Την περίοδο του λοκντάουν για τον κορωνοϊό έγραψε το σενάριο κι έκανε τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας μεγάλου μήκους, ενώ την ολοκλήρωσε έξι μήνες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο λόγος για τη μοναδική ταινία από τη Ρωσία που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Ηλία Ποβολότσκυ (Ilya Povolotsky).
«Δεν αναφέρομαι στη Ρωσία τού σήμερα, που στέλνει τα παιδιά της στον πόλεμο, αλλά η ταινία μου είναι για τη Ρωσία που έφτασε σε αυτό που συμβαίνει σήμερα», εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας «Χάρη», που προβάλλεται στο 64ο ΦΚΘ. «Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας “Blazhi” (Μπλαζ) έχει διπλό νόημα. Η λέξη αυτή μπορεί να μεταφραστεί ως “τρέλα”, έως “πλάκα” ή “βίτσιο”, αλλά κι ως “θεία χάρη”. Ούτε στη γαλλική γλώσσα, ούτε στην αγγλική, όπως και στα ελληνικά (σ.σ. από αγγλικά) δεν βρέθηκε η αντίστοιχη λέξη, οπότε ονομάστηκε η ταινία μου “Grace” (Χάρη)» σημειώνει ο Ηλία Ποβολότσκυ.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία της έφηβης Λίζας, που ενηλικιώνεται και θέλει να βρει τον δρόμο της σε μια ξεχασμένη Ρωσία, που κι αυτή ψάχνει τον δρόμο της. Να βρει τον εαυτό της σε ένα δύσκολο σκηνικό εγκαταλελειμμένων χωριών και μικρών πόλεων, εγκαταλειμμένων μεγάλων κτηρίων – άλλοτε ερευνητικών επιστημονικών κέντρων…
«Κάποιοι κριτικοί τη χαρακτηρίζουν ως “ταινία δρόμου”, αλλά δεν συμφωνώ. Ίσως μόνο από φιλοσοφική άποψη- ναι, “όλα είναι ένας δρόμος”… Αν και στην ταινία ένας πατέρας και η 16χρονη έφηβη κόρη του ταξιδεύουν στη Ρωσία με ένα κόκκινο μίνι λεωφορείο, από τον νότο, τον Καύκασο, προς τον βορρά. Η μητέρα της Λίζας πέθανε πριν από δέκα χρόνια. Ζουν μέσα σε ένα αυτοκίνητο και το ταξίδι είναι τρόπος ζωής γι’ αυτούς. Είναι σύγχρονοι νομάδες, που βγάζουν χρήματα πουλώντας δίσκους, ταινίες βιβλία, αλλά και προβάλλοντας ταινίες σε αποκρουσμένα χωριά πάνω σε έναν προβολέα».
Σε ερώτηση για το χάσμα μεταξύ των πατεράδων και των παιδιών, αναφέρει: «Το χάσμα παραμένει ίδιο, ειδικά σήμερα που στη χώρα μου κάποιοι πατεράδες πήραν μια απόφαση, που σκοτώνει τα παιδιά τους».
Ο Ηλία Ποβολότσκυ ζει στη Γαλλία, αλλά για την ταινία του, πριν από τα γυρίσματα έκανε δύο φορές μαζί με τον οπερατέρ του Νικολάι Ζελουντόβιτς, το ίδιο δρομολόγιο που κάνουν οι πρωταγωνιστές.
«Κάναμε πάνω από πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα από τη μία άκρη της Ρωσίας στην άλλη, από τον Νότο προς την Σιβηρία για να βρούμε τόπους, αλλά και ανθρώπους αληθινούς, αυθεντικούς, που πήραν μέρος στην ταινία μας, μαζί με τους ηθοποιούς» λέει και τονίζει: «Αν και είναι μυθοπλασίας η ταινία μας, είναι και ντοκιμαντέρ, όλα τα τοπία είναι αληθινά και οι άνθρωποι – ντόπιοι» αναφέρει.
«Θα ήθελα η θέαση της ταινίας μας, να γίνει μια στοχαστική εμπειρία γεμάτη ενσυναίσθηση. Τη “χάρη” είναι δύσκολο να τη διηγηθεί κανείς, αλλά είναι πολύ εύκολο να νιώσει την ελαφριά θλίψη της, που προκαλεί ανατριχίλα» συνεχίζει.
Στην ερώτηση πώς νιώθει όταν κάποιοι Ευρωπαίοι κριτικοί τον συγκρίνουν με τον Αντρέι Ταρκόφσκι, ενώ οι Ρώσοι κριτικοί κινηματογράφου με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, απαντάει: «Δεν ξέρω… Δεν νομίζω, αν και σίγουρα επηρεαζόμαστε από όλο τον πλούτο του κινηματογράφου. Η “Χάρη” συλλέγει σπασμένα κομμάτια της ρωσικής ιστορίας, διάσπαρτα σε βουνά, πεδιάδες και χωριά. Μέσα στη σιωπή και τα λίγα λόγια, τους σύντομους διαλόγους ξεπροβάλλουν τα σημάδια των καιρών, που είναι θολά. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε τη δική μας μετα-Ρωσία, δυστυχώς χωρίς πολλές ελπίδες προς το παρόν. Η μετακίνησή τους δεν είναι ούτε προς τα εμπρός ούτε προς τα πίσω, αλλά μάλλον σε έναν κύκλο» λέει ο σκηνοθέτης.
«Ο πατέρας και κόρη (Gela Chitava και Maria Lukyanova) διαβάζουν βιβλία και βλέπουν καλό σινεμά, πουλάνε DVD με ταινίες σε περιοχές που δεν φτάνει το ίντερνετ και η ζωή τους είναι η ζωή μιας οικογένειας που μετακινείται συνεχώς. Ο κινηματογράφος και τα ταξίδια δεν είναι στόχος, ούτε μέσο αλλά απλώς τρόπος ζωής. Ταξιδεύουν σε πόλεις και χωριά και στο ρεπερτόριό τους είναι μια ταινία – σταθμός στον ρωσικό κινηματογράφο, το “Brother”, στον “μπουφέ” τους μπίρα και πατατάκια, και στην ψυχή τους μια βαθιά μελαγχολία» καταλήγει ο Ηλία Ποβολότσκυ.