Σπυριδωνία Κρανιώτη
Ο Γρηγόρης Καραντινάκης είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της γενιάς του καθώς έχει διαγράψει μια επιτυχημένη πορεία στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, με σημαντικές συνεργασίες.
Μερικές μόνο από τις ταινίες και σειρές που σκηνοθέτησε και αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό είναι η «Χορωδία του Χαρίτωνα»,«Σμύρνη μου αγαπημένη», «Γιούγκερμαν», «Ζευγάρια», «Οι Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα», «Νούμερα», «Μετά τη φωτιά».
Αυτή την περίοδο ο αξιόλογος καλλιτέχνης παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα παράσταση, η οποία έχει κερδίσει τις εντυπώσεις και όλα δείχνουν πως θα γίνει το νεό talk of the town.
«Θέλω να συνεχίσω να πιστεύω και στην αγάπη και στον έρωτα. Στις εποχές της βαρβαρότητας που ζούμε, μέσα από την αγάπη μας για τον άλλο, μπορούμε να καταγγέλλουμε την αδικία και να την αντιπαλεύουμε» αναφέρει μεταξύ άλλων ο Γρηγόρης Καραντινάκης με αφορμή την παράστασή του «Golfώ» και συμπληρώνει: «Ξέρετε σήμερα, που ο κάθε ένας μπορεί ελεύθερα τη σκοταδιστική άποψή του, να στην πετάει ανερυθρίαστα στα μούτρα, η αγάπη είναι μια σταθερά για να μπορέσεις να συνεχίσεις και να ελπίζεις, πως η κληρονομιά που θα αφήσουμε δεν θα είναι αυτή η βαρβαρότητα και ο μισανθρωπισμός μόνο».
Ο αξιόλογος καλλιτέχνης σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη στη Ζούγκλα μίλησε για την παράστασή του «Golfώ», την αγάπη και τον έρωτα, το «Το κούρεμα του Στάλιν» και την αιφνιδιαστική διακοπή της σειράς «Μετά τη Φωτιά».
Πείτε μας λίγα λόγια για την παράστασή σας «Golfώ»
Η «Golfώ» είναι μια παράσταση επάνω στη διασκευή της Ηρώς Κισσανδράκη, που βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Σ. Περεσιάδη. Είναι μια διασκευή που δεν φοβάται να αναδείξει τα κωμικά στοιχεία του έργου και να τα περιπλέξει με τα συναισθηματικά και δραματικά στοιχεία. Στην παράσταση καθοριστικό ρόλο παίζουν οι δύο Άγγλοι περιηγητές που υπάρχουν και στο πρωτότυπο κείμενο. Αυτοί λοιπόν, ως «Από μηχανής Θεοί», σχολιάζουν ως Άγγλοι λόρδοι golfer’s και παρεμβαίνουν στη δράση, με έναν και μόνο σκοπό. Να δώσουν στην Γκόλφω και στον Τάσο μια δεύτερη ευκαιρία, ν’ αλλάξουν τη ροή του χρόνου, ώστε να μην ματαιωθεί ο έρωτάς τους.
Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε το συγκεκριμένο κείμενο και γενικότερα με ποια κριτήρια επιλέγετε κάθε φορά τα έργα που σκηνοθετείτε;
Όταν συζητήσαμε το έργο, που είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του ελληνικού ρεπερτορίου και έχει μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο, διαβάζοντας για το έργο και για την περίοδο που γράφτηκε το 1893, εποχή χρεοκοπίας και δανείων, εστιάσαμε σε αυτούς τους δύο Άγγλους περιηγητές του έργου, που έρχονται στα μέρη του Χελμού στο Μαυρονέρι, αναζητώντας στους καταρράκτες της Στύγας το «Αθάνατο νερό», μοιράζουν χρήμα στον Τάσο και με κάποιο τρόπο, έκαναν σε εμένα καθαρό, πως ο χρηματισμός του ήρωα είναι ένα από τα κλειδιά της παραστασιακής αφήγησης μου. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν, μιας και με ρωτάτε για κριτήριο επιλογής, είδα πως μπορώ να πω παράλληλα με την ιστορία του συγγραφέα και τη δική μου ιστορία. Αυτό και αποτελεί βασικό κριτήριο, να «μιλήσω» για πράγματα που με αφορούν, με τον τρόπο που θέλω.
