Τι γύρευε ένας… ρινόκερος – δηλαδή το απολίθωμα ενός οστού του δικέρατου είδους Stephanorhinus – από την Εποχή των Παγετώνων στις Μυκήνες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού; Για ποιον λόγο οι Μυκηναίοι του 13ου αι. π.Χ. αποφάσισαν να το συλλέξουν και να το φυλάξουν μαζί με άλλα αντικείμενα στο κεντρικό υπόγειο δωμάτιο του κτηρίου Θ στη Νοτιοδυτική Συνοικία της Ακρόπολης των Μυκηνών;
Μια νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Nature με τίτλο «The earliest evidence of large animal fossil collecting in mainland Greece at Bronze Age Mycenae» («Η πρωιμότερη μαρτυρία συλλογής απολιθώματος μεγάλου ζώου στην ηπειρωτική Ελλάδα στις Μυκήνες της Εποχής του Χαλκού»), προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω, φωτίζοντας ταυτόχρονα πλευρές της αρχαιότητας που ίσως να μην έχουμε σκεφτεί. Όπως την αίσθηση που είχαν οι άνθρωποι της περιόδου για τη δική τους … αρχαιότητα.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνομίλησε με τη Βασιλική Πλιάτσικα, Δρ Αρχαιολόγο, επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, την Τζάκλιν Μέιερ (Jacqueline S. Meier), Δρ Ζωοαρχαιολόγο, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Φλόριντα και Κιμ Σέλτον (Kim Shelton), και την καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχαίων Ελληνικών & Ρωμαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϋ), που υπογράφουν την έρευνα για το μοναδικό παλαιοντολογικό εύρημα των Μυκηνών: Έναν απολιθωμένο αστράγαλο ρινόκερου του είδους Stephanorhinus, του οποίου το βάρος, 500 γραμμάρια, συμπίπτει ακριβώς με μία μίνα, τη μεγάλη μονάδα μέτρησης βάρους στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Μοναδικό εύρημα
Όπως λένε οι συγγραφείς της μελέτης, η εύρεση του απολιθώματος ήταν μια έκπληξη και για εκείνες. «Ένας αστράγαλος ρινόκερου από το Πλειστόκαινο δεν είναι καθόλου κοινό εύρημα, ούτε καν για τις Μυκήνες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού – για την ακρίβεια, σύμφωνα με την έρευνά μας, αυτό είναι το πρωιμότερο γνωστό απολίθωμα που προέρχεται από αρχαιολογική ανασκαφή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το απολίθωμα προέρχεται από ρινόκερο με δύο κέρατα του είδους Stephanorhinus, ένα μεγαλόσωμο ζώο που έφθανε τους 1,5-3 τόνους και έζησε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική. Η έρευνά μας στο στάδιο αυτό εστίασε στην επιστημονική παρουσίαση του απολιθώματος ως παλαιοντολογικό εύρημα αλλά σκοπεύουμε να διερευνήσουμε το θέμα περισσότερο. Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πώς προμηθεύτηκαν οι Μυκηναίοι το απολίθωμα, αλλά παλαιοντολογικά κατάλοιπα του είδους αυτού έχουν βρεθεί και αλλού στην Ελλάδα, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και βορειότερα» αναφέρουν απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
Και προσθέτουν: «Οι Μυκηναίοι που συνέλεξαν το οστό ασφαλώς αναγνώρισαν το προφανές, ότι δηλαδή πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο και βαρύ λίθινο αστράγαλο, ο οποίος ξεχώριζε από τους οστέινους αστραγάλους των ανθρώπων και όλων των ζώων που γνώριζαν. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, να τον απέδωσαν σε κάποιο υπερμέγεθες φανταστικό, εξωτικό ή παλαιότατο ον. Το γεγονός ότι το απολίθωμα συνελέγη και κατέληξε μέσα σε ένα κτίριο της ακρόπολης οδηγεί στη βάσιμη υπόθεση ότι οι Μυκηναίοι αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για ένα μοναδικό αντικείμενο και προβληματίστηκαν για την προέλευση και την παλαιότητά του, εξ ου και το μεταχειρίστηκαν ιδιαιτέρως».
