Ο Γιάγκος Ανδρεάδης έχει διδάξει, μεταφράσει και σκηνοθετήσει αρχαία τραγωδία, έχει γράψει για τον διάλογο της τραγωδίας με το φιλμ νουάρ, έχει μελετήσει διαπρεπείς εκπροσώπους του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, όπως ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι, και έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα για την οικονομική κρίση και το λαθρεμπόριο. Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε το καινούργιο του βιβλίο, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο τιτλοφορείται «Οι αρχαιοκάπηλοι» (εκδόσεις Λιβάνη) και έχει ως σκηνικό του τοπίο, μια φανταστική πόλη της Μακεδονίας. Εδώ η αρχαιολογική σκαπάνη θα φέρει στο φως μια αρχαιοελληνική κοιτίδα πολιτισμού, την Ηράκλεια την Εσχάτη (μιαν από τις πάμπολλες Ηράκλειες της αρχαιότητας), που συνδέεται μέσω του ιερού της με έναν από τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η πλοκή στρέφεται γύρω από το γεγονός της ανασκαφής, δείχνοντας πως η αρχαιολογία μπορεί να σκοντάψει πάντοτε όχι μόνο πάνω στην αρχαιοκαπηλία, όπως και όντως συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Ανδρεάδη, αλλά και σε άλλα, εξίσου βλαβερά και επικίνδυνα αγκάθια, όπως τα ναρκωτικά και το εμπόριο λευκής σαρκός (που επίσης θα κάνουν τη μυθιστορηματική τους εμφάνιση). Ένα άλλο αγκάθι που μπορεί να μπλεχτεί στα πόδια της αρχαιολογίας είναι η πολιτική και οι εθνικές διαφορές. Ο συγγραφέας δεν μπλέκει ακριβώς μεταξύ τους αυτά τα στοιχεία, υπαινίσσεται, όμως, επειδή μια ανασκαφή έχει ούτως ή άλλως να κάνει με την ανάδειξη ενός κομματιού του παρελθόντος, πως το παρελθόν είναι πιθανόν να διεκδικηθεί από πολλούς επιγόνους αν το επιτρέψουν οι περιστάσεις (ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στη Μακεδονία).
Τι θέλει, όμως, και τι οφείλει να κάνει στην πραγματικότητα η αρχαιολογία; Όταν η ανασκαφή δέχεται μιαν ολομέτωπη επίθεση αρχαιοκαπήλων, στην οποία εμπλέκεται ένας μεγάλος όγκος συμφερόντων, η μυθιστορηματική αλήθεια θα λάμψει έμμεσα: αρχαιολογία δεν είναι η αγάπη για την πατρίδα και για το έθνος γενικώς, αλλά η πεποίθηση πως τα αρχαία που ανεβάζει η έρευνα στην επιφάνεια διεκδικούν, με την ιστορία της κατασκευής τους, με τη σημασία των προσώπων τα οποία κλήθηκαν να υπηρετήσουν και με την ομορφιά της τέχνης τους, μια θέση στην καρδιά όλων μας. Όλοι θα εναγκαλιστούμε και θα αδράξουμε στήλες, κοσμήματα και ζωγραφιές που όχι μόνο κατάφεραν να επιζήσουν μέσα στους αιώνες, αλλά και εξακολουθούν να μας μαγεύουν – ανεξάρτητα πια από το πνεύμα, τη νοοτροπία και τις ιδέες της εποχής τους.
Μια δράση, λοιπόν, με πολλαπλές παραμέτρους και με πολλαπλά μηνύματα, αλλά και με πληθώρα ηρώων: ένας νεαρός αρχαιολόγος, που καταφτάνει στην ανασκαφή για να την προστατέψει από πιθανές δόλιες βλέψεις, ο προϊστάμενός του, καθηγητής και γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, ο οποίος του αναθέτει την αποστολή, ένας τοπικός παράγοντας με ύποπτες διασυνδέσεις και με ένα ακόμα πιο ύποπτο πολιτιστικό ίδρυμα υπό τον έλεγχό του, μια εκπρόσωπος του δημοσίου με νοοτροπία επαρχιακού ηγεμόνα, ένας σλαβομακεδονικής καταγωγής ειδικός στο ελληνικό ρεμπέτικο, μια γεμάτη ζέση δημοσιογράφος από την Ολλανδία, καθώς και μια πολλά υποσχόμενη αρχαιολόγος, που ενδιαφέρεται για την ανασκαφή και την επέκτασή της όσο ενδιαφέρονται και ο απεσταλμένος του υπουργείου μαζί με τον προϊστάμενό του.
Ξετυλίγοντας τον μύθο του βιβλίου του και χτίζοντας πόντο-πόντο τους χαρακτήρες και τα μοτίβα του, ο Ανδρεάδης εισάγει στο μυθιστόρημά του και κάποια στοιχεία που δεν συνηθίζονται στα αστυνομικά, κυρίως λόγω της ασάφειας και της απροσδιοριστίας τους. Τα στοιχεία αυτά, που ανήκουν στον κόσμο της ψυχανάλυσης ή και της μεταφυσικής, αποκτούν εν προκειμένω μιαν εμπράγματη παρουσία, χωρίς από την άλλη μεριά να χάσουν τη μυστηριακή υπόσταση ή την υποσυνείδητη προέλευσή τους. Τα όνειρα, η ομίχλη και οι λύκοι (οι τελευταίοι ως προνομιακές μορφές και σύμβολα της απειλής και φόβου) συνοδεύουν συχνά τον νεαρό πρωταγωνιστή τόσο στον ύπνο όσο και στις καθημερινές του πράξεις, συμβάλλοντας στη δημιουργία ατμόσφαιρας και κλίματος αγωνίας που κάθε καλό μυθιστόρημα οφείλει να επιδιώκει.