«Ο Κώστας Λασκαράτος μας αφήνει με ένα βασανιστικό ερώτημα. Θα συνεχίσει το ελληνικό παρελθόν -ο “ελληνικός πολιτισμός” τον οποίο διεκδικεί και η Δύση- να εξελίσσεται σε έναν φίλο που μας βαραίνει και δεν ξέρει πως να πεθάνει;». Αυτό αναρωτιέται η πρύτανης του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Katherine Fleming, προλογίζοντας το βιβλίο του Κώστα Λασκαράτου «Πολιτισμός και εξωστρέφεια. Ο ρόλος των μουσείων και άλλων πολιτισμικών φορέων στην πολιτιστική διπλωματία και τη διεθνή αλληλοκατανόηση», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

 Το πρώτο βιβλίο του δημοσιογράφου και παρουσιαστή της ΕΡΤ Κ. Λασκαράτου αποτελεί μια σύγχρονη ματιά στην ελληνική πολιτιστική διπλωματία. Η εμπειρία τριών πρωθυπουργών, ενός Προέδρου της Δημοκρατίας και μιας φωτεινής προσωπικότητας που σημάδεψε την Ελλάδα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, αποτυπώνονται με ενάργεια στις σελίδες αυτής της μελέτης: «Παράδειγμα πρώτο. Όταν ξένοι διπλωμάτες ζητούν από τον γραμματέα οικονομικών του 31ου Aμερικανού προέδρου Herbert Clark Hoove να επισκεφθούν την εθνική πινακοθήκη της χώρας, ο Andrew Mello αισθάνεται πραγματικά άσχημα και συνειδητοποιεί την ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου πολιτιστικού φορέα. Παραχωρεί μάλιστα την προσωπική του συλλογή ως βάση ίδρυσής του. Παράδειγμα δεύτερο. Το 2021, έτος εορτασμού των 200 χρόνων από την εθνική παλιγγενεσία, η Ελλάδα δέχεται ένα εμβληματικό δώρο από τη γαλλική δημοκρατία η οποία παραχωρεί για ένα έτος στο ελληνικό κοινοβούλιο έναν μεγάλο τοιχοτάπητα του 18ου αιώνα με τίτλο “Η σχολή των Αθηνών”.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου κάνει λόγο για την πολιτιστική διπλωματία, η οποία συναντάται ήδη στις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στο Βυζάντιο, ενώ και κατά τον 17ο αιώνα κυριαρχεί με τις προσπάθειες μεγάλων δυνάμεων να επιβάλουν μια κυρίαρχη διπλωματική γλώσσα και να ιδρύσουν εκπαιδευτικά ιδρύματα και ιδρύματα πολιτισμού στο εξωτερικό. Αλήθειες, εμμονές, στερεότυπα, εμπόδια και ευκαιρίες. Τολμηρά μουσεία και πολιτιστικοί διάλογοι σε ακραίες συνθήκες. Παραδείγματα σωστής πρακτικής από τη διεθνή εμπειρία παρουσιάζονται εύληπτα, κάνοντας το έργο να λειτουργεί ως ένα πολύ διαφωτιστικό εγχειρίδιο για τους ανθρώπους που αγαπούν τον πολιτισμό και τη δύναμή του.

Το δεύτερο μέρος καταδεικνύει μέσα από τα παραδείγματα του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως, των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου της Αθήνας, του Κέντρου Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και του Μουσείου του Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης το πώς η πολιτιστική πολιτική δεν είναι μία και ενιαία. Επισημαίνοντας την απουσία ενός εθνικού σχεδίου πολιτιστικής πολιτικής, ο συγγραφέας λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως «είναι όχι απλώς άδικο αλλά και λάθος να αντιμετωπίζουμε τα μουσεία ως ένα ενιαίο σύνολο αφού προφανώς έχουν κοινές υποχρεώσεις (π.χ. προστασία και συντήρηση εκθεμάτων, υποδοχή κοινού κλπ), έχουν όμως και ξεκάθαρες ιδιαιτερότητες. Συνεπώς, η ύπαρξη ενός εθνικού σχεδίου και ο τρόπος που προτείνεται να υπηρετηθεί, δεν πρέπει να έρθει για να αλλοιώσει την ιδιαιτερότητα του κάθε ιδρύματος αλλά αντιθέτως για να την ενισχύσει, επιδιώκοντας μέσα από αυτήν ακριβώς την μοναδικότητα του κάθε πολιτιστικού φορέα την ικανοποίηση ενός μεγαλύτερου και ευρύτερου εθνικού σκοπού».

 Ο Μίκης Θεοδωράκης, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, είχε καταθέσει την άποψή του στον συγγραφέα. Ο μουσικοσυνθέτης διατυπώνει τολμηρά τη θέση του στο βιβλίο για τον ελληνικό λαό αλλά και τις ηγεσίες. «Η θέση του Μίκη αποτελεί σήμερα ένα αληθινό ιστορικό τεκμήριο», σημειώνει ο Κ. Λασκαράτος. Η έρευνα, η οποία αποτελεί στην ουσία μεταγραφή της διδακτορικής διατριβής του, διανθίζεται από μια σειρά συνεντεύξεων και άρθρων προσωπικοτήτων οι οποίες διαδραμάτισαν ρόλο στο πεδίο της πολιτιστικής εξωτερικής πολιτικής, όπως ο τέως ΠτΔ, Προκόπιος Παυλόπουλος και οι πρώην πρωθυπουργοί Γιώργος Παπανδρέου, Αντώνης Σαμαράς και Αλέξης Τσίπρας.

«Το βιβλίο του Κ. Λασκαράτου, πλούσιο σε υλικό και προβληματισμό, έρχεται σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή γενικά για την πολιτιστική πολιτική της Ελλάδας -στο βαθμό που υπάρχει πολιτική… Δύο λέξεις από τον τίτλο του βιβλίου θα πρέπει να μας προβληματίσουν: εξωστρέφεια και διεθνής αλληλοκατανόηση. Τα ελληνικά μουσεία δεν έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητές τους ούτε στον ένα ούτε στον άλλο τομέα», αναφέρει στο επιμύθιό του ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Princeton University Άγγελος Χανιώτης, επισημαίνοντας πως το έργο καλεί σε προβληματισμό για το πόσο δύσβατος είναι ο δρόμος προς την αλληλοκατανόηση μεταξύ των χωρών.

 Τι ακριβώς προσδοκά από τη δουλειά του ο Κ. Λασκαράτος; Όπως παρατηρεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Ευελπιστώ το βιβλίο να βρεθεί στη βιβλιοθήκη κάθε σπουδαστή ή απόφοιτου Αρχαιολογίας. Πιστεύω πως όσοι ασχολούνται με τα μουσεία ή όσοι έχουν ασχοληθεί με τον ελληνικό πολιτισμό και την πολιτιστική διαχείριση θα βρουν ένα πλούτο γνώσεων. Όμως το βιβλίο δεν αφορά μόνο αυτούς. Το παράδειγμα της Πανδημίας, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τα “διπλά εγκαίνια” της Εθνικής Πινακοθήκης, εκθέσεις για την LGBTIQA+ κοινότητα, θέματα δηλαδή μέσα από τη ζωή και την καθημερινότητά μας έχουν κεντρική θέση στη ανάπτυξη της αφήγησης».