«…Μένει σε ένα μισοτελειωμένο σπίτι, απομονωμένο, έρημο και χωρίς επίπλωση, τη στιγμή που μία άνετη ζωή, ένας διαλεχτός κοινωνικός κύκλος, πέντε ή έξι αφοσιωμένοι φίλοι (με όποιο τίμημα απαιτείται) και η λατρεία του κόσμου δεν θα της κόστιζαν ούτε εκατό χιλιάδες φράγκα τον χρόνο (… όταν τα ετήσια εισοδήματά της σε Γαλλία και Ελλάδα ξεπερνούν τα τριακόσιες χιλιάδες φράγκα…). Η ξεχωριστή αυτή γυναίκα που ζει και θα πεθάνει δυστυχής, μολονότι έχει περισσότερα χρήματα, πνεύμα και αρετή από όσα χρειάζονται για να είσαι ευτυχής στον κόσμο τούτο, είναι η κυρία Σοφί ντε Μπαρμπέ – Μαρμπουά, ή δούκισσα της Πλακεντίας».

Ο Γάλλος Εντμόντ Αμπού, συγγραφέας, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος του 19ου αι. περιγράφει την αρχόντισσα της Αθήνας, όπως την γνώρισε κατά τη μακρά παραμονή του στην πόλη. Φαίνεται πως η περίφημη δούκισσα, που θα κληροδοτήσει στην ελληνική πρωτεύουσα φιλανθρωπικές προσφορές, κτίσματα και φήμη, κέντρισε το ενδιαφέρον του ξένου περιηγητή, ώστε στην καταγραφή των εντυπώσεών του από την Ελλάδα να της αφιερώσει ένα ικανό κεφάλαιο με ό,τι αποκόμισε η διεισδυτική κρίση του από τη συγκεκριμένη γνωριμία. Από τον Αμπού θα πληροφορηθεί ο αναγνώστης του μέλλοντος ότι αυτή η παράξενη γυναίκα διαθέτει μία περιουσία, που δαπανά σε περίεργες κατασκευές, τις οποίες αφήνει, σκόπιμα λένε, ανολοκλήρωτες από έναν φόβο που της γεννά η ανεξήγητη βεβαιότητα ότι θα πεθάνει μόλις ολοκληρώσει κάτι. Έτσι, θεμελιώνει, φτιάχνει και πριν τελειώσει, πάει αλλού…

Δυόμιση αιώνες από τη γέννησή της, η Γαλλοαμερικανίδα Σοφί ντε Μπαρμπέ – Μαρμπουά ή δούκισσα της Πλακεντίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Είναι πρόσωπο του μακρινού παρελθόντος, που για τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του Αθηναίου κατοίκου ή επισκέπτη θα αναγεννηθεί μέσα από τις αναφορές σε κάποιο μέγαρο, σε έναν δρόμο, ακόμη και σε έναν σταθμό του μετρό της πόλης.

Μόνο που ακόμη κι αν στο ευρύ κοινό το όνομα της δούκισσας παραπέμπει στο προσωπικό δράμα της με την απώλεια της κόρης της, τη σορό της οποίας για πολύ καιρό κρατούσε βαλσαμωμένη στο υπόγειο του σπιτιού της, στην πραγματικότητα, η ντε Μπαρμπέ – Μαρμπουά ήταν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που ενεπλάκη στην ελληνική πολιτική ιστορία.

