Τα ζώα αποτινάσσουν τον ζυγό των ανθρώπων αναζητώντας την ουτοπία. «Εξέγερση» είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος του Πολωνού συγγραφέα Βλαντίσλαβ Στανίσλαβ Ρέιμοντ (1867-1925). Αυτό το «Παραμύθι» ή «Θρύλος», όπως είναι ο υπότιτλος στο πρωτότυπο, ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα του Ρέιμοντ, κυκλοφόρησε σε αυτόνομη έκδοση το 1924 και την ίδια χρονιά ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υποσκελίζοντας συνυποψηφίους όπως οι Τόμας Μαν, Τόμας Χάρντυ και Τζορτζ Μπέρναρντ Σω. «Στο έργο, ο Ρέιμοντ μας λέει ότι ο αγώνας για την ουτοπία είναι εξ αρχής χαμένος γιατί δεν έχει χειροπιαστό στόχο» επισημαίνει η μεταφράστριά του, Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εντεταλμένη διδάσκουσα Πολωνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Τμήμα Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών ΕΚΠΑ, η οποία στη σκευή της έχει μεταφράσεις στη γλώσσα μας έργων των Όλγκα Τοκάρτσουκ και Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ, μεταξύ άλλων.
Ξεναγώντας μας στο μυθιστόρημα, η Αναστασία Χατζηγιαννίδη τονίζει ότι η εικονοποιία της φύσης το διαπερνά· οι εικόνες περιγράφουν το μεγαλείο της φύσης που αποτελείται από ομορφιά: «Ο ήλιος έπαιζε τον ύμνο του μεσημεριού· ο πυρωμένος αέρας παλλόταν στη μουσική της λαύρας και όλες οι φωνές της φύσης – και ήταν αναρίθμητες – ενώνονταν σε αυτή τη χρυσή συμφωνία φωτός. Τα πάντα ήταν ήχος, χρώμα και συνάμα ένα φασματικό περίγραμμα.» Αποτελείται όμως και από βιαιότητα: «Και να, από τα χωράφια της σίκαλης έφτασε το διαπεραστικό κλάμα του λαγού που πνιγόταν. […] Οι κουκουβάγιες σταμάτησαν ξαφνικά τις ερωτικές τρίλιες και σκόρπισαν τα πούπουλά τους σαν ματωμένο περιάνθιο. […] Αυτό συνέβαινε κάθε λίγο και σχεδόν σε κάθε γωνιά δινόταν αδυσώπητη μάχη για τη ζωή.» Καθώς προχωρά το έργο, οι εικόνες δημιουργούν υποβλητική ατμόσφαιρα ανοικειότητας και δυστοπίας: «Όλα χάθηκαν σε ένα αδιαπέραστο γκρίζο, ενώ κάτω από το σφυροκόπημα των αδιάκοπων βροντών η γη έμοιαζε να γκρεμίζεται σε απύθμενο βάραθρο. Όλη η πλάση είχε παγώσει από θανάσιμο τρόμο. Ασύλληπτες δυνάμεις ποδοπατούσαν την τρεμάμενη γη. Τον όλεθρο έψαλλαν οι κεραυνοί. Όλεθρο ούρλιαζαν οι ανεμοθύελλες που σηκώνονταν στο σκοτάδι, κι έμοιαζε η γη με κουρνιαχτό που έσερναν μέχρι το άπειρο.»
Η ιδέα της εξέγερσης γεννιέται στο μυαλό του σκύλου Ρεξ από την προσωπική ανάγκη εκδίκησης για τις αδικίες που έχει υποστεί από τους ανθρώπους, αναφέρει η μεταφράστρια: «Τον έδιωξαν από το σπίτι και τον έσπρωξαν στο ναδίρ της δυστυχίας. Ολοένα και πιο έντονα ένιωθε την αδικία. Ήταν μια ανεπούλωτη πληγή από την οποία έσταζε στην καρδιά του η επιθυμία να εκδικηθεί άγρια τον άνθρωπο.» Αναλογιζόμενος τον άνθρωπο, ο Ρεξ σκεφτόταν: «Αυτό το δίποδο διαφέντευε μονάχο του τον κόσμο. Κάτω από τη στυγνή κυριαρχία του ζούσαν όλα τα πλάσματα. Ο θάνατος και η ζωή ήταν στην εξουσία του. Ήταν παντοδύναμο! Ο δημιουργός και μαζί ο δήμιος των πάντων.»
Στο δάσος όπου ο Ρεξ έχει καταφύγει δέχεται μαθήματα περί ελευθερίας από τον μπούφο, ο οποίος του λέει: «Οι άνθρωποι σε δίδαξαν την ελευθερία τους με το ραβδί και την πείνα. […] Για να εκτιμήσεις την ελευθερία, πρέπει να γεννηθείς ελεύθερος.» Τα λόγια των γερανών για μέρη μακρινά του ξυπνούν την επιθυμία να αναζητήσει εκεί την ευτυχία και την ελευθερία, επισημαίνει η Αναστασία Χατζηγιαννίδη: «Η ιδέα να μεταναστεύσει εκεί από όπου έρχονται οι γερανοί, σε εκείνους τους ευλογημένους τόπους, όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι και κυριαρχεί η ελευθερία και η ευτυχία.» Ωστόσο, το να φύγει μόνος του για μέρη μακρινά, δεν είναι τρόπος για να εκδικηθεί τους ανθρώπους, γιατί δεν θα λείψει σε κανέναν. Έτσι δεν θα ικανοποιηθεί το ένστικτο της εκδίκησης, οπότε εμπλέκει όλα τα ζώα και με το σύνθημα «Η εκδίκηση είναι ο νόμος των αδικημένων» τα ξεσηκώνει να αφήσουν τον άνθρωπο. Αυτό θα είναι η τέλεια εκδίκηση! Επενδύει το σχέδιό του με μπόλικη ιδεολογία, υποσχέσεις, οράματα και ξεσηκώνει τα ζώα προς τη Γη της Επαγγελίας, προς μία ουτοπία, σε μία περιπέτεια που ούτε κι ο ίδιος ξέρει πού θα καταλήξει, συνεχίζει η μεταφράστρια. Και επιδιώκει ισότητα: «Δεν τους ταλανίζει η καθημερινή έγνοια της επιβίωσης, επειδή γι’ αυτή δουλεύουν χιλιάδες επί χιλιάδων δικά μας γένη, δουλεύουν τα νερά, ο αέρας, ο ήλιος, η γη και όλη η πλάση. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δύναμής τους. Λείπουν οι δούλοι και τελειώνει το μεγαλείο τους. Θα γίνουν πιο άθλιοι και ανυπεράσπιστοι από εμάς τους ίδιους. Τότε θα επικρατήσει πραγματική ισότητα!»
Καλεί τα ζώα σε εξέγερση: «Ήρθα για να απελευθερώσω το γένος μας από την ανθρώπινη αθλιότητα. Ετοιμαστείτε.» Αφοσιώνεται σε αυτή τη μεγάλη ιδέα που πλέον του έχει γίνει εμμονή: «Πέρα από αυτόν τον υψηλό στόχο δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο.» Ενστερνίζεται τον ρόλο του ηγέτη: «Σήκωνε περήφανα το κεφάλι, αγκαλιάζοντας με αίσθημα φροντίδας τον κόσμο όλο, είχε πλέον αυτοανακηρυχθεί άρχοντας και κύριός του» γράφει ο Ρέιμοντ.
Αν και ο Ρεξ ταυτίζει τη μοίρα του με αυτή των οικόσιτων ζώων που ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται, στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε ίδιος ούτε ίσος με αυτά· αντιθέτως, είναι ένας εκλεκτός του ανθρώπου, που έχει μεγαλώσει με αυτόν, γνωρίζει τους τρόπους και τον λόγο του και έχει υιοθετήσει τη συμπεριφορά του, υπογραμμίζει η μεταφράστρια. Σε πολλά σημεία επισημαίνεται πως ο Ρεξ έχει ανθρώπινα στοιχεία: «Παλιότερα δεν τον ένοιαζε τι γινόταν έξω από το αρχοντικό: ένιωθε σαν το αφεντικό του και αντιμετώπιζε όλα τα πλάσματα σχεδόν σαν άνθρωπος. Υπήρχαν για να τα πνίγει, να τα κυνηγάει και να τα χρησιμοποιεί για παιχνίδια. Ανάλογα με την εντολή του κυρίου του. Τα χώριζε από τον ίδιο ένα απύθμενο βάραθρο που έμοιαζε σχεδόν με αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης».
Ο ηγέτης ανδρώνεται· είναι εντυπωσιακή η εικόνα του πώς από την αθλιότητα φτάνει να παίρνει ύψος και να γίνεται σαν λιοντάρι. Στη αντιπαράθεση των ζώων με τους ανθρώπους, «ο Ρεξ, διασχίζοντας σαν ανεμοστρόβιλος το πεδίο της μάχης καβάλα στο μαύρο άλογο, τραγούδησε το άγριο άσμα του θανάτου ή της νίκης.» Ο ηγέτης συμπεριφέρεται σαν αυστηρός πατέρας που θέλει το καλό των παιδιών του: «Εξάλλου, ενεργούσε για το δικό τους καλό». Εκστομίζει λόγια σαν η όποια «πρωτοπορία»: «Σύντροφοι, φίλοι, αδελφοί, με απόλυτη πεποίθηση σας διαβεβαιώ ότι έρχονται μέρες απεριόριστης ευτυχίας.» Ωστόσο, ένα χάσμα δημιουργείται σταδιακά ανάμεσα σε αυτόν και τις μάζες που καθοδηγεί γιατί οι ψεύτικες υποσχέσεις που έχει δώσει είναι περισσότερες από την τροφή που βρίσκουν τα ζώα στην επίπονη πορεία τους προς την ελευθερία και, ως γνωστόν, το στομάχι δε γεμίζει με υποσχέσεις: «Η δυσπιστία αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Ένα αόρατο χάσμα βάθαινε ανάμεσά τους.»
Η εσωτερική πάλη του Ρεξ είναι διαρκής. Την ημέρα της αναχώρησης των εξεγερμένων ζώων, ο Ρεξ, ήρεμος «παρατηρούσε το χάος που εκτυλισσόταν τριγύρω του. Ήταν βυθισμένος ολόκληρος στις φλόγες, σε ρίγη έξαψης, όμως ακίνητος σαν βράχος μέσα σε ανεμοστρόβιλους και τρικυμίες. […] η μετάδοση τόσων συναισθημάτων και επιθυμιών τού έσφιγγαν την καρδιά. […] Και τα μουγκρητά, τα ποδοβολητά, τα φτεροκοπήματα και τα δάση που παράδερναν απεγνωσμένα τον τύλιγαν σαν κορώνα. […] Έσπασαν οι δυσβάσταχτες αλυσίδες, ηττήθηκε ο προαιώνιος εχθρός, οι σκλάβοι κατατρόπωσαν τους τυράννους και να που τώρα όλες οι καρδιές και όλες οι ψυχές σκιρτούν στο ένα και μοναδικό ιερό κάλεσμα: ελευθερία! ελευθερία! ελευθερία!» γράφει ο Ρέιμοντ. Κατά την πορεία όμως προς τη Γη της Επαγγελίας, το Άγνωστο για όλους, την ουτοπία, συχνά κάνει την εμφάνισή της η αβεβαιότητα που αγγίζει την απελπισία: «Βάθαινε η ανησυχία του για αυτή την διαρκώς παρατεινόμενη περιπλάνηση.» Αργότερα, όταν διαπίστωσε τον αποδεκατισμένο από τις κακουχίες λαό του, διαβάζουμε: « “Αυτοί είναι όλοι;” Ο τρόμος του έσφιγγε τον λαιμό, ανέπνεε με δυσκολία.» Και όταν η λύκαινα αμφισβητεί την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει κανείς στα αποδημητικά πουλιά, οι φόβοι γίνονται επίμονοι: «Ωστόσο και την επόμενη μέρα, στο φως του ήλιου, επανήλθαν οι ίδιες αμφιβολίες και κάποιοι περίεργοι, απροσδιόριστοι φόβοι.»
