Στη χερσόνησο της Μολυβωτής έχουν εντοπιστεί εδώ και πολλές δεκαετίες τα ερείπια τειχισμένου οικισμού των κλασικών χρόνων. Ο οικισμός αυτός συνήθως ταυτίζεται με την αρχαία Στρύμη, μια αποικία που ίδρυσαν οι Θάσιοι στη θρακική ακτή τον 7ο αι. π.Χ. Η ταύτιση αυτή, ωστόσο, δεν έχει γίνει αποδεκτή από όλους τους ερευνητές, «καθώς δεν έχει επιβεβαιωθεί από την εύρεση κάποιας επιγραφής», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Δόμνα Τερζοπούλου, προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Έβρου.

Τα πρώτα ευρήματα από την περιοχή της Μολυβωτής ήρθαν στο φως στις αρχές του 20ού αιώνα κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Την πρώτη ταύτιση με τη Στρύμη -την αποικία των Θασίων που αναφέρει ο Ηρόδοτος όταν περιγράφει την πορεία του στρατού του Ξέρξη το 480 π.Χ. εναντίον των Ελλήνων- έκανε τη δεκαετία του 1950 ο καθηγητής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Γεώργιος Μπακαλάκης.

Το 2012 σχεδιάστηκε ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα για τη χερσόνησο της Μολυβωτής, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ροδόπης, περιφερειακής υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, που εκπροσωπείται στη συγκεκριμένη περίπτωση από το πανεπιστήμιου του Princeton.

«Μολονότι δεν είμαστε σε ακόμη σε θέση να υποστηρίξουμε με απόλυτη ασφάλεια ότι ανασκάπτουμε την αρχαία Στρύμη, γνωρίζουμε σήμερα πολύ περισσότερα για τον πολεοδομικό ιστό της πόλης και τη χρονολογία ίδρυσης και εγκατάλειψης της», επισημαίνει η κ. Τερζοπούλου.

 Στο πλαίσιο του προγράμματος έχουν ερευνηθεί ανασκαφικά δύο οικίες και ένα σταυροδρόμι, έχει πραγματοποιηθεί συστηματική επιφανειακή έρευνα στην πόλη και στη χώρα της. Παράλληλα έγινε γεωμορφολογική μελέτη στην ευρύτερη περιοχή.

Η αναλυτική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της περιόδου 2013-2015 βρίσκεται σε στάδιο ολοκλήρωσης. Το 2019 δρομολογήθηκε η συνέχιση του προγράμματος για άλλα πέντε χρόνια, αλλά το 2020 και το 2021 -λόγω πανδημίας- δεν πραγματοποιήθηκαν εργασίες.

Η αποτύπωση -μέσω γεωφυσικής διασκόπησης- ενός μεγάλου δημόσιου κτηρίου, όπου είχαν εντοπιστεί παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη που σχετίζονται μάλλον με κάποιο ιερό, σε απόσταση περίπου 5χλμ. βόρεια των τειχών, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς όπως τονίζει η κ. Τερζοπούλου, «στην πόλη έχουν αποκαλυφθεί τμήματα οικιών και δρόμων όχι όμως δημόσια οικοδομήματα».

Στην πόλη έχει εντοπιστεί, επίσης, μικρό τμήμα από το εντυπωσιακό υδραγωγείο της και τα δύο λιμάνια της. Στην πολεοδομική οργάνωση της πόλης εφαρμόστηκε τον 4ο αι. π.Χ. το ιπποδάμειο σύστημα. Στα κινητά ευρήματα της ανασκαφής, εκτός από τα άφθονα θραύσματα πήλινων αγγείων και εμπορικών αμφορέων, περιλαμβάνονται πολυάριθμα χάλκινα και αργυρά νομίσματα, πήλινα υφαντικά βάρη, μολύβδινοι πεσσοί σφενδόνης και μολύβδινα σταθμία, πήλινα ειδώλια, μεταλλικά μικροαντικείμενα, κοσμήματα, λίθινες μυλόπετρες κ.ά.

Η ανασκαφή και η επιφανειακή έρευνα θα συνεχιστούν το καλοκαίρι του 2022. Εκ μέρους της ελληνικής πλευράς στο πρόγραμμα συμμετέχουν οι αρχαιολόγοι Δόμνα Τερζοπούλου και Μαρίνα Τασακλάκη (Εφορεία Αρχαιοτήτων Ροδόπης) και εκ μέρους της αμερικανικής πλευράς επικεφαλής είναι ο Nathan Arrington, επίκουρος καθηγητής του πανεπιστημίου του Princeton, οι οποίοι θα δώσουν τη νεότερη εικόνα της ανασκαφής στο συνέδριο για τις αρχαιολογικές εργασίες του έτους 2021 στη Μακεδονία και τη Θράκη, που θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά από τις 10 έως τις 11 Μαρτίου 2022.

«Η εικόνα που έχουμε διαμορφώσει έως σήμερα για την πόλη στη Χερσόνησο της Μολυβωτής είναι αυτή μιας δυναμικής ελληνικής αποικίας, η οποία ανέπτυξε έντονη εμπορική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του 5ου και -κυρίως-του 4ου αι. π.Χ. Ο λόγος για τον οποίον η πόλη εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. προφανώς σχετίζεται με τα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία όλων των αποικιών και των εμπορικών εγκαταστάσεων της θρακικής ακτής», σημειώνει η προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Έβρου.

Η συχνή παρουσία ερυθρόμορφης αττικής κεραμικής του 5ου αι. π.Χ., τα θραύσματα μελαμβαφούς και αβαφούς κεραμικής του 4ου αι. π.Χ. καθώς και τα πολυάριθμα τμήματα εμπορικών αμφορέων από τη Θάσο και άλλα κέντρα του βόρειου Αιγαίου, του νοτιοανατολικού Αιγαίου, της Χίου και της κεντρικής Ελλάδας βοήθησαν τους ερευνητές να αποκαταστήσουν το πλέγμα των εμπορικών σχέσεων της ελληνικής αυτής αποικίας στα παράλια της Θράκης κατά τη διάρκεια των κλασικών χρόνων.

«Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νομισμάτων του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. προέρχονται από το ακμαίο νομισματοκοπείο της Μαρώνειας, διαφωτίζει τη στενή σχέση της Μαρώνειας και της Στρύμης, η οποία αναφέρεται και στις αρχαίες πηγές. Η συστηματική επιφανειακή έρευνα εντός και εκτός των τειχών της πόλης, πρόσφερε πληθώρα πληροφοριών για την οργάνωση και χρήση του χώρου καθώς και για το χρονολογικό εύρος κατοίκησης της ευρύτερης περιοχής», επισημαίνει η κ. Τερζοπούλου.

Με τη βοήθεια της παλυνολογικής ανάλυσης – εξέτασης της χλωρίδας παλαιοτέρων περιόδων- διαπιστώθηκε ότι οι καλλιέργειες στην ευρύτερη περιοχή ξεκίνησαν ήδη από την εποχή του Χαλκού, ενώ γύρω στο 1000 π.Χ. εντατικοποιήθηκε η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή, γεγονός που αποδεικνύει ότι πολύ πριν από την έλευση των Ελλήνων αποίκων τον 7ο αι. π.Χ., στην περιοχή κατοικούσαν διάφορα θρακικά φύλα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