Γεννημένη στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, κόρη του Γάλλου διπλωμάτη, μαρκήσιου Φρανσουά Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά και της Αμερικανίδας κόρης του κυβερνήτη της Πενσυλβάνια Ουίλλιαμ Μουρ, Ελίζαμπεθ. Προσωπική φίλη του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και αγαπημένη κυρία επί των τιμών της δεύτερης συζύγου του, Μαρί Λουίζ της Αυστρίας, η οποία σπεύδει να την αποκαταστήσει με τον γιο ενός από τους υπουργούς του αυτοκράτορα, τον Ανν Σαρλ Λεμπρίν, δούκα της Πιατσέντσα (Πλακεντία), πόλης της βόρειας Ιταλίας, κατάκτηση του Ναπολέοντα από τον 18ο αι.. Η δούκισσα, λοιπόν, «φωτίζει την αυτοκρατορική αυλή με την ομορφιά και το πνεύμα της, προσόντα που κάπως ισορροπούν το έλλειμμα φυσικής χάρης που παρουσιάζουν οι κινήσεις της». Διοχετεύει την ενεργητικότητά της στην εκστρατεία συλλογής πόρων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Στο φιλολογικό σαλόνι, που διατηρεί στο Παρίσι, δέχεται τις ισχυρές επιρροές σημαντικών προσωπικοτήτων του ρομαντισμού, του Λαμαρτίνου, του ντε Βινύ και του νεαρού Ουγκώ. Και η ίδια δεν είναι μία τυχαία γυναίκα. Η σφυρηλάτηση του πολιτικού κριτηρίου της έχει ξεκινήσει από νωρίς, χωρίς εκείνη να το συνειδητοποιεί. Κάποτε, μάλιστα, θα πει πως αντιπαθεί σφόδρα την πολιτική. Αλλά πώς θα μπορούσε να παραμείνει «αλώβητη» από το… μικρόβιο, ούσα καρπός γονιών και σύζυγος ανδρός με ισχυρά ερείσματα στο πολιτικό σκηνικό. «Αυτός ο λαός, ο ελληνικός, παρουσιάζει ενδιαφέρον» θα της δηλώσει κάποτε σε μία από τις πολλές συζητήσεις της φιλολογικής συντροφιάς ο Ουγκώ, με τον Λαμαρτίνο να σπεύδει να υπερθεματίσει πως «η αρχαία ελληνική τέχνη είναι ένα κόσμημα» κι ας τρέφει ο ίδιος αισθήματα συμπάθειας για τους Τούρκους, που θα τον οδηγήσουν αργότερα στη συγγραφή της Ιστορίας της Τουρκίας.

Αλλά η Σοφί ξέρει. Έχει ήδη ακούσει για τους Έλληνες στα τραπέζια της γαλλικής αυλής. Βλέπεις, κάποιες σπίθες αντίστασης, εκεί στην εσχατιά της Ευρώπης, της έχουν τραβήξει την προσοχή. Αγαπά τους Έλληνες για το πάθος και το επαναστατικό πνεύμα τους, λέει και προσθέτει: «Μισώ τους Φαναριώτες για την υποκρισία και την αλαζονεία τους». Στην αγάπη της Σοφί για τους Έλληνες θα αναφερθεί ο ακαδημαϊκός, ιστοριοδίφης και χρονικογράφος της εποχής, Δ. Καμπούρογλου(ς), περιγράφοντας τα αισθήματα του πρώτου φρούραρχου της Αθήνας, Χρ. Νέζερ, για την Ελλάδα: «Τοσαύτης εντάσεως αγάπην προς τους Έλληνας συνήντησα, πλην αυτού, μόνον εις την Δούκισσαν της Πλακεντίας».

Από τον γάμο της με τον δούκα της Πλακεντίας αποκτούν μία όμορφη κόρη, την Ελίζα. «Η Ελίζα είναι ο λόγος για τον οποίο ήρθα στη ζωή», δηλώνει εκείνη με κάθε ευκαιρία. Η αδυναμία στο μοναχοπαίδι της ενισχύεται ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνει ότι ο γάμος της έχει αποτύχει και επιλέγει να απομακρυνθεί από τον δούκα χωρίς επίσημο διαζευκτήριο για να μην προκληθεί σκάνδαλο. Παίρνει την κόρη της κι εγκαταλείπει τη Γαλλία για χάρη της Ιταλίας, όπου θα ζήσουν για κάποια χρόνια έως ότου εκείνη αποφασίσει να έρθουν στην Ελλάδα. Αιτία αυτής της τελευταίας επιλογής, η αγάπη της προς την χώρα και αφορμή ο Ιωάννης Καποδίστριας. Τον έχει γνωρίσει σε κάποιο από τα παρισινά σαλόνια και την έχει γοητεύσει η προσωπικότητά του. Αποφασίζει να τον βοηθήσει στη συγκρότηση του αυτόνομου ελληνικού κράτους συμμετέχοντας ενεργά στο κίνημα των Γάλλων φιλελλήνων και χρηματοδοτώντας πρωτοβουλίες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των ελληνοπαίδων. Στην Αίγινα, μάλιστα, όπου θα λειτουργήσει προσωρινά η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η Σοφί θα ιδρύσει αργότερα «σχολείον κορασίδων».

