Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος συγκέντρωσε με το ανανεωτικό του πνεύμα το ενδιαφέρον όχι μόνο του αναγνωστικού κοινού αλλά και της κριτικής όταν εμφανίστηκε στα γράμματα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με δύο πεζογραφικά βιβλία. Έκτοτε και μέχρι τις ημέρες μας παραμένει στο προσκήνιο με τη δουλειά του να έχει πολλαπλασιαστεί, να έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, να έχει σχολιαστεί και να έχει προβληθεί ποικιλοτρόπως, αλλά και να έχει στο μεταξύ βρει τον δρόμο της προς τον κινηματογράφο.
Στο βιβλίο του «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος, ο Ραπτόπουλος δεν εμφανίζεται ως πεζογράφος, αν και αναλαμβάνει έναν ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των συγγραφέων και των αναγνωστών, χωρίς, όμως, να υποδύεται εντέλει ούτε τον κριτικό ούτε τον δημοσιογράφο ή τον γραμματολόγο. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά πριν από κάποια χρόνια, η επανέκδοσή του, ωστόσο, στις ημέρες μας δεν παύει να διεκδικεί το νόημα και βάρος της μια και, όπως το υπαινίσσεται και ο τίτλος, η αφήγηση είναι κάτι σαν ιστορία της σύγχρονης, ζώσης ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Ραπτόπουλος δεν εμπιστεύεται ιδιαιτέρως την κριτική της λογοτεχνίας (φοβάται τη θεωρητικολογία της ή δεν συμφωνεί με τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις της), νιώθει αποστασιοποιημένος από τον ακαδημαϊσμό της φιλολογικής επιστήμης και στέκει μακριά από τις ευκολίες των δημοσιογραφικών προσεγγίσεων όταν περιλαμβάνουν στο βεληνεκές τους συγγραφείς. Από την άλλη πλευρά το βιβλίο του ξεδιπλώνει έναν κατατοπιστικό χάρτη της ελληνικής πεζογραφίας από τις παλαιότερες μέχρι τις νεότερες και τις νεότατες γενιές: από τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Θανάση Βαλτινό, τον Βασίλη Βασιλικό, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Μένη Κουμανταρέα, τον Αντρέα Φραγκιά, τον Αντώνη Σουρούνη, τον Γιώργο Χειμωνά, τον Κώστα Ταχτσή, τον Αλέξη Πανσέληνο ή τον Δημήτρη Νόλλα (τα ονόματα χωρίς αλφαβητική ή ηλικιακή σειρά) μέχρι τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Απόστολο Δοξιάδη, τον Χρήστο Χωμενίδη, τη Σοφία Νικολαΐδου, την Άντζελα Δημητρακάκη, τη Γαλάτεια Ριζιώτη, τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και τον Χρήστο Χρυσόπουλο ή τον Μιχάλη Μιχαηλίδη (δεν εξαντλώ τον κατάλογο των αναφορών). Κι όλα αυτά είτε με σύντομα κριτικά σημειώματα, που δεν φοβούνται τον έπαινο, αλλά και δεν αποφεύγουν τον ψόγο, με πολύ περιεκτικές συνεντεύξεις ή με μικρά πλην συνθετικά και ιδιαιτέρως πυκνά συγκριτικά πορτρέτα.
Παρακάμπτοντας τη φιλολογία, την κριτική και τη δημοσιογραφία, ο Ραπτόπουλος κάνει το καλύτερο και το εντιμότερο με την πεζογραφική του ιδιότητα: προσεγγίζει τους συγγραφείς τους οποίους έχει επιλέξει (ζώντες στη συντριπτική τους πλειονότητα) με βάση την προσωπική του ματιά και το υποκειμενικό του γούστο, δίχως, όμως, να βγάζει ποτέ από τη γενική εικόνα κάποια αντικειμενικότερα χαρακτηριστικά των υπό συζήτηση έργων και προσώπων. Κι εδώ θα δούμε και τα θέματα που ενδιαφέρουν τον ίδιο όταν διατυπώνει ερωτήσεις προς τους συγγραφείς ή όταν δοκιμάζει σχόλια για τα γραπτά τους: η σχέση της ελληνικής με την ξένη (ευρωπαϊκή και αμερικανική) λογοτεχνία, οι επιδράσεις της τεχνολογίας και της επιστήμης στην τέχνη και ο βαθμός διείσδυσης της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας ή των αναγκών της παγκόσμιας αγοράς στο τοπίο της μυθιστορηματικής παραγωγής των ημερών μας. Και δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτά μα και για άλλα πολλά, εξίσου κρίσιμα και θεμελιώδη, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τους συγγραφείς, ο συσχετισμός μεταξύ πολύ ισχυρών (όπως τα αγγλικά και τα γαλλικά) και ανίσχυρων πολιτισμικά (όπως τα ελληνικά) γλωσσών, η αναδυόμενη κατίσχυση αφηγηματικών ειδών όπως τα κόμικς, η επιστημονική φαντασία και το νουάρ ή η συνεχιζόμενη στασιμότητα πολλών εγχώριων μυθιστορηματικών μπεστ σέλερ τα οποία έχουν ως μοναδικό τους ορίζοντα την τοπική αγορά.
Ένα βιβλίο που εκτός του αποτελεί ένα πλούσιο οδοιπορικό στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ξέρει πώς να μεταδώσει επικοινωνιακά το μήνυμά του και να μην επιτρέψει με το ύφος, τον τόνο και τον ρυθμό του στον αποδέκτη του να ξεχαστεί ή να εφησυχάσει έστω και προς στιγμήν.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