Ξενοδοχειακό συγκρότημα στην Πάρνηθα με μεγάλη ιστορία, που σήμερα λειτουργεί αποκλειστικά ως καζίνο. Mont Parnes στα γαλλικά σημαίνει Βουνό Πάρνηθα και αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο, που ήταν και ο εμπνευστής της δημιουργίας του.
Την πενταετία 1956-1960 οι κυβερνήσεις Καραμανλή εκπόνησαν ένα πλάνο για την ανάπτυξη των τουριστικών υποδομών της χώρας και το Μον Παρνές θα λειτουργούσε ως ατμομηχανή της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας. Για την επιλογή της τοποθεσίας του νέου ξενοδοχείου κρίθηκε ότι η γειτνίασή του με την πρωτεύουσα θα εξασφάλιζε πελατεία τέτοια, που θα μπορούσε να το καταστήσει πυρήνα ενός ευρύτερου κέντρου ορεινών δραστηριοτήτων στο βουνό της Αττικής.
Το νέο ξενοδοχείο θα καταλάμβανε επιφάνεια οκτώ στρεμμάτων στη θέση Μαυροβούνι της Πάρνηθας και σε υψόμετρο 1.078 μέτρων. Περιβαλλόταν από δάσος 850 στρεμμάτων και προβλεπόταν εκτός της ξενοδοχειακής μονάδας η κατασκευή μπανγκαλόους, εστιατορίων, ενός μικρού θεάτρου και αθλητικών εγκαταστάσεων. Είχε εκτιμηθεί ότι σε πλήρη ανάπτυξη, το Μον Παρνές θα φιλοξενούσε 3.000 άτομα το καλοκαίρι και 1.500 το χειμώνα. Μια εκτίμηση που διαψεύστηκε πανηγυρικά.
Η ανάθεση της μελέτης της κυρίως ξενοδοχειακής μονάδας ανατέθηκε στον διακεκριμένο Έλληνα αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά (1915-2005) την άνοιξη του 1958 και στα τέλη του 1959 είχε αρχίσει ήδη να προβάλλει ο όγκος της οικοδομής. Το έργο από την πρώτη στιγμή απέκτησε ένθερμους υποστηρικτές και φανατικούς πολέμιους. Οι μεν το χαρακτήριζαν «μεγαλειώδες» («ίσως η υπερμοντέρνα εξωτερική όψις του, το κάνει να μοιάζει με αεριωθούμενο έτοιμο για απογείωση» έγραψε ένας δημοσιογράφος), οι δε «έκτρωμα».
Το θέμα απέκτησε και ιδεολογική διάσταση, με την Αριστερά να κάνει λόγο «για παράδεισο των καρχαριών του πλούτου» και «παλάτι, που το ‘χτισε ο Καραμανλής με το αίμα του λαού». Είναι αλήθεια ότι το έργο υπερέβη κατά πολύ το προϋπολογισμένο κόστος του και εξαιτίας των δυσκολιών κατασκευής του.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 17 Ιουνίου 1961 με ιδιαίτερη λαμπρότητα και χλιδή. Ήταν το κοσμικό γεγονός της χρονιάς και ο αριθμός των προσκεκλημένων ξεπέρασε τους 700. Μεταξύ αυτών, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, που έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων, ο αρχηγός της ελάσσονος αντιπολίτευσης Σοφοκλής Βενιζέλος, οι ακαδημαϊκοί Ηλίας Βενέζης, Σπύρος Μελάς και Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος και πολλοί ξένοι επίσημοι.
Ιδιαίτερη λάμψη με την παρουσία τους έδωσαν οι διεθνούς φήμης ηθοποιοί Κουρτ Γιούργκενς, Αμεντέο Νατσάρι και Μισελίν Πρελ, ενώ το παρών έδωσαν δημοσιογράφοι από τα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου. Τους προσκεκλημένους διασκέδασε μέχρι πρωίας ο Γαλλοαιγύπτιος τραγουδιστής Μπομπ Αζάμ, τον οποίο συνόδευε η ορχήστρα του συνθέτη Γεράσιμου Λαβράνου. Ο πολύς κόσμος το γνώρισε μέσα από τις ασπρόμαυρες ταινίες «Ο εμίρης και ο κακομοίρης» (1964) και «Υιέ μου… υιέ μου» (1965).