Όταν ο Καποδίστριας μεταφέρει την πρωτεύουσα στο Ναύπλιο, μάνα και κόρη θα έρθουν από το εξωτερικό και θα εγκατασταθούν εκεί. Μάλιστα, ο ίδιος ο κυβερνήτης έχει ζητήσει να τις φέρει από την Ιταλία ο Μιαούλης με τον «Άρη» του, το ένδοξο πλοίο του, που ναυπήγησε το 1801 στη Βενετία. Το εντυπωσιακό ακρόπρωρό του με την προτομή του θεού Άρη τραβά την προσοχή της δούκισσας, η οποία ζητά να μάθει την ιστορία του.

Στο Ναύπλιο, τις δύο γυναίκες φιλοξενεί ο διοικητής Κωνσταντίνος Ράδος.

ΑΠΟ ΦΙΛΗ, ΟΡΚΙΣΜΕΝΗ ΕΧΘΡΟΣ

Η Σοφί είναι στο πλευρό του Καποδίστρια στις προσπάθειές του να συγκροτήσει ένα κράτος σταθερό με ισονομία και ισοπολιτεία, αλλά η μεγαλοαστική καταγωγή της την εμποδίζει να δεχθεί την άτεγκτη στάση του απέναντι στους άλλοτε κοτζαμπάσηδες και καραβοκύρηδες, που αρνούνται να χάσουν τα προνόμια που απολάμβαναν επί Οθωμανών. Η δούκισσα αίρει την εμπιστοσύνη της στον κυβερνήτη και μετατρέπεται σε ορκισμένη εχθρό του. Της είναι αδύνατον να δεχθεί ότι αυτός, ο φέρελπις πολιτικός με τη μεγαλοαστική καταγωγή και την επιβλητική προσωπικότητα, ο άνθρωπος που με την εντυπωσιακή μόρφωση και τη συγκροτημένη σκέψη του την «έσυρε» ως την Ελλάδα, τώρα την «προδίδει». Το μένος της είναι τέτοιο που, μεταξύ άλλων, θα την πληρώσει το παρθεναγωγείο που η ίδια ίδρυσε στην Αίγινα… Σε επιστολή του προς τον επιφορτισμένο με εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά θέματα γραμματέα της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του παρθεναγωγείου ζητεί υλική ενίσχυση (θρανία) και οικονομική βοήθεια για την πληρωμή της δασκάλας των κοριτσιών, καθώς «η Δούκισσα επλήρωσεν εις μίαν και μόνην φοράν το ενοίκιον της κατοικίας και τον μισθόν της παιδαγωγού διά εξ μήνας, χωρίς πλέον να φροντίση, ούτε να ιδή, ούτε να επισκεφθή, ούτε να εμψυχώση το σχολείον τούτο, το οποίον ήθελε σταθήν άξιον της κηδεμονίας μιας ευγενούς ψυχής…».

Η Σοφί θα κατηγορεί τον Καποδίστρια με κάθε ευκαιρία και θα επικροτήσει ακόμη και τη δολοφονία του από τους Μαυρομιχαλαίους με τους οποίους θα δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς.

