Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η «Κλεοπάτρα» της μεγάλης οθόνης θαυμάστηκε για την ομορφιά της, ενώ απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του παγκόσμιου Τύπου για την έντονη ερωτική ζωή της με τους οκτώ γάμους της (τους δύο με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον) και τις αμέτρητες κατακτήσεις της. Στη μεγάλη οθόνη ερμήνευσε ρόλους δυναμικών γυναικών και κέρδισε δύο Όσκαρ.
Με αφορμή την επέτειο γέννησής της, ας θυμηθούμε τις πιο σημαντικές στιγμές της καλλιτεχνικής της διαδρομής και της ζωής της.
Η Ελίζαμπεθ Ρόουζμοντ Τέιλορ γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1932, από Αμερικανούς γονείς που ζούσαν στην Αγγλία. Από πολύ μικρή ηλικία ακολούθησε μαθήματα χορού κι εμφανίστηκε με την τάξη της μπροστά στη βρετανική βασιλική οικογένεια. Με την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι γονείς της επέστρεψαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες.
Παιδί-θαύμα στον κινηματογράφο
Η ομορφιά της τράβηξε το ενδιαφέρον ενός κυνηγού ταλέντων και το 1942, σε ηλικία 10 ετών, πρωτοεμφανίστηκε ως παιδί-θαύμα στον κινηματογράφο στην κωμωδία «Κάθε λεπτό γεννιέται κι ένας» («There’s One Born Every Minute»), και ακολούθησαν οι ταινίες «Η επιστροφή της Λάσι» («Lassie Come Home», 1943) και «Ο αλήτης και η αμαζόνα («National Velvet», 1944).
Αντίθετα με πολλά παιδιά ηθοποιούς, η ωρίμασή της οδήγησε σε καλύτερους ρόλους και μεγαλύτερες υποκριτικές ικανότητες τη δεκαετία του ’50. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ερμηνείας στις ταινίες «Όσα δεν σβήνει ο χρόνος» («Raintree Country», 1957) του Έντουαρντ Ντμίτρικ, «Λυσσασμένη Γάτα» («Cat on a Hot Tin Roof», 1958) του Ρίτσαρντ Μπρουκς και «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» («Suddenly Last Summer», 1959) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς. Οι δύο τελευταίες ταινίες βασίζονται στα ομότιτλα θεατρικά έργα του Τενεσί Ουίλιαμς.
Τα δύο Όσκαρ
Το 1960 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ντάνιελ Μαν «Ζήσαμε στην αμαρτία» («BUtterfield 8» και κέρδισε το πρώτο της Όσκαρ. Ακολούθησε ένα δεύτερο για την ερμηνεία της στην ταινία του Μάικ Νίκολς «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» («Who’s Afraid of Virginia Woolf?», 1996), βασισμένο στο ομότιτλο έργο του. Με το ιστορικό δράμα του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς «Κλεοπάτρα» («Cleopatra», 1963) έγινε παγκοσμίως γνωστή. Τον ρόλο του εραστή της Μάρκου Αντώνιου υποδύθηκε ο σπουδαίος Βρετανός ηθοποιός Ρίτσαρντ Μπάρτον, με τον οποίο μοιράστηκε μία θυελλώδη ερωτική σχέση και τον οποίο παντρεύτηκε δύο φορές.
Από τις κατοπινές ταινίες αξίζει να αναφερθούν και οι: «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» («Reflection in a Golden Eye», 1967) του Τζον Χιούστον, «Το μεγάλο μυστικό της» («Secret Ceremony», 1968) το Τζόζεφ Λόουζι, «Ανεμοδαρμένος λόφος» («Boom!» 1968) του Τζόζεφ Λόουζι, «Το γαλάζιο πουλί» («The Blue Bird», 1976) του Τζορτζ Κιούκορ και «Μικρή νυχτερινή μουσική» («A Little Night Music», 1977) του Χάρολντ Πρινς.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε κάπως καθυστερημένα, το 1981, με το έργο της Λίλιαν Χέλμαν «Μικρές Αλεπούδες» («Little Foxes»), που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ.
Από τη δεκαετία του ‘80 είχε επικεντρωθεί στον αγώνα για την καταπολέμηση του AIDS και βοήθησε να συγκεντρωθούν εκατομμύρια δολάρια. Για το έργο της αυτό τιμήθηκε με ειδικό βραβείο Όσκαρ το 1993.
Οι έρωτες της ζωής της
Η ιδιωτική της ζωή απασχολούσε πάντα το κοινό. Μικροσκοπική, με κάποια περιττά κιλά από τα νεανικά της ακόμα χρόνια, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ λατρεύτηκε από τους άντρες της ζωή της. Όλοι τους προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν κάθε της επιθυμία. Ξόδευαν τεράστια ποσά για να της αγοράσουν ογκώδη διαμάντια και σπάνια σμαράγδια, τα οποία ταίριαζαν με τα μάτια της.
Ο πρώτος της σύζυγός (1951-1952) ήταν ο Κόνραντ Χίλτον, ιδιοκτήτης της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων. Ακολούθησαν οι γάμοι με τον άγγλο ηθοποιό Μάικλ Γουάιλντινγκ (1952-1957), τον θεατρικό και κινηματογραφικό παραγωγό Μάικ Τοντ (1957-1958), τον τραγουδιστή Έντι Φίσερ (1959-1964), τον ηθοποιό Ρίτσαρντ Μπάρτον (1964-1976), τον ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Τζον Γουόρνερ (1976-1982) και τον πιο ταπεινό απ’ όλους, τον οικοδόμο Λάρι Φορτένσκι (1991-1996), είκοσι χρόνια μικρότερό της. Από τους οκτώ γάμους της απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ πέθανε στο Λος Άντζελες στις 23 Μαρτίου 2011, σε ηλικία 79 ετών. Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της περιοχής με συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας.