Με τη συγγνώμη του Προέδρου της Δημοκρατίας εκ μέρους της Πολιτείας για τα επί σειρά ετών γραφειοκρατικά εμπόδια στην ανέγερση του έργου και την επισήμανση του πρωθυπουργού ότι η πολιτική του Πολιτισμού πρέπει να πάψει να ασκείται από κλειστά ιερατεία, εγκαινιάστηκε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Παγκράτι.
Το «παρών» στην τελετή των εγκαινίων, η οποία πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του νέου μουσείου, έδωσαν ακόμη ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμμένος, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, ο περιφερειάρχης Αττικής, Γιώργος Πατούλης και ο δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης.
Η υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε το νέο μουσείο ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά γεγονότα των τελευταίων ετών. «Το όνειρο δεκαετιών των ιδρυτών ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία έπειτα από πολλές δυσκολίες, εμπόδια και αγωνίες», ανέφερε και πρόσθεσε: «Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να δουν το όνειρό τους να γίνεται πραγματικότητα. Αμφιλεγόμενες νοοτροπίες και βαθιές ιδεοληψίες έθεσαν πολυεπίπεδα εμπόδια».
«Χάρις σε μια επίπονη προσπάθεια, σήμερα έχουμε αυτόν τον μοναδικό μουσειακό χώρο, οργανωμένο με σύγχρονες μουσειολογικές προδιαγραφές, ο οποίος επέτρεψε σε μια ανεκτίμητης αξίας συλλογής να επιστρέψει και να παρουσιαστεί στη χώρα μας. Η Αθήνα αποκτά επιτέλους ένα σπουδαίο μουσείο σύγχρονης τέχνης», ανέφερε ακόμη, σημειώνοντας ότι «μαζί με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που θα εγκαινιαστεί τον ερχόμενο Φεβρουάριο, και την Πινακοθήκη, που θα ανοίξει τις πύλες της στις 25 Μαρτίου του 2021, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Γουλανδρή βάζει την Αθήνα στον παγκόσμιο εικαστικό χάρτη» και ότι «τα τρία αυτά μουσεία δημιουργούν έναν μοναδικό πολιτιστικό άξονα».
Στο έργο, αλλά και τις προσωπικότητες του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, καθώς και τη σχέση τους με την Ελλάδα, την τέχνη και την άοκνη αναζήτηση στέγης για τη φιλοξενία της συλλογής τους, αναφέρθηκε η πρόεδρος του ιδρύματος, Φλερέτ Καραδόντη Κατσίκη.
Ο διευθυντής του ιδρύματος, Κυριάκος Κουτσομάλλης, χαρακτήρισε το μουσείο «χώρο κοινωνικής ανεξιθρησκίας», ενώ η υπεύθυνη της συλλογής, Μαρία Κουτσομάλλη – Μορό, εξιστόρησε την ιστορία της συλλογής, η οποία ξεκίνησε το 1956 με έναν πίνακα του Ελ Γκρέκο, ενώ αναφέρθηκε και στους δεσμούς, καλλιτεχνικούς και προσωπικούς, των καλλιτεχνών της συλλογής, στους οποίους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι Βαν Γκονγκ, Πικάσο, Μιρό, Γκογκέν, Τζακομέτι, Καντίνσκι, Τουλούζ-Λωτρέκ, ντε Κίρικο, Μονέ, Ντεγκά, Μπέικον, Σεζάν και Πόλοκ.
Τα έργα των σπουδαίων αυτών εικαστικών είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν οι προσκεκλημένοι μετά την τελετή των εγκαινίων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός που συνοδευόταν από τη σύζυγό του και ο πρόεδρος της Βουλής ξεναγήθηκαν μαζί στις αίθουσες του μουσείου, εκφράζοντας τον θαυμασμό τους για τα έργα της συλλογής.
«Αν υπάρχει ένα εμβληματικό έργο της σύγχρονης τέχνης είναι αυτό», σχολίασε ο πρωθυπουργός για τον πίνακα του Πικάσο «Γυμνή γυναίκα με σηκωμένα χέρια», ενώ υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει για μία πληρέστερη ξενάγηση με την κόρη του.
Η ξενάγηση συνοδεύτηκε από πλήθος πληροφοριών και ανέκδοτων ιστοριών για την απόκτηση των έργων, όπως για το έργο του Γκογκέν «Νεκρή φύση με γκρέιπφρουτ», το οποίο το ζεύγος Γουλανδρή προτίμησε σε δημοπρασία έναντι έργου του Ντελακρουά, προσφέροντας το αστρονομικό ποσόν για την εποχή εκείνη των 265.000 δολαρίων.
Σε ρόλο ξεναγού, ο διευθυντής του ιδρύματος, Κυριάκος Κουτσομάλλης, αναφέρθηκε στα σχόλια του γαλλικού Τύπου της εποχής: «Ένας τρελός Έλληνας τίναξε την αγορά της τέχνης στον αέρα».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