Τη χρονιά που πέρασε, ο φωτογράφος Duane Michals, του οποίου η καλλιτεχνική διαδρομή εκτείνεται από πορτρέτα του Άντι Γουόρχολ μέχρι εικόνες γηγενών της Αλάσκας, καταδύθηκε στο αρχείο του και ανασκάπτει φωτογραφίες, δημιουργώντας ψηφιακά βιβλιαράκια, τα οποία δημοσιοποιεί ένα την εβδομάδα. Στο «Cocoon», υφαίνει πολαρόιντ της δεκαετίας του 1980 με σελίδες παρτιτούρας.
 
«Μου αρέσει να εισάγω μουσική μαζί με φωτογραφία, επειδή η φωτογραφία είναι πάντα τόσο σιωπηλή», λέει ο Michals. «Είναι φωτογραφία. Θα έλεγα ότι κρατάει τα μυστικά της – αλλά όχι πάντα. Είναι όμως μια κατηγορία από μόνη της. Και μου αρέσει να υπαινίσσομαι μουσική. Μου αρέσει να υπαινίσσομαι ήχο».
 
Στις πολαρόιντ του «Cocoon», μια γυναίκα στο διαμέρισμά της φορά μια έντονα κόκκινη ρόμπα και σταδιακά αποκαλύπτει από κάτω ένα λευκό φόρεμα. Προσφάτως, ο Michals ανακάλυψε στην εξοχή μια παρτιτούρα με πρωτότυπες συνθέσεις, γραμμένες με μπλε μελάνι με το χέρι. Μαζί τα δύο γέννησαν στο μυαλό του μια καινούργια ιστορία.

«Αν μπορούσε να βρει τον δρόμο της στον λαβύρινθο, θα μπορούσε να βρει την ευτυχία», γράφει στο ψηφιακό βιβλιαράκι. Και εξηγεί: «Είχε να κάνει με αυτήν τη γυναίκα – το λέω “Cocoon” επειδή ζούσε μέσα σε ένα κουκούλι και εξακολουθούσε να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο. Για μένα, ήταν πολύ συγκινητικό. Και μετά άλλαζε ενδύματα, σαν να αφαιρούσε το περίβλημα σε ένα κουκούλι και η αλλαγή των ενδυμάτων έδειχνε την αλλαγή των συναισθημάτων της. Και, στο τέλος, αποστρέφει το πρόσωπό της από τη φωτογραφική μηχανή και συναισθηματικά εξελίσσεται. Δεν απελευθερώνεται, όμως, από το κουκούλι».

Το «Cocoon» μπορεί να διαβαστεί ως οπερέτα, με τις φωτογραφίες να λειτουργούν ως ιντερλούδια ανάμεσα στις σελίδες της παρτιτούρας. «Βλέπω τα πάντα ως θέατρο. Μου αρέσει το θέατρο και μου αρέσει όταν βγάζεις μια φωτογραφία που αντιφάσκει με την πραγματικότητα», λέει ο Duane Michals.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