Πού εστιάσατε τη ματιά σας στη σκηνοθεσία και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Στην τέχνη με ενδιαφέρουν οι ήρωες που μετεωρίζονται, αυτό δημιουργεί ενδιαφέρον και στον σκηνοθέτη και στους ηθοποιούς, αλλά και στους θεατές. Αυτό που εστιάζω πάντα είναι να βγαίνει καθαρά το νόημα, αυτού που γίνεται κάθε φορά στη σκηνή. Ο τρόπος ή το στήσιμο μιας σκηνής, μπορεί να είναι κάποιες φορές βασισμένος όχι στην ορθολογική σκέψη, αλλά σε καθαρό ένστικτο. Μετά εντάσσεται στην φόρμα και το στυλ της παράστασης. Στην κωμωδία, το δράμα ή τη φάρσα. Που είναι απλώς λέξεις. Η παράσταση έχει πολλές αποχρώσεις και πολλούς τόνους, έτσι ώστε να επιτρέπει η μία κατάσταση να εμπεριέχει ή να κυλάει ανάμεσα στην άλλη. Η δυσκολία βρίσκεται στο να παρουσιάσεις σύνθετα συναισθήματα και καταστάσεις, με τον πιο απλό τρόπο.
Τελικά υπάρχει παντοτινή αγάπη;
Θέλω να συνεχίσω να πιστεύω και στην αγάπη και στον έρωτα. Στις εποχές της βαρβαρότητας που ζούμε, μέσα από την αγάπη μας για τον άλλο, μπορούμε να καταγγέλλουμε την αδικία και να την αντιπαλεύουμε. Ξέρετε σήμερα, που ο κάθε ένας μπορεί ελεύθερα την σκοταδιστική άποψή του, να στην πετάει ανερυθρίαστα στα μούτρα, η αγάπη είναι μια σταθερά για να μπορέσεις να συνεχίσεις και να ελπίζεις, πως η κληρονομιά που θα αφήσουμε δεν θα είναι αυτή η βαρβαρότητα και ο μισανθρωπισμός μόνο.
Τι διαφορά έχει το θέατρο από τον κινηματογράφο σε ό,τι αφορά έναν σκηνοθέτη;
Υπάρχουν αρκετές διαφορές, τόσες, ώστε να αξίζουν διδακτορικό. Στο βασικό όμως και από εκεί ξεκινάνε όλα τα υπόλοιπα, ο κινηματογράφος, όχι μόνο για τον σκηνοθέτη, αλλά και για τους ηθοποιούς έχει μια σειρά από τεχνικά ζητήματα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν και κατά τη διάρκεια που σκέφτονται και κατά τη διάρκεια που λειτουργούν. Το πιο σημαντικό από όλα, είναι το σπάσιμο της αφήγησης σε πλάνα, που είναι πρωτογενές χαρακτηριστικό συστατικό του κινηματογράφου. Το θέατρο είναι το αντίθετο. Πρέπει να διεκδικείς συνεχώς τη «ροή» και του ρόλου και της παράστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της. Στο θέατρο όσο και να προσπαθούν οι σκηνοθέτες με τις video προβολές να εμφυσήσουν μια cinematic αισθητική και αίσθηση, τη δυναμική του μοντάζ ως εκφραστικό κινηματογραφικό μέσο, στο σινεμά, δεν μπορούν να την πετύχουν διότι όπου γίνεται αυτό, ακυρώνεται το κυρίαρχο εκφραστικό μέσο του θεάτρου, που είναι ο ζωντανός ηθοποιός. Αυτό πιστεύω.
Πώς βλέπετε την ανταπόκριση του κόσμου;
Ο κόσμος που βλέπει την παράσταση, σίγουρα περνάει καλά, γελάει και συγκινείται κατά τη διάρκεια και αυτό φαίνεται στο θερμό χειροκρότημα στους τέσσερις ηθοποιούς, που ενσαρκώνουν όλους τους ρόλους. Τα λόγια του κόσμου και η θέρμη στα πρόσωπά των θεατών, είναι το καλύτερο αντίδωρο για την προσπάθεια μας.