Με τις κακουχίες που βιώνουν οι εξεγερμένοι, αποδεκατισμένοι από την έλλειψη τροφής, τις καιρικές αντιξοότητες και τις όλο κινδύνους εκτάσεις που διασχίζουν, έρχονται αντιμέτωποι με το δίπολο «ελευθερία-ζωή». Ο «ηγέτης» γίνεται πλέον «τύραννος»: «Πάψε τύραννε… Κλαψουρίζεις σαν φοβισμένο κουτάβι, αλλά κανείς πια δεν σε πιστεύει. Δεν θα έρθουμε μαζί σου. Δεν θέλουμε να πεθάνουμε μέχρι τον τελευταίο. Τρέχα μόνος σου πίσω από τις κλαγγές των γερανών, κυνήγα μόνος σου τα ιδανικά σου και ψάχνε ψύλλους στ’ άχυρα. Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με την τρέλλα και να αφήσουμε να μιλήσει η λογική. Εδώ και αιώνες μας διαφέντευαν οι άνθρωποι, εδώ και αιώνες μας φρόντιζαν. Μας έκανες άγριους, άστεγους περιπλανώμενους. Οι δύστυχοι πέσαμε στην παγίδα της ελευθερίας σου. Γι’ αυτήν μας ζήτησες να αφήσουμε τη σίγουρη επιβίωση και την πατρίδα. Μας τυράννησες με τα ανόητα οράματα.» μούγκρισε ένας ταύρος. Ο Ρεξ ούρλιαξε θλιμμένα ότι θέλουν να γυρίσουν «στον ζυγό, τη σκλαβιά και τον βούρδουλα». «“Θέλουμε να ζήσουμε!” υψώθηκαν στον ουρανό χιλιάδες φωνές. “Θέλουμε να ζήσουμε!”»
Σχεδόν αναπόφευκτο σε κάθε εξέγερση να θυσιάζουν οι «εξαπατημένοι» τον ηγέτη που πλέον είναι τύραννος: «“Θάνατος στον τύραννο! Θάνατος στον προδότη! Θάνατος στον φονιά!” […] Μουγκρητά θριάμβου ανακοίνωναν σε όλον τον κόσμο τον θάνατο του τυράννου και την ξανακερδισμένη ελευθερία!» Τα εναπομείναντα ζώα άρχισαν να περιφέρονται σε αναζήτηση του ανθρώπου και, βλέποντας έναν γορίλα κάτω από έναν φοίνικα, υψώνουν ικεσίες: «Γίνε ο αφέντης μας! Κυβέρνησέ μας! Είμαστε οι πιστοί σου! Μη μας εγκαταλείπεις! […] Είμαστε δικοί σου! Κύριέ μας!»
Διακαής πόθος του Ρέιμοντ ήταν να δει την πατρίδα του ανεξάρτητη – όπως και συνέβη το 1918 – και θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός δεν επρόκειτο να συμβάλει στην πραγματοποίηση του εθνικού στόχου, υπενθυμίζει η μεταφράστρια. Έχοντας γαλουχηθεί στο ρεύμα του Θετικισμού, ο οποίος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επηρεάσει την πολωνική λογοτεχνία, ήταν ρεαλιστής και έβλεπε με σκεπτικισμό τις επαναστάσεις, οι οποίες είχαν αποβεί καταστροφικές για τους Πολωνούς στο πρόσφατο γι’ αυτόν παρελθόν. Παράλληλα, έβλεπε πως στην πράξη ο σοσιαλισμός ήταν μια ουτοπία, γιατί όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθούσε την πορεία της Ρωσίας, μετά βίας πρόλαβε να τη δει σε ειρηνική κατάσταση, προσθέτει.
Επιπροσθέτως, η ξεναγός στο μυθιστόρημα του Ρέιμοντ τονίζει ότι εκατό χρόνια αργότερα και έχοντας άλλες προσλαμβάνουσες θα μπορούσαμε να δούμε την «Εξέγερση» – που μας παρουσίασαν οι εκδόσεις Οκτάνα – και ως ένα οικολογικό μυθιστόρημα υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων.