστες και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως χώροι διασκέδασης «χωρίς την άδεια της Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας».

Κατά την περίοδο 1995-2002 παρατηρήθηκαν αρκετοί βανδαλισμοί, αυθαίρετες επεμβάσεις και αφαίρεση σημαντικών οικοδομικών στοιχείων του διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος, με πιο σημαντική απώλεια ως προς τον μηχανολογικό εξοπλισμό την κλοπή των τεσσάρων χάλκινων λεβητών της βρασσαρίας του ζυθοποιείου.

Πενήντα διατηρούμενα μηχανήματα, ανάμεσα στα οποία δέκα «ιδιαίτερα σημαντικά»

Σε σχετικά πρόσφατη ομιλία του, ο κ. Νομικός είχε αναφερθεί και στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο διεπιστημονικής συνεργασίας του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών της πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, με αντικείμενο την αποκατάσταση μνημείων πολιτισμού, όπου διδάσκει. Στο πλαίσιο της έρευνας έγινε προσπάθεια ανασύνθεσης της παραγωγικής διαδικασίας του ζυθοποιείου, από την παραγωγή της πρώτης ύλης μέχρι την εμφιάλωση του τελικού προϊόντος. Διαπιστώθηκε ότι το συγκρότημα απαρτίζεται από επτά λειτουργικές ενότητες: Το βυνοποιείο, το ζυθοποιείο, το εμφιαλωτήριο, το λεβητοστάσιο, μηχανοστάσιο και συνεργεία, το παγοποιείο και το παρασκευαστήριο χυμών.

Ο δε διατηρούμενος μηχανολογικός εξοπλισμός καταγράφηκε με καρτέλες καταγραφής-τεκμηρίωσης, και από τα 50 διατηρούμενα μηχανήματα τα 10 χαρακτηρίστηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικά και προτάθηκε η διατήρηση στη θέση τους. Η έρευνα μηχανολογικού εξοπλισμού έγινε με την καθοδήγηση του μηχανολόγου Σάκη Χατζηγώγα. Το πρόγραμμα κατέληξε μάλιστα σε πρόταση αποκατάστασης- επανάχρησης του κτηρίου, με βασική αρχή «να εξασφαλίζεται η παρουσία χρήσεων και ανθρώπων όλες τις ώρες της ημέρας».

Υπενθυμίζεται ότι σήμερα πραγματοποιείται η επίσημη παρουσίαση του έργου αστικής ανάπλασης των πρώην εγκαταστάσεων της ζυθοποιίας ΦΙΞ από τη DIMAND, στην οποία αναμένεται να απευθύνει χαιρετισμό ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.

Οι δύο νεαρές αρχιτεκτόνισσες, Θάλεια-Πελαγινή και Σοφία, έχουν και τη δική τους πρόταση για τον χώρο, την οποία διατυπώνουν στην εργασία τους, στηριζόμενες σε τρεις άξονες: τη διατήρηση της υλικής και άυλης κληρονομιάς του ΦΙΞ, που αντιπροσωπεύει το παρελθόν, την ενεργοποίηση του χώρου και τη δημιουργία ενός νέου τοποσήμου για την πόλη (παρόν) και τη συμβολή του στην προώθηση νέων τάσεων για τη ζυθοποιία (μέλλον). Ως προς τον πρώτο άξονα εισηγούνται -μεταξύ άλλων- τη δημιουργία ενός «αυτοαναφορικού μουσείου» και μιας μικροζυθοποιίας μέσα στο βιομηχανικό συγκρότημα. Για τον δεύτερο, προτείνουν την απόδοση στο κοινό μεγάλου μέρους του συγκροτήματος, με τη δημιουργία δημόσιου εξωτερικού χώρου-πάρκου και την ένταξη περαιτέρω δημοσιων χρήσεων εντός του συγκροτήματος. Κι ως προς τον τρίτο άξονα, αναφέρονται σε δυναμικές δράσεις, που προσφέρουν χώρο δραστηριοποίησης σε νομάδες ζυθοποιούς, εργαστήρια και διαδραστικούς χώρους για δευτερεύουσες λειτουργίες, οι οποίες προέκυψαν ως ανάγκες από την εξέλιξη της ζυθοποιίας στο σήμερα.

Δείτε επίσης: Ένα αεικίνητο «παιδομάνι» και το ΦΙΞ ως βιομηχανικό …λούνα παρκ

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