«Η δούκισσα είναι κυκλοθυμική, επίμονη, με φυσική κλίση σε ό,τι ξεφεύγει από τα συνήθη, με ακλόνητη θέληση και σταθερές αντιπάθειες, αγάπη για τη ζωή και προσοχή μονίμως σε εγρήγορση. Η δούκισσα είναι ένας άνθρωπος στον οποίο δεν μπορείς εύκολα να αντισταθείς», μαρτυρά ο Αμπού.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Σοφί και η Ελίζα επιστρέφουν στην Ιταλία, αλλά οι δεσμοί με την Ελλάδα είναι πια αρκετά ισχυροί για να την αποχωριστούν διά παντός. Άλλωστε, από το Ναύπλιο ακόμα, η δούκισσα είχε φροντίσει να αγοράσει αρκετή γη στην Αθήνα. Σε ένα, δε, από τα οικόπεδα της οδού Πειραιώς, που αυτήν την εποχή διανοίγεται και λιθοστρώνεται για να συνδέσει την πόλη με τον επίνειό της, έχει χτίσει και σπίτι. Είναι ξύλινο και διαθέτει ισόγειο, υπόγειο και έναν όροφο, όπου βρίσκονται τα υπνοδωμάτια της ίδιας και της κόρης της.

Μάνα και κόρη μετακομίζουν στην Αθήνα. Η αριστοκράτισσα Σοφί, εκλεκτή της δεύτερης συζύγου του Ναπολέοντα, Μαρίας Λουίζας, κερδίζει με ευκολία την εύνοια του Όθωνα και γίνεται αναπόσπαστο μέλος της βασιλικής Αυλής. Η Ελίζα προτιμά να ξοδεύει τον χρόνο της σε περιπάτους και διαδρομές με την άμαξα. Σε μία από αυτές θα γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της. Η κοπέλα απολαμβάνει τον καλπασμό των αλόγων, όταν αυτά ξαφνικά αφηνιάζουν και δεν υπακούν στις εντολές. Σαν από μηχανής θεός θα βρεθεί στον δρόμο τους ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, ανιψιός του Πετρόμπεη, και θα καταλαγιάσει την ορμή των ζώων. Ο έρωτας των δύο νέων είναι αμοιβαίος και η δούκισσα τον ευλογεί.

Αλλά το πράγμα δεν εξελίσσεται καλά… Ο Κατσάκος, τον οποίο ο Όθων έχει διορίσει υπασπιστή του, σε ένα από τα ταξίδια του στο Μόναχο θα προσβληθεί από χολέρα και θα αφήσει εκεί την τελευταία πνοή του. Η Ελίζα πέφτει σε βαθύ πένθος. Η Σοφί βλέπει την κόρη της να λιώνει και αποφασίζει να αναλάβει δράση. Τώρα πια στόχος της ζωής της είναι να βρει τον καταλληλότερο σύζυγο για την Ελίζα και είναι αποφασισμένη να τον αναζητήσει παντού. «Αφού παρήλασε, λοιπόν, από ολόκληρη την Ανατολή μαζί με τη θυγατέρα της για την οποία ονειρευόταν τουλάχιστον θρόνο κι αφού συμφιλιώθηκε πια με μια ζωή κλειστή, μακριά από τα φώτα, εγκαταστάθηκε για πάντα στην Αθήνα, στην ακμή της ηλικίας της και του ψυχικού δυναμικού της», περιγράφει ο Αμπού.