Μπορεί τελικά το θέατρο, ή ο κινηματογράφος να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση και να βελτιωθεί ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τους άλλους;
Η δυσμορφία και η βαρβαρότητα του κόσμου γύρω μας που ανέφερα και πριν, δημιουργούν την αναγκαιότητα της τέχνης. Αν ο κόσμος ήταν αρμονικός, όμορφος κι αγγελικά πλασμένος, δεν θα είχε χώρο η τέχνη, έτσι λέει ο Ταρκόφσκι. Η τέχνη υπάρχει, γιατί ο κόσμος είναι άσχημος, και γίνεται καθρέφτης μας. Δεν ξέρω ΑΝ σίγουρα θα βελτιωθεί ο τρόπος που βλέπουμε τους άλλους. Όμως σίγουρα, όταν ακούω διαμαρτυρίες, για κάποια έργα τέχνης, βλέπω το βότσαλο που έπεσε στην ακίνητη λίμνη, αυτό είναι που την εμποδίζει, μέσα στην ευχάριστη ακινησία της να βαλτώσει, το βότσαλο. Η πραγματική θέαση του εαυτού μας, μέσα από τον καθρέφτη της τέχνης και ο αναστοχασμός, μόνο καλύτερους μπορεί να μας κάνει, άρα και με καλύτερους όρους σκέψης και προσέγγισης να βλέπουμε και να ακούμε τους άλλους.
Θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφος. Με ποια σειρά θα τα βάζατε και γιατί;
Δεν τα ξεχωρίζω και δεν μπορώ να τα βάλω σε κάποια σειρά, διότι η αρχική μου ενασχόληση ήταν με το θέατρο, σπούδασα σκηνογραφία εδώ και σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεόρασης, στο εξωτερικό. Μέσα μου, καλλιτεχνικά, είναι τρία διαφορετικά μέσα έκφρασης, με διαφορετικούς τρόπους υλοποίησης. Όσο και αν φαίνεται σε μια πρώτη θέαση πως έχουν κοινά στοιχεία π.χ οι ηθοποιοί ή το κείμενο, στον πυρήνα όμως, που είναι για μένα, η χρήση του χώρου και του χρόνου, η αντιμετώπιση είναι τελείως διαφορετική. Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας και της «αλήθειας».
Υπάρχει κάποιο έργο που επιθυμείτε να σκηνοθετήσετε;
Πολλά έργα υπάρχουν, αλλά κάθε φορά το επόμενο που έρχεται είναι το κυρίαρχο. Ο Ντοστογιέφσκι με τους δαίμονες του πάντως, με απασχολεί καιρό τώρα.
Τι θα λέγατε ότι σας χαρακτηρίζει;
Υπομονή. Αλλά και επιμονή… Όπως λέει και ο Σάλιντζερ στο διήγημά του «Μια τέλεια μέρα για μπανανόψαρα», « …η υπομονή είναι ο ύψιστος δρόμος… ».
