Θεωρείται ως ένας από τους ιερότερους χώρους της Χριστιανοσύνης, ωστόσο έχει περάσει πολλά ανά το πέρασμα των αιώνων.
Ο Ναός της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ έχει υποστεί επιθέσεις, φωτιές και σεισμούς, ενώ καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε – θέτοντας ερωτήματα μεταξύ των ερευνητών σχετικά με το αν είναι όντως ο χώρος που προσδιορίστηκε ως τάφος του Ιησού Χριστού από αντιπροσωπεία που εστάλη από τη Ρώμη πριν από 17 αιώνες.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα επιστημονικών τεστ που έφτασαν στο National Geographic φαίνονται να επιβεβαιώνουν ότι τα απομεινάρια που βρίσκονται εντός της εκκλησίας είναι όντως τα απομεινάρια του τάφου που είχαν βρει τότε οι απεσταλμένοι της Ρώμης.
Δείγματα ασβεστοκονιάματος που προήλθαν από το διάστημα ανάμεσα στην αρχική, ασβεστολιθική επιφάνεια του τάφου και τη μαρμάρινη πλάκα που την καλύπτει χρονολογήθηκαν γύρω στο 345 μ.Χ. Σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, οι Ρωμαίοι ανακάλυψαν τον τάφο, τον αναστήλωσαν και έχτισαν τον ναό γύρω στο 326 μΧ. Σημειώνεται πως, μέχρι τώρα, τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία που είχαν βρεθεί εντός και γύρω του ταφικού συγκροτήματος ανάγονταν στην περίοδο των Σταυροφοριών – δηλαδή ηλικίας όχι μεγαλύτερης των 1.000 ετών.
Αν και είναι αρχαιολογικά αδύνατον να επιβεβαιωθεί πως πρόκειται όντως για τον τάφο του Ιησού του Ναζωραίου, τα νέα στοιχεία δείχνουν πως το ταφικό συγκρότημα χτίστηκε κατά την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Υπενθυμίζεται πως ο τάφος είχε ανοιχτεί για πρώτη φορά μετά από αιώνες τον Οκτώβριο του 2016, στο πλαίσιο συντήρησης από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Τα δείγματα είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια των εργασιών, και τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους παρείχε στο National Geographic η επικεφαλής της ομάδας, καθηγήτρια Αντωνία Μοροπούλου.