Το ογκώδες μυθιστόρημα της A. S. Byatt «Εμμονή», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Πόλις, δεν είναι καινούργιο.

Είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1990 στα αγγλικά, γνώρισε ενθουσιώδεις κριτικές στον αγγλοσαξονικό Τύπο, συγκέντρωσε πληθώρα ακαδημαϊκών μελετών για το θέμα και για τη γλώσσα του (ή μάλλον για τις γλώσσες του) και μεταφράστηκε το 2007 στα ελληνικά με τίτλο «Αιχμάλωτα πάθη» (μετάφραση Έφη Τσιρώνη, εκδόσεις Λιβάνη). Τότε, για ποιον λόγο να συζητήσουμε ξανά για ένα βιβλίο του οποίου η ηλικία ξεπερνά τα τριάντα χρόνια, έχει αναγνωριστεί και επαινεθεί διεθνώς και είναι ήδη μεταφρασμένο στη γλώσσα μας; Μα, πρώτον γιατί αποτελεί σπουδαία λογοτεχνία και έχει την αξία την οποία έχουν τα κείμενα που όχι μόνο δεν φθείρονται από τον χρόνο, αλλά και αυξάνουν το βάρος και τη σημασία τους με την πάροδο των ετών. Δεύτερο, επειδή η Αντόνια Μπάιατ έγραψε το μυθιστόρημά της αναδεικνύοντας ζητήματα και αφηγηματικούς τρόπους σε μια κάπως πρώιμη εποχή, όταν αυτό που τόσο εύκολα ονομάζουμε σήμερα λογοτεχνικά «μεταμοντέρνο» βρισκόταν ακόμη στα σκαριά ή εν πάση περιπτώσει δεν ήταν τόσο διερευνημένο και προβεβλημένο.

Μεταφρασμένο τώρα με τον ακριβή του τίτλο, το μυθιστόρημα της Μπάιατ δεν είναι η ιστορία μίας αλλά πολλαπλών επιμονών και εμμονών. Εμμονές για τον έρωτα και το σεξ, εμμονές φιλολογικές (για τη βικτωριανή λογοτεχνία) και θεωρητικές (για το φύλο, την ταυτότητα, τον φεμινισμό και την ομοφυλοφιλία), εμμονές για τον επαγγελματικό ανταγωνισμό, εμμονές για τον χρόνο και για τους μύθους, για τα εξωτικά και για τους θεούς της λαϊκής παράδοσης της Βρετανίας ή της Βρετάνης, εμμονές για τις χαμένες ή για τις αποσιωπημένες επιστολές. Εμμονές, τέλος, για τη συμβίωση, για τον γάμο, για τις παράδοξες και για τις παράνομες σχέσεις ή και για την απιστία. Πώς ακριβώς, όμως, συμβαίνουν όλα αυτά;

Το 1986, ο Ρόλαντ Μίτσελ, ένας άσημος ερευνητής λογοτεχνίας, ανακαλύπτει τυχαία στη Βιβλιοθήκη του Λονδίνου μια άγνωστη επιστολή του βικτωριανού ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας που όπως αποδεικνύει η περαιτέρω έρευνα απευθύνεται στην ποιήτρια Κρίσταμπελ Λαμότ, την οποία η ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα έχει θεωρήσει μικρότερης σημασίας από το ποιητικό μέγεθος του Ας (όλοι οι ήρωες είναι επινοημένοι). Ο Ρόλαντ ενώνει τις δυνάμεις του με τη Μωντ Μπέιλι, που μελετά τη Λαμότ, όντας όχι μόνο ερευνήτρια, αλλά και μακρινή απόγονός της. Έτσι ξεκινάει το ταξίδι μέσα στον χρόνο και το παιχνίδι μαζί του.

Οι δύο ερευνητές διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν μανιωδώς τους δύο ποιητές όσο αναβιώνουν τους βόρειους θρύλους της Ευρώπης, σκαλίζουν με πάθος την αλληλογραφία τους, εντοπίζοντας τον εξωσυζυγικό δεσμό του Ας και την ερωτική διάθεση της Λαμότ για τους άντρες, κόντρα στην εδραιωμένη πανεπιστημιακή πεποίθηση για τον λεσβιακό της προσανατολισμό, μπαίνουν σε σφοδρό ανταγωνισμό με συναδέλφους τους και κληρονόμους των βικτωριανών εραστών και ανεπαισθήτως, πλην με μια ωραία γεωμετρία, οι πορείες των δύο ζευγαριών αρχίζουν να συγκλίνουν και ταυτοχρόνως να αποκλίνουν.

Η Μπάιατ συναιρεί στο μυθιστόρημά της τα πιο διαφορετικά είδη και υλικά: από την ιστορική μεταμυθοπλασία, που συνιστά στις ημέρες μας την πρωτοπορία του ιστορικού μυθιστορήματος, το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα (campus novel), την αστυνομική ιστορία μυστηρίου και το ύφος της βικτωριανής ποίησης (Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Άλφρεντ Τέννυσον και Κριστίνα Ροσσέττι) μέχρι την επιστολογραφία και τη λογοτεχνική ανατομία ή την ανθρωπολογική τοιχογραφία του 19ου αιώνα, όπου τα πάντα παραμένουν συγκαλυμμένα και αδήλωτα.

Συγκρίνοντας το βιβλίο της με το μυθιστόρημα του Τζον Φόουλς «Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» (1969), η Μπάιατ έχει δηλώσει πως προτίμησε να αντικαταστήσει τη θεϊκή παντογνωσία των αφηγητών του 19ου αιώνα, όπως την αντιλαμβανόταν ο Φόουλς, με μια αφήγηση που θέλει να ταυτιστεί με τον εσώτερο κόσμο και τα ανεκδήλωτα αισθήματα του Ας και της Λαμότ. Ο Ρόλαντ και η Μωντ προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν με τη σεξουαλική ελευθερία του ύστερου 20ου αιώνα τα ανομολόγητα μυστικά του βικτωριανού ζεύγους, μεταφέροντας, παρόλα αυτά, έτσι στον δικό τους δεσμό την κρυψίνοια και τη διστακτικότητα των ανιόντων τους. Όσο ο Ας και η Λαμότ ανοίγουν για τους δύο ερευνητές τα χαρτιά του μυστικού τους έρωτα τόσο μεταδίδουν στους νεότερους το κλίμα του δισταγμού και του φόβου τους για δημόσια έκθεση.

Έρωτας σε δύο εποχές με δυαδικά αντιθετικό αποτέλεσμα: ανολοκλήρωτος, πικρός ή ξεκρέμαστος για τους βικτωριανούς, παθιασμένος και πλήρης υποσχέσεων για τους νεότερους. Γράφοντας ένα κατά τεκμήριο περίπλοκο, ακόμα και δύσκολο, μυθιστόρημα, με ένα αχανές υφολογικό παλίμψηστο και με πλήθος από αφηγηματικές τεχνικές (από την ανέλιξη της πλοκής σε διπλό ιστορικό χρόνο μέχρι τη συμπλοκή πολλών και ριζικά διαφορετικών μεταξύ τους φωνών), η Μπάιατ ξέρει πώς να μη μας αφήσει στο έλεος του εγκεφαλισμού και της σχολαστικής αδηφαγίας. Κι αυτό επειδή, πριν και πάνω απ’ όλα, τα ζευγάρια της είναι εντέλει έκθετα στα θερμά τους αισθήματα, καθώς και σε όσες παγίδες συνεπιφέρουν. Ένα ρομάντζο (είτε στην ατυχή είτε στην ευτυχή του εκδοχή) για τα χρόνια της Βικτώριας, αλλά και για τον 20ο αιώνα καθώς φθίνει και ετοιμάζεται να αλλάξει περπατησιά.

Κακά τα ψέματα: πολύ λίγα από αυτά θα μπορούσαμε να χαρούμε χωρίς τη μετάφραση και τον πλούτο των ελληνικών της Κατερίνας Σχινά, που μετέφερε τους βικτωριανούς γλωσσικούς τρόπους, συν τη θηριώδη εξοικείωση της Μπάιατ με την αγγλική φιλολογία και την κοινωνιολογική, την έμφυλη ή τη λογοτεχνική θεωρία, σε ένα ευλύγιστο, χυμώδες και απέραντα πολλαπλασιαστικό σύμπαν, με δεκάδες φανερούς και κρυφούς καθρέφτες να το υποστηρίζουν και να το αντανακλούν.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