Σαράντα τρία χρόνια συμπληρώθηκαν σήμερα από τον Θάνατο του Δημήτρη Ροντήρη, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου.
Ο Δημήτρης Ροντήρης σημάδεψε τη θεατρική αισθητική αντίληψη από τη δεκαετία του ’30 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 κυρίως στον τομέα του κλασικού θεάτρου.
Ο σημαντικός θεατράνθρωπος γεννήθηκε το 1899 στον Πειραιά. Το 1915, κατόπιν πιέσεων του πατέρα του, έδωσε εξετάσεις στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στις οποίες πρώτευσε. Προφανώς το κλίμα δεν τον σήκωνε και έπειτα από έξι μήνες εγκατέλειψε μια πολλά υποσχόμενη στρατιωτική καριέρα. Στη συνέχεια φοίτησε για ένα διάστημα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως υπάλληλος στο Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων.
Το 1918 άρχισε να φοιτά στη νεοϊδρυμένη Δραματική Σχολή της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου και συνέχισε τις σπουδές του στη Δραματική Σχολή τού Ωδείου Αθηνών. Το 1920 άρχισε να εμφανίζεται ως ηθοποιός στον θίασο τής Μαρίκας Κοτοπούλη όπου, μεταξύ άλλων, διακρίθηκε σε ρόλους Εξάγγελου σε αρχαίες τραγωδίες και, το 1927, ως φάντασμα τού Πολύδωρου στην «Εκάβη» του Ευριπίδη στο Παναθηναϊκό Στάδιο σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη.
Το 1930 συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών στη Βιέννη και το Βερολίνο, με δάσκαλο μεταξύ άλλων, τον Μαξ Ράινχαρτ. Το 1932 ο Φώτος Πολίτης τον προσέλαβε ως βοηθό σκηνοθέτη στο Εθνικό Θέατρο, το οποίο μόλις είχε ιδρυθεί. Από τον θάνατο τού Πολίτη, το 1934, έως το 1942 διετέλεσε σκηνοθέτης τού Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο επανήλθε ως διευθυντής την περίοδο 1946-1950 και 1953-1955.
Ανέβασε μεγάλο αριθμό έργων τού ελληνικού και ξένου, κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, τον απασχόλησε όμως ιδιαίτερα η αναβίωση τής αρχαίας τραγωδίας και ειδικότερα το πρόβλημα τής απόδοσης των χορικών και της κίνησης τού χορού. Το 1936 παρουσίασε την «Ηλέκτρα» τού Σοφοκλή με πρωταγωνίστριες την Κατίνα Παξινού στον επώνυμο ρόλο και την Ελένη Παπαδάκη ως Κλυταιμνήστρα στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, θέτοντας τα θεμέλια της ερμηνευτικής αντίληψης πάνω στο αρχαίου δράμα, που επικράτησε για πολλά χρόνια και που μέχρι σήμερα μένουν τα σημάδια της. Ιστορικό υπήρξε το ανέβασμα τού ίδιου έργου με τους ίδιους συντελεστές το 1938 στην πρώτη μετά τους αρχαίους χρόνους παράσταση στο Θέατρο της Επιδαύρου. Το 1939, ανέβασε τους «Πέρσες» του Αισχύλου το 1949 την «Ορέστεια» του Αισχύλου με την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το 1951 ίδρυσε την «Ελληνική Σκηνή» και το 1954 εγκαινίασε το πρώτο Φεστιβάλ Επιδαύρου με την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος». Το 1957 , ίδρυσε το «Πειραϊκό Θέατρο», του οποίου οι πρώτες παραστάσεις δόθηκαν στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Πραγματοποίησε μεγάλες περιοδείες παρουσιάζοντας αρχαία τραγωδία, με πρωταγωνίστρια την Ασπασία Παπαθανασίου, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας και διακρίθηκε σε μεγάλα Φεστιβάλ («Θέατρο των Εθνών» στο Παρίσι, Φλωρεντία, Βερολίνο, Βιέννη κ.α.).
Την περίοδο αυτή σκηνοθέτησε, μεταξύ άλλων, τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (1963) και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη (1967). Από το 1968, έμεινε μακριά από το θέατρο, αλλά μέχρι την ύστατη ώρα του μιλούσε μόνο για θέατρο.
Ο Ροντήρης υπήρξε παράλληλα εξαίρετος δάσκαλος της υποκριτικής και χρημάτισε διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και του Ωδείου Αθηνών. Επίσης διακρίθηκε και ως μεταφραστής θεατρικών έργων.