Ένας… ρινόκερος από την Εποχή των Παγετώνων στις Μυκήνες
Πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε σε κάποια τελετουργία
Στην ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο το απολίθωμα θα μπορούσε να «συμμετέχει» σε κάποια τελετουργία, οι ειδικοί απάντησαν μεταξύ άλλων ότι «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να χρησιμοποιήθηκε το απολίθωμα στο πλαίσιο κάποιας τελετουργίας, θρησκευτικής, μαγικής ή μαντικής, ή ακόμη να χρησιμοποιήθηκε ως πιόνι ή ζάρι κάποιου επιτραπέζιου παιχνιδιού (αστράγαλοι μεγάλων ζώων, ενίοτε γεμισμένοι με μόλυβδο έχουν μερικές φορές αυτή τη χρήση στην αρχαιότητα ). Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιήθηκε ως σταθμίο, αφού κατά σύμπτωση το βάρος του (500 γραμμάρια) συμπίπτει ακριβώς με μία μίνα, τη μεγάλη μονάδα μέτρησης βάρους στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού».
Ακολούθως, αναφέρθηκε ότι η ανεύρεση παλαιοντολογικών ευρημάτων σε αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά σπάνια και, ειδικά για την Εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, εξ όσων γνωρίζουμε από τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα δεδομένα, το απολίθωμα των Μυκηνών είναι μοναδικό.
Άραγε ο ρινόκερος ζούσε στον ελληνικό χώρο ή μεταφέρθηκε από κάπου μακρύτερα; «Όσο αδιανόητο κι αν φαίνεται σήμερα, ο ρινόκερος του είδους Stephanorhinus φαίνεται ότι ήταν αρκετά κοινός στην περιοχή της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, και στην Ελλάδα έχουν εντοπιστεί πολλά κατάλοιπα: Η πλησιέστερη θέση εύρεσης τέτοιων καταλοίπων είναι τα Καρνεζέικα Αργολίδας αλλά πλήθος έχει εντοπιστεί και στη Μεγαλόπολη, το Πικέρμι και αλλού στη βόρεια Ελλάδα. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση, ωστόσο, να αποκλειστεί και η περίπτωση το απολίθωμα να έφτασε στις Μυκήνες από κάπου πολύ πιο μακριά, την Τουρκία, την Ιταλία ή από αλλού».
Η δρ Πλιάτσικα αναφέρθηκε, τέλος, σε ένα από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της έρευνας που είναι η βεβαιότητα ότι οι Μυκηναίοι του 13ου αι. π.Χ. ήρθαν αντιμέτωποι με ένα τέτοιο εύρημα, το αναγνώρισαν ως κατάλοιπο υπερφυσικού ανθρώπου ή ζώου ή κάποιου φανταστικού όντος και ασφαλώς προβληματίστηκαν για την προέλευση και τη χρονολόγησή του. Αναγκαστικά, δηλαδή, σκέφτηκαν κι εκείνοι ως αρχαιολόγοι που έθεσαν ερωτήματα στο αντικείμενο που κρατούσαν. Το γεγονός ότι την ίδια ακριβώς εποχή οι κάτοικοι των Μυκηνών υπό τις εντολές του άνακτα επέκτειναν το τείχος των Μυκηνών για να συμπεριλάβουν και να αναδείξουν ένα παλαιότερο μνημείο των προγόνων τους, τον ταφικό κύκλο Α, αποδεικνύει ότι επρόκειτο για ανθρώπους που προβληματίζονταν για την ιστορία τους. Οι Μυκηναίοι, που τα έργα τους αργότερα τοποθετήθηκαν από τους Έλληνες των ιστορικών χρόνων σε μια Ηρωική Εποχή, αναζήτησαν τους δικούς τους ήρωες και έπλασαν τη δική τους μυθολογία και γενεαλογία: το δικό τους ηρωικό παρελθόν».