ΕΝΑΣ ΚΥΚΛΟΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΤΕΛΟΣ

Η αποστολή όχι μόνον δεν έχει αίσιο τέλος, αλλά ολοκληρώνει και την καταστροφή της Σοφί. Στη Βηρυτό, η Ελίζα προσβάλλεται από φυματίωση και πεθαίνει. Η μητέρα της ταριχεύει τη σορό της και τη φέρνει στην Αθήνα, όπου στο υπόγειο του σπιτιού τους την τοποθετεί σε γυάλινο φέρετρο και την κρατά δέκα ολόκληρα χρόνια ωσάν να είναι ζωντανή. Μία λαμπάδα που καίει νυχθημερόν πλάι στο φέρετρο θα γίνει η αιτία να εκδηλωθεί φωτιά στο ξύλινο σπίτι και να το αποτεφρώσει απ’ άκρου σ’ άκρο. Τα λογικά της δούκισσας δοκιμάζονται ακόμη περισσότερο…

«Από την εποχήν που η επί της οδού Πειραιώς γνωστή μας οικία της δουκίσσης της Πλακεντίας επυρπολήθη και κατεκάη με το ταριχευμένον πτώμα της ατυχούς θυγατρός της, Λουΐζης, η δούκισσα έσπευσε να αποπερατώση επειγόντως το επί της οδού Κηφισσίας από πολλού και βραδέως κτιζόμενον μέγαρόν της και μετώκησεν εκεί. Η δυστυχής γυναίκα, εντός του απεράντου εκείνου οικήματος ησθάνετο πολύ μεγαλυτέραν την ερημίαν της» γράφει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Πολύβιος Δημητρακόπουλος στο έργο του με τίτλο «Τζένη Θεοτόκη».

«Ο πρόωρος θάνατος της κόρης της, το γήρας που τη βρήκε, η μοναξιά από την οποία δεν φρόντισε να προφυλαχτεί […] την έριξαν σε μία θρησκεία πολύ μακριά από τον χριστιανισμό, κοντά στον ιουδαϊσμό, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν. Μία θρησκεία χωρίς πιστούς, της οποία είναι ταυτόχρονα η ιέρεια και η προφήτισσα. Ο Θεός που τον συμβουλεύεται κι εκείνος της απαντά, της ενέπνευσε την ιδέα να χτίσει ένα μεγάλο ιερό στην Πεντέλη. Πρόκειται για κάτι που θα υλοποιήσει μόλις βρει ένα σχέδιο αντάξιο του Θεού και της ίδιας. Από το ύψος του μνημείου αυτού θα συνομιλεί με τον θεό, αν ο θεός της δίνει ζωή…», θα σημειώσει ο Αμπού αργότερα καταχωρώντας σε μία σελίδα της πολυκύμαντης ιστορίας της δούκισσας της Πλακεντίας ένα σχέδιό της, που δεν θα προλάβει να υλοποιήσει. Θα αποβιώσει στα 69 της και θα ταφεί σε μεγαλοπρεπές μνήμα στην Πεντέλη.

Τα αληθή είναι οι μεγάλες δαπάνες από την προσωπική περιουσία της για την υπόθεση του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα και η προσφορά της στην εκπαίδευση των Ελληνόπουλων. Αλλά και οικόπεδα και τα σπίτια στην Αθήνα, που από εμμονή δεν ολοκλήρωνε, κατέληξαν να αξιοποιούνται από το ελληνικό Δημόσιο. Η ιστορία δεν θα καταφέρει να διασταυρώσει τα της προσωπικής ζωής της δούκισσας, που στηρίχθηκαν σε φήμες της εποχής και την ήθελαν περίπου ως σειρήνα σαγηνεύουσα στο πέρασμά της αρσενικά παντός «φυράματος». Αλλά αυτά δεν αφορούν ούτε την ίδια την ιστορία. Στα μάτια εκείνων που την είδαν τελευταίοι θα μείνει μία εικόνα που θα θυμίζει τη δραματική ζωής της: «… είναι μία κοντή γυναίκα, εξαιρετικά αδύνατη… Η απαράλλαχτη φορεσιά της, χειμώνα καλοκαίρι, είναι εκείνο πια που της δίνει όψη φαντάσματος. Ένα άσπρο βαμβακερό φόρεμα και ένα άσπρο πέπλο, σαν των Εβραίων γυναικών, το οποίο τυλίγει το χλωμό πρόσωπο και τα λευκά μαλλιά της…».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