Όλο και περισσότερο ακούμε τελευταία για την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, δηλαδή για μια κληρονομιά που δεν αφορά υλικά κατάλοιπα, μνημεία και αντικείμενα σε μουσεία και πινακοθήκες. Τι εννοούμε, λοιπόν, με τον όρο «άυλη» και ποια η σημασία ένταξης στοιχείων στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (όπως πολύ πρόσφατα έγινε με τις Φιλαρμονικές της Κέρκυρας) ή σε διεθνείς καταλόγους που απορρέουν από τη Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO η οποία υιοθετήθηκε το 2003;
«Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά είναι ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών πρακτικών. Είτε πρόκειται για πανηγύρι, έθιμο, μουσική παράδοση είτε για τεχνογνωσία (π.χ. ξυλογλυπτική, κεντητική, αγγειοπλαστική), αυτό που αναδεικνύεται μέσα από το σύστημα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι ότι γύρω από αυτές τις πρακτικές συγκροτούνται κοινότητες ανθρώπων οι οποίες προσδιορίζουν ένα κομμάτι της ταυτότητάς τους επειδή μετέχουν σε αυτές. Και ο τρόπος που αναφέρουμε εδώ ένα πολιτιστικό αγαθό -το οποίο χαρακτηρίζουμε άυλο- είναι γιατί έχει μεγάλη σημασία για τους ανθρώπους που μετέχουν όχι μόνο στις συγκεκριμένες ομάδες της κοινότητας, αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σταυρούλα-Βίλλυ Φωτοπούλου, διευθύντρια Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ. Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά, λοιπόν, είναι οι κοινότητες των ανθρώπων οι οποίες συνδέονται μέσα από μια συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική. «Ακόμα και με ολόκληρες κοσμοθεωρίες, δηλαδή γνώσεις για τον κόσμο», προσθέτει η κ. Φωτοπούλου. Και εξηγεί: «Μια κλασική κοσμοθεωρία είναι η λαϊκή ιατρική, που περιέχει πολλές γνώσεις για τη φύση, τον κόσμο, τη σχέση των φυσικών στοιχείων (βοτάνων, συγκεκριμένων νερών και πηγών) με την υγεία του ανθρώπου. Είναι μια ολόκληρη αντίληψη για το σύμπαν που μας περιβάλλει και τη σχέση μας με αυτό -το οποίο είναι κι αυτό κάτι άυλο», σημειώνει.
Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Το Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που άρχισε να συγκροτείται από το 2013, αφορά τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται αυτές οι κοινωνικές πρακτικές με σκοπό την ανάδειξή τους. «Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες υπάρχουν πολλά τέτοιου είδους αποθετήρια γνώσεων και πρακτικών. Το πιο παλιό που συνεχίζει και τηρείται ως σήμερα στη χώρα μας είναι τα αρχεία του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο περιλαμβάνει αποτυπώσεις τέτοιων πρακτικών σε γραπτή μορφή, αργότερα σε ηχητικά αποσπάσματα και ακόμα πιο μετά και σε οπτικοακουστικά», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Φωτοπούλου, εξηγώντας παράλληλα τη διαφορά που έχουν τέτοια αποθετήρια με το Εθνικό Ευρετήριο. «Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά μεταφέρει την έμφαση από τον ερευνητή -για παράδειγμα αυτόν που δουλεύει στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας- στον άνθρωπο, ο οποίος εκτελεί αυτό για το οποίο μιλάμε. Το Εθνικό Ευρετήριο δεν είναι λήμματα γραμμένα από ερευνητές. Είναι ο λόγος των ίδιων των ανθρώπων που ασκούν ένα στοιχείο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και οι οποίοι μπαίνουν στον κόπο να συμπληρώσουν τα πεδία σε μια φόρμα που έχουμε δημιουργήσει. Δύο είναι οι πιο κρίσιμες ερωτήσεις σε κάθε δελτίο τέτοιου στοιχείου που εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο: Η μία είναι τι σημασία έχει για τους μετόχους το στοιχείο που περιγράφουν και η άλλη τι μέτρα πιστεύουν ότι θα πρέπει να παρθούν ώστε αυτή η πρακτική, την οποία αξιολογούν ως στοιχείο της ταυτότητάς τους, να μπορέσει να μεταδοθεί και στις επόμενες γενιές», επισημαίνει η διευθύντρια της υπηρεσίας του ΥΠΠΟΑ που έχει την ευθύνη για τη συγκρότηση, τη διαχείριση και τον εμπλουτισμό του Εθνικού Ευρετηρίου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, καθώς και του ιστοτόπου που το φιλοξενεί (https://ayla.culture.gr/ ).