Τα δύσκολα για το ξενοδοχείο ξεκίνησαν από την επόμενη μέρα. Το Μον Παρνές δεν κέρδισε την εκτίμηση και την προτίμηση των πλούσιων πελατών στους οποίους κυρίως απευθύνονταν και γρήγορα έγινε βαρίδι για τον ΕΟΤ. Το 1963 το ξενοδοχείο έφθασε να έχει λιγότερους πελάτες από ότι προσωπικό. Έτσι, διακόπηκε η χειμερινή του λειτουργία από τη σεζόν 1963-1964 και άνοιγε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες ως τόπος φυγής και απομόνωσης ζευγαριών της τότε νεόπλουτης αθηναϊκής κοινωνίας.
Με την άνοδο της χούντας το 1967 σημειώθηκαν ραγδαίες αλλαγές στη λειτουργία του. Ο γενικός γραμματέας Τουρισμού Κωνσταντίνος Μπαλόπουλος ζήτησε από τον Απόστολο Δοξιάδη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» να αναλάβει τη διαχείριση και του Μον Παρνές. Ο επιχειρηματίας διηύθυνε το ξενοδοχείο για μια θερινή περίοδο, χωρίς όμως να σημειωθεί καμιά αξιοσημείωτη αλλαγή και τότε δρομολογήθηκε η απόφαση για τη μετατροπή του σε Καζίνο. Μέχρι τότε, καζίνα στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο σε περιοχές με μεγάλη προσέλευση τουριστών, όπως η Κέρκυρα και η Ρόδος, και λειτουργούσαν έχοντας ως πελάτες κυρίως τουρίστες, ενώ το καζίνο της Πάρνηθας θα απευθυνόταν αποκλειστικά στην αθηναϊκή κοινωνία, αποσκοπώντας να δημιουργήσει μια ντόπια πελατεία.
Το 1969 το συγκρότημα του Μον Παρνές παραχωρήθηκε στον Κύπριο επιχειρηματία Φρίξο Δημητρίου, ο οποίος εκείνη την περίοδο διαπραγματευόταν με τον Αριστοτέλη Ωνάση για την αγορά του μεριδίου του στο Καζίνο του Μόντε Κάρλο και με τον Σάχη της Περσίας για τη δημιουργία Καζίνο στην Κασπία. Ο Δημητρίου παρέλαβε ένα σχεδόν εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο. Προχώρησε σε εκτεταμένες ανακατασκευές και επεμβάσεις, αλλοιώνοντας το αρχικό σχέδιο του Μυλωνά, που αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα του ελληνικού μοντερνισμού.
Η λειτουργία του καζίνο ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου του 1971 και στα εγκαίνιά του 500 αυτοκίνητα ανέβηκαν στον δρόμο της Πάρνηθας, μεταφέροντας πάνω από 2.000 Αθηναίους. Για τους τζογαδόρους της πρωτεύουσας η φράση «πάμε στο βουνό» απέκτησε νέο νόημα και σήμαινε «Πάμε στο Καζίνο». Για να εισέλθει κάποιος στον «ναό του τζόγου» χρειαζόταν η επίδειξη της φορολογικής του δήλωσης, ενώ η είσοδος ήταν απαγορευμένη για τους δημοσίους υπαλλήλους. Το 1972 η πρόσβαση στο Καζίνο έγινε ακόμη ευκολότερη με την κατασκευή και λειτουργία του τελεφερίκ, ενώ το 1974 το Μον Παρνές έπαψε να παρέχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες και επικεντρώθηκε μόνο στη λειτουργία του καζίνο.
Με τον άνεμο της «Αλλαγής» να φυσά στην Ελλάδα, το Μον Παρνές πέρασε και πάλι στη διαχείριση του ΕΟΤ το 1984, καθώς ο όμιλος Δημητρίου κηρύχθηκε έκπτωτος. Δέκα χρόνια αργότερα, με κυβέρνηση πάλι του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την ιδιωτικοποίηση του με το νόμο 2206/94. Το 1995 το κέντρο βάρους του τζόγου μετακινήθηκε από το βουνό στην παραλία, με την ίδρυση Καζίνο στο Λουτράκι και το Μον Παρνές έχασε την αίγλη του.
Από το 2003 το Καζίνο της Πάρνηθας περιήλθε στην αμερικανική Hyatt Regency, ενώ μεγάλο μέρος του κτηριακού συγκροτήματος κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Το 2010 το Υπουργείο Πολιτισμού ανέτρεψε την απόφαση αυτή και αποφάσισε την κατεδάφιση του ξενοδοχείου, για να κτιστεί ένα νέο στη θέση του.