Υπάρχει κάποια αστεία στιγμή που ανακαλείτε από την πραγματικά μεγάλη και σημαντική πορεία σας;
Υπάρχει, «Το κούρεμα του Στάλιν». Σε μια μαύρη κωμωδία που έπαιζα σαν ηθοποιός, «Το ταξίδι του σύντροφου Στάλιν στην Αφρική / Comrade Stalin’s Trip to Africa» του Γεωργιανού σκηνοθέτη Ηρακλή Κβιρικάντζε, πρωταγωνιστής ήταν ένας λατρεμένος ηθοποιός στη Γεωργία, ο Ραμάζ Τσιχβάντζε, πολύ γνωστός, μύθος τότε. Στην ταινία έκανε τον σωσία του Στάλιν, που τον εκπαιδεύαμε ώστε να αντικαθιστά τον πραγματικό, όταν εκείνος βαριόταν τις δημόσιες εμφανίσεις στον λαό. Ο Ραμάζ ήταν πάντα ντυμένος με τη στολή του Στάλιν και εκτός γυρισμάτων και είχε και το μουστάκι του. Όλα τα γυρίσματα έγιναν στη Γεωργία σε ένα απομονωμένο κτήριο, μακριά από την πόλη Μπορζόμι. Είμασταν επτά ηθοποιοί εκεί. Μια φορά στις αρχές κατεβήκαμε μαζί για παρέα να κουρευτεί ο Ραμάζ. Έγινε πανικός μόλις βγήκαμε στην πόλη. Εμείς τον είχαμε συνηθίσει έτσι ντυμένο με την στολή του Στάλιν, στην πόλη όμως τρελαθήκανε φωτογραφίες με τον Ραμαζ/Στάλιν, σταματούσε η κυκλοφορία, τρελή χαρά. Μας τραβάγανε σε τραπεζώματα από το ένα μαγαζί στο άλλο. Έτσι το μάθαμε κι εμείς και κάθε τρεις μέρες του λέγαμε πως χρειάζεται κούρεμα, για να κατέβουμε στην πόλη μαζί με τον «Στάλιν», στο λαϊκό προσκύνημα, όπου τρωγοπίναμε του σκασμού. Ήταν πολύ αστείο, γιατί την έξοδο για τζάμπα φαγοπότι την είχαμε ονομάσει, «το κούρεμα του Στάλιν», ήταν κάτι ασύλληπτο, στα όρια του απίστευτου αυτό που γινόταν κάθε φορά.
Η σειρά «Μετά τη Φωτιά, παρότι αγαπήθηκε από το τηλεοπτικό κοινό κόπηκε ξαφνικά. Πώς νιώσατε με αυτήν την αιφνιδιαστική διακοπή της προβολής της σειράς;
Με ένα τεράστιο ερωτηματικό, ως ένας εκ των δημιουργών της σειράς. Μέχρι 31 Δεκεμβρίου, δεν είχαμε κάποιο δείγμα δυσανεξίας από το κανάλι. Είχε πολύ καλούς ηθοποιούς και δεμένους, στη διανομή, είχε πολύ καλό κλίμα, με τους ανθρώπους που έκαναν τη σειρά μπροστά και πίσω από τις κάμερες (120 άνθρωποι περίπου έμειναν στο κενό) με τους ανθρώπους που επέβλεπαν τη σειρά από την πλευρά του καναλιού καλή σχέση, είχε πολύ καλή ανταπόκριση και φανατικό κοινό, από την πλευρά του κόσμου. Άρα την «αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» (1 Ιανουαρίου 2024) που το μάθαμε, και αρκετοί το μάθανε από τα social, ένιωσα, ως θεατής πρώτα από όλα απαξιωμένος, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω το γιατί, πέρα από όσα διαβάσαμε και ξέρουμε όλοι από τα ρεπορτάζ. Άνθρωποι που τυχαία μαθαίνουν, πως ήμουν σκηνοθέτης της σειράς, με ρωτάνε ακόμα και τώρα, για να τους αφηγηθώ τη συνέχεια της.
Tι ονειρεύεστε για την καλλιτεχνική σας διαδρομή;
Ηρεμία και νηφαλιότητα πρώτα από όλα. Ύστερα να μου δοθεί «χώρος» και χρόνος, να υλοποιήσω αυτά που σκέφτομαι!
Yπάρχει κάτι άλλο που ετοιμάζετε φέτος;
Υπάρχει μια ταινία που είναι στη φάση του σεναρίου, ακόμα δεν μπορώ να ανακοινώσω κάτι πιο συγκεκριμένο, αλλά έχει να κάνει με την σύγχρονη βαρβαρότητα. Υπάρχουν κάποιες συζητήσεις για θέατρο, αλλά και κάποιες συζητήσεις για τηλεόραση.
Info
Ερμηνεία: Λευτέρης Βασιλάκης, Μαρία Δαμασιώτη, Ηρώ Κισσανδράκη, Γιώργος Κοσκορέλλος
Παραστάσεις: Από Σάββατο 9 Μαρτίου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 19:00
Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι