Οι φωτογράφοι Φραντσέσκα Γούντμαν και Τζούλια Μάργκαρετ Κάμερον είναι δύο από τις γυναίκες με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της φωτογραφίας.
Έζησαν με διαφορά ενός αιώνα, η Κάμερον εργάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σρι Λάνκα από τη δεκαετία του 1860 και η Γούντμαν στην Αμερική και την Ιταλία τη δεκαετία του 1970.
Στις δύο φωτογράφους είναι αφιερωμένη η έκθεση «Francesca Woodman and Julia Margaret Cameron – Portraits to Dream In» στην Εθνική Πινακοθήκη Ποτρέτων του Ηνωμένου Βασιλείου, στο Λονδίνο.
«Και οι δύο εξερεύνησαν το πορτραίτο πέρα από την ικανότητά του να καταγράφει την εμφάνιση – χρησιμοποιώντας τη δική τους δημιουργικότητα και φαντασία για να προτείνουν τις έννοιες της ομορφιάς, του συμβολισμού, της μεταμόρφωσης και της αφήγησης» αναφέρεται στην περιγραφή της έκθεσης, στην οποία παρουσιάζονται περισσότερες από 160 σπάνιες βίντατζ εκτυπώσεις και αρχειακό υλικό.
Οι ατμοσφαιρικές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους, πρωτοποριακές με τον δικό τους τρόπο αναδεικνύουν πώς δημιουργήθηκε το φωτογραφικό πορτρέτο τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Κοινά στοιχεία τους είναι το δράμα, η υπερβολή των κλασικών, μυθολογικών και βιβλικών αναπαραστάσεων της θηλυκότητας.
«Νιώθω ότι οι φωτογραφίες μπορούν είτε να τεκμηριώσουν είτε να καταγράψουν την πραγματικότητα ή μπορούν να προσφέρουν εικόνες ως εναλλακτική στην καθημερινή ζωή, μέρη για να ονειρευτεί ο θεατής» είναι τα λόγια της Φραντσέσκα Γούντμαν που αποτελέσαν πηγή έμπνευσης για τον τίτλο της έκθεσης.
Η έκδοση που συνοδεύει την έκθεση που επιμελήθηκε η Μάγκνταλεν Κίνι προβάλλει το πως οι δύο φωτογράφοι εξερεύνησαν το πορτραίτο ως «ονειρικό χώρο», αλλά περιλαμβάνει επίσης νέες μελέτες για το έργο τους.
«Τόσο η Γούντμαν όσο και η Κάμερον εργάστηκαν για μια σχετικά σύντομη περίοδο, καμία από τις δύο δεν ήταν ενεργή για πάνω από μιάμιση δεκαετία. Δεν γνώρισαν σημαντική επιτυχία, ούτε εξαιρετική κριτική στη διάρκεια της ζωής τους. Ωστόσο, και οι δύο άφησαν ένα σημαντικό έργο που έχει διαμορφώσει την ιστορία της φωτογραφίας και έχει λάβει ευρεία προσοχή μετά τον θάνατό τους και επανεκτιμάται» σημειώνει στην έκδοση η Μάγκνταλεν Κίνι.
Η έκθεση εγκαινιάστηκε στις 21 Μαρτίου και θα διαρκέσει έως τις 30 Ιουνίου.