Και με ποιο τρόπο προστατεύονται τα άυλα πολιτιστικά αγαθά; «Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση», απαντά η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ. Και συνεχίζει: «Όσον αφορά τα υλικά πολιτιστικά αγαθά, προστασία σημαίνει ότι τα απομακρύνουμε από τη χρήση, τα φυλάσσουμε για παράδειγμα σε μουσεία, δηλαδή δημιουργούμε ένα φράγμα ανάμεσα στο αντικείμενο της προστασίας και στις συνθήκες του περιβάλλοντος, φυσικές ή ανθρωπογενείς, που μπορεί να προκαλέσουν φθορά, αλλοίωση ή και καταστροφή του. Όταν, όμως, μιλάμε για κοινωνικές πρακτικές, η έννοια ‘προστασία’ είναι απολύτως ακατάλληλη, γιατί αν μια πρακτική δεν μεταδοθεί θα σβήσει. Για την Άυλη Πολιτιστική Κληρονομία χρησιμοποιούμε τον όρο ‘διαφύλαξη’, δηλαδή παίρνουμε μέτρα ώστε αυτή να συνεχίσει να υπάρχει. Και για να συνεχίσει να υπάρχει πρέπει να γίνεται γνωστή σε περισσότερους ανθρώπους, να περνάει στην επόμενη γενιά, συνεπώς μπορεί και να αλλάζει. Η αλλαγή είναι στοιχείο της παράδοσης γιατί απαντάει στις ανάγκες των ανθρώπων της κάθε εποχής, αλλά κρατάει στον πυρήνα της μερικά βασικά στοιχεία και αυτά είναι που θέλουμε να διαφυλάσσονται με την άυλη», τονίζει η κ. Φωτοπούλου.
Τέτοια μέτρα διαφύλαξης είναι φυσικό να μην είναι ομοιόμορφα. «Αν έχεις να διαφυλάξεις παραδόσεις και κοινωνικές πρακτικές που εκτείνονται σε όλο σχεδόν το φάσμα των δραστηριοτήτων της καθημερινότητας ή των έκτακτων περιστάσεων, όπως οι γιορτές, προφανώς δεν μπορείς να κάνεις τα ίδια πράγματα για όλες. Όσον αφορά μια χειροτεχνία ή μια τέχνη, όπως η ξυλοναυπηγική και η αγγειοπλαστική, θα στραφείς κυρίως στο να βελτιώσεις τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται μέσα από την τυπική, μη τυπική ή και άτυπη εκπαίδευση», σημειώνει η διευθύντρια Νεότερης Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ. Και συμπληρώνει: «Επίσης να εντοπίσεις πού θα παρέμβεις και, παράλληλα, να φροντίσεις μερικά άλλα πράγματα που έχουν να κάνουν με το ότι οι τέχνες είναι και οικονομικές δραστηριότητες. Δηλαδή, να δεις αν βοηθάει το φορολογικό περιβάλλον, αν το ασφαλιστικό σύστημα είναι κατάλληλο για την απασχόληση π.χ. μιας κεντήστρας η οποία το κάνει παραπλεύρως κλπ. Εμείς καταγράφουμε τα ζητήματα που θέτουν εμπόδια στη μετάδοση μιας τεχνογνωσίας, ώστε μέσα από τα φίλτρα της διοίκησης και με τις κατάλληλες συνεργασίες να λύνονται. Είναι μια δύσκολη άσκηση, και για την ελληνική διοίκηση που δεν είναι μαθημένη να συνθέτει πολλές οπτικές γωνίες και για εμάς, αλλά μαθαίνουμε γιατί ήρθαμε σε τριβή με αυτά τα πράγματα. Βέβαια, μας πήρε καιρό να καταλάβουμε ότι πρέπει, για παράδειγμα, να φύγουμε από το υπόδειγμα της προστασίας έτσι όπως ήταν στο Υπουργείο Πολιτισμού -η πολιτική για τις αρχαιότητες ξεκινά και τελειώνει στο ΥΠΠΟ. Εδώ έχεις ένα πεδίο που είναι πολύ ευρύ και πρέπει να μάθεις να κινείσαι μέσα σε αυτό. Είναι ένα καινούργιο υπόδειγμα η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά», υπογραμμίζει.
Ως τώρα έχουν εγγραφεί 83 άυλα πολιτιστικά αγαθά, όπως πολύ πρόσφατα το «Αμπαλί», ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζεται στη Λευκάδα, η τέχνη της παραδοσιακής παρασκευής του τυριού Μανούρι Βλάστης, η «Σάγια», ένα δρώμενο που εκτελείται την παραμονή των Θεοφανείων στη Νέα Καρβάλη Καβάλας, επίσης ο Χορός Σέρρα (Πυρρίχιος), τα ιστορικά καφέ και οι Μάηδες της Μακρινίτσας Πηλίου. «Κάθε στοιχείο που εγγράφεται στους εθνικούς καταλόγους δεν θα καταλήξει οπωσδήποτε στους διεθνείς, όχι μόνο επειδή είναι δύσκολο να βρεις πάντα τον κατάλληλο κατάλογο για να το εντάξεις αλλά και γιατί υπάρχουν όροι και περιορισμοί που βάζει η UNESCO. Για παράδειγμα, η Ελλάδα ως το 2013 είχε ενταγμένο ένα στοιχείο, ενώ αυτή τη στιγμή έχουμε εννέα και θεωρούμαστε από τις χώρες που περνάμε στη δεύτερη εφεδρεία. Δηλαδή, όταν το 2020 υποβάλλαμε τον φάκελο για τα δύο πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου, της Βλάστης και του Συρράκου, μας είπαν ότι δεν θα μπορέσουν να εξετάσουν το θέμα αυτή τη χρονιά γιατί έχουμε ήδη εννιά και θα πρέπει να το επαναφέρουμε την επόμενη χρονιά. Οπότε το ξαναστείλαμε και περιμένουμε κρίση τον Δεκέμβριο. Δηλαδή, περιορίζεται πια η δυνατότητά μας να εγγράψουμε στοιχεία», προσθέτει η διευθύντρια της υπηρεσίας του ΥΠΠΟΑ αρμόδιας, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή στην Ελλάδα της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Άυλα πολιτιστικά αγαθά της Ελλάδας στην UNESCO
Η Ελλάδα έχει εγγράψει στους Καταλόγους αυτής της Σύμβασης εννέα άυλα πολιτιστικά αγαθά: Οκτώ στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (Μεσογειακή Διατροφή, Τεχνογνωσία της Παραδοσιακής Μαστιχοκαλλιέργειας στη Χίο, Τηνιακή Μαρμοροτεχνία, Μωμοέρια, Ρεμπέτικο, Τέχνη Ξερολιθιάς, Βυζαντινή Μουσική/Ψαλτική, Μετακινούμενη Κτηνοτροφία) κι ένα στον Κατάλογο Καλών Πρακτικών Διαφύλαξης της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Πολυφωνικό Καραβάνι). «Ένας τρόπος που πριμοδοτεί η UNESCO είναι οι πολυεθνικές υποψηφιότητες. Το 2019 είχαμε ταυτόχρονα δυο υποψηφιότητες, τη Βυζαντινή Μουσική/Ψαλτική, υποψηφιότητα που προετοιμάστηκε από κοινού με την Κύπρο, και τη Μετακινούμενη Κτηνοτροφία, που υποβλήθηκε από τη χώρα μας από κοινού με την Αυστρία και την Ιταλία. Επειδή ήταν και οι δυο πολυεθνικές δεν είχαμε πρόβλημα. Είναι ένα έξτρα κίνητρο που λέει ‘δες και τι σε ενώνει’», επισημαίνει η κ. Φωτοπούλου.
Όσο για την επόμενη ελληνική υποψηφιότητα, η ίδια μας πληροφορεί ότι «επειδή έχουμε την Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα θα είναι το έθιμο της Μεσοσπορίτισσας. Είναι η θρησκευτική γιορτή της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας, που γίνεται σε ένα εκκλησάκι μέσα στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας όπου στην αρχαιότητα λατρευόταν η Δήμητρα, η θεά των δημητριακών. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της τελετής είναι η ευλογία της νέας σποράς, γι’ αυτό και Μεσοσπορίτισσα. Είναι πολύ συγκινητικό, δυο ιεροί τόποι που τους χωρίζουν χιλιετίες να βρίσκονται στο ίδιο σημείο και να έχουν μια τελετή με κοινό στοιχείο την ευλογία της γης και της σποράς των δημητριακών. Έχει εγγραφεί στο Εθνικό Ευρετήριο και τώρα συγκροτούμε τον φάκελο για τη διεθνή υποψηφιότητα που είναι μια δουλειά από μόνη της και θα υποβληθεί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, του χρόνου -31 Μαρτίου κλείνουν οι υποψηφιότητες κάθε χρονιάς, ελπίζουμε ότι θα είναι και λίγο νωρίτερα», καταλήγει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.