Ανατολή 13ης Οκτωβρίου 1904. Στο ψηλότερο κτήριο της νήσου Καλυδώνας, στον κόλπο της Ελούντας, υψώνεται κίτρινο μπαϊράκι. Στα πλοία, με αυτή τη χλωμή σημαία, κρεμασμένη στο κορυφαίο κατάρτι, ο καπετάνιος προειδοποιεί τα παραπλέοντα σκάφη ότι το δικό του βρίσκεται σε κατάσταση καραντίνας. Εδώ, όμως, η περίπτωση είναι διαφορετική. Ένα ασάλευτο πλοίο καταμεσής του απέραντου γαλάζιου, ένα ολόκληρο νησί, είναι ο τόπος της καραντίνας και πρέπει να γίνει σαφές ότι απαγορεύεται στο οποιοδήποτε πλεούμενο να προσεγγίσει. Εδώ, για τον επόμενο μισό αιώνα και βάλε, θα γεννιέται και θα πεθαίνει η ζωή, χωρίς να τολμάει να ξεμυτήσει…
Στην πορεία των χρόνων, παρά το αρχαιοελληνικό όνομά του «Καλυδών» και τον περίφημο ελληνικό μύθο του καλυδώνιου κάπρου, το νησάκι στο έμπα του λασιθιώτικου κόλπου θα μείνει γνωστό με την ενετική του ονομασία και έναν καθόλου ελκυστικό χαρακτηρισμό: «Σπιναλόγκα, το νησί των λεπρών».
Η νόσος του Χάνσεν έχει… συστηθεί στην ανθρωπότητα από την περίοδο της λάσπης… Για την ακρίβεια, οι πρώτοι λεπροί τοποθετούνται στο 600 π.Χ.! Καθώς η έρευνα εξελίσσεται, διαπιστώνεται ότι η νόσος εμφανίζεται κυρίως σε τροπικά και υποτροπικά κλίματα. Η μεταδοτικότητά της, ωστόσο, την τοποθετεί στις περισσότερες γωνιές του πλανήτη. Στην Ελλάδα, πάντως, πρωτοαπαντάται επισήμως τον 14ο αι. και μάλιστα το πρώτο λεπροκομείο ιδρύεται το 1378 από τους Γενουάτες στη Χίο. Είναι εποχή πληθυσμιακών ανακατατάξεων και η μεγάλη κινητικότητα αιχμαλώτων και μεταναστών από την Ασία προς την Ευρώπη, με πύλη την Ελλάδα, σημαίνει «άφιξη» της νόσου και στα δικά της εδάφη.
Στις αρχές του 14ου αι. χανσενικοί υπάρχουν αρκετοί και κυρίως στα νησιά, τους πρώτους υποδοχείς των ξένων. Η νόσος είναι ακόμα αταυτοποίητη, αλλά τα αποκρουστικά δείγματά της στην όψη των πασχόντων, την καθιστούν «κίνδυνο θάνατο». Στην αρχή, οι πάσχοντες είναι υποχρεωμένοι να φωνάζουν για να προειδοποιούν τους υγιείς, μετά εξαναγκάζονται να φορούν κουδούνια για να γίνονται αντιληπτοί. Η αρρώστια καταβάλλει το σώμα τους, το στίγμα διαλύει και την ψυχή τους…
Όπου απαντώνται χανσενικοί, εκτοπίζονται σε περιοχές απομονωμένες, μακριά από τις υγιείς τοπικές κοινωνίες. Έρευνα και καταγραφή δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί. Περιηγητές είναι εκείνοι που καταγράφουν και μοιράζονται τις εμπειρίες τους από συναπαντήματα με χανσενικούς, τους οποίους κατά κανόνα χαρακτηρίζουν έκλυτους και ανήθικους… « Όλοι οι κοινωνικοί φραγμοί έχουν καταλυθεί στις αποικίες των λεπρών. Οι άρρωστοι ζουν στην αποκτήνωση και τη διαφθορά. Είδα φρικαλέα, παραμορφωμένους λεπρούς να επιδίδονται σε ερωτικές περιπτύξεις μέρα μεσημέρι στο ύπαιθρο» περιγράφει το 1779 δυτικός περιηγητής, περιβάλλοντας ευκόλως και αφελώς τη λέπρα με μανδύα έκλυσης των ηθών και χωρίς πάντως να διευκρινίζει αν την οργή του προκάλεσε η σε κοινή θέα συνεύρεση ή η αποκρουστική όψη των συνευρεθέντων!
Στην Κρήτη, πάντως, η διαχείριση των λεπρών τίθεται επισήμως ως ζήτημα προς αντιμετώπιση την περίοδο των Οθωμανών. Το 1717 εκδίδεται διαταγή περισυλλογής των λεπρών και εγκατάστασής τους εκτός των αστικών τειχών. Νωρίτερα, κυκλοφορούν χωρίς περιορισμούς, αλλά η παρουσία τους προκαλεί απέχθεια στον υπόλοιπο πληθυσμό, γεγονός που τους αναγκάζει να απομονώνονται. Μετά τη διαταγή, που δίνει επίσημο χαρακτήρα στον εκτοπισμό τους, συγκεντρώνονται στα «λεπροχώρια» ή «Μεσκινιές» (πιθανότατα από το τουρκικό «miskin» ρυπαρός), που δημιουργούνται στις παρυφές των πόλεων Ηράκλειο, Χανιά και Ρέθυμνο.
Στην πραγματικότητα, ετούτοι οι οικισμοί δεν απαρτίζονται μόνον από χανσενικούς, αλλά από πάσης φύσεως εκτοπισμένους, απόβλητους, που αδυνατούν να ενσωματωθούν στην κρητική κοινωνία. Η ασθένεια «βολεύει» τους… απρόσβλητους από πάσης φύσεως «κακό» πληθυσμούς. Την περίοδο 1850-1860, οι ασθενείς υπολογίζονται σε πεντακόσιους. Σε είκοσι χρόνια διπλασιάζονται.
Στο μεταξύ, από τα μέσα του 19ου αι. στη Σπιναλόγκα, όπου στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατοχής εξορίζονταν, βασανίζονταν και θανατώνονταν Χριστιανοί, έχουν φτιάξει τα σπιτικά και τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 Οθωμανοί. Έχουν στήσει εκεί κραταιές επιχειρήσεις, πολλοί ασχολούνται με τη ναυτιλία και το εμπόριο και πηγαινοέρχονται στις μεγαλουπόλεις του κόσμου για τις συναλλαγές τους. Την τελευταία 20ετία του 19ου αι. στο νησάκι κατοικούν 223 άνδρες και 34 γυναίκες, ενώ λειτουργούν και 27 καταστήματα πάσης φύσεως (παντοπωλεία, κρεοπωλεία, φούρνος, ραφείο, υποδηματοποιείο κ.α.). Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια της αυτονομίας της η Κρητική Πολιτεία, προσπαθώντας να απαλλαχθεί από το μουσουλμανικό στοιχείο, εκτοπίζει από τη Σπιναλόγκα τους Οθωμανούς. Κάποιοι λίγοι που έχουν απομείνει -και θυμίζουν βασανιστικά στους Κρητικούς τις διώξεις και τους βασανισμούς Χριστιανών- αρνούνται να αποχωρήσουν.
«Περιορίστε τους σε κάποιο νησί» – Εγκατάσταση και Εθνική Πολιτική
Την ιδέα για την εγκατάσταση των χανσενικών σε «κάποιο νησί» ρίχνουν στο τραπέζι οι διάσημοι γιατροί της εποχής Έντβαρντ Έλερς από την Κοπεγχάγη και Όλιβερ Κανχάιμ από τη Δρέσδη, οι οποίοι έχουν κληθεί από τον ύπατο αρμοστή της Κρήτης, πρίγκιπα Γεώργιο, προκειμένου να δώσουν λύση στο θέμα των λεπρών, που αρχίζει να μετατρέπεται σε μείζον ζήτημα. Οι δύο γιατροί παραμένουν στην Κρήτη για ενάμιση μήνα, επισκέπτονται τα λεπροχώρια, εξετάζουν ασθενείς συνομιλούν με Έλληνες συναδέλφους τους και στο τέλος συντάσσουν μία εκτενή έκθεση, στην οποία, μεταξύ άλλων, προτείνουν την εγκατάσταση των χανσενικών «ίσως σε κάποιο νησί», ώστε να κρατούνται μακριά από τους υγιείς και να καθίσταται δυνατή η συστηματική και απρόσκοπτη παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου τους.
Οι προτάσεις πέφτουν η μία μετά την άλλη. Διονυσάδες, Κουφονήσια, Γραμβούσα, Ντία… Κάποιοι, όμως, βλέπουν στην πρόταση των γιατρών διπλό όφελος. Το σκεπτικό είναι απλό. Η δημιουργία εγκαταστάσεων σε κάποιο από τα παραπάνω νησιά θα στοιχίσει ακριβά. Γιατί, λοιπόν, να μην αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες δομές στη Σπιναλόγκα και να εξυπηρετηθεί και μία εθνική υπόθεση; Στην επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο τότε νομάρχης Λασιθίου είναι σαφής: «… Η εγκατάστασις αυτή γενομένη, ίνα εξυπηρετήσει ουχί την επιβεβλημένην περισυλλογήν των πολυαρίθμων εν τη νήσω μας λεπρών και την θεραπείαν αυτών και την ανακούφισιν εκ των μεγάλων αναγκών αυτών και της κοινωνίας, εξής έπρεπε να απομακρυνθώσιν, αλλά δια λόγους εθνικούς, προς απομάκρυνσιν, εκείθεν, ως φρουρίου των Τούρκων»…
Η απόφαση δεν είναι εύκολη. Στα πρακτικά της Βουλής των Κρητών εκείνης της περιόδου, όπου εντέλει στις 21 Μαΐου του 1903 λαμβάνεται η σχετική απόφαση, καταγράφονται «τζαρτζαρίσματα» μεταξύ των βουλευτών, ύστερα από τα έντονα παράπονα εκ μέρους των μουσουλμάνων της Σπιναλόγκας, ότι εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις οικίες τους και να ριχτούν στον θάνατο… Η συζήτηση διαρκεί μία εβδομάδα.
Ο βουλευτής Ιερωνυμάκης εμφανίζεται επιφυλακτικός: «… ομολογώ ότι και εγώ επτοήθην… εσταματήσαμεν απέναντι του κωλύματος τούτου, δια τα ίδωμεν εάν θα δυνηθώμεν να εύρωμεν καταλληλότερον μέρος δια να περιορίσωμεν τους ανθρώπους τούτους και ούτως, ολίγον κατ΄ ολίγον να εξαλειφθή η δεινή αύτη νόσος…»
Αντιθέτως, ο συνάδελφός του Ψαρουδάκης εμφανίζεται αποφασιστικός: «… δεν πρέπει δια 50 ανθρώπους να επιτρέπωμεν εις τους νοσούντας να περιέρχωνται ελευθέρως τα χωρία προς μολυσμόν συμπάσης της κοινωνίας του τόπου…»
Έτσι, έναν τέτοιο Μάη σαν τον τωρινό, πριν από 119 χρόνια (για την ακρίβεια στις 30 Μαΐου του 1903), δημοσιεύεται ο νόμος 463 της Κρητικής Πολιτείας «περί εγκαταστάσεως στη Σπιναλόγκα των εν Κρήτη λεπρών». Οι λόγοι που στηρίζουν την απόφαση, έτσι όπως αναφέρονται στο σχετικό έγγραφο του γραφείου του Συμβουλίου του Ηγεμόνος της Κρητικής Πολιτείας, είναι οι εξής τέσσερις: α. η πλήρης απομόνωση των ασθενών από τους υγιείς, β. η αποτελεσματική φύλαξή τους, γ. η απαλλοτρίωση και η εκμετάλλευση των περιουσιών της οθωμανικής κοινότητας και δ. η δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης και το χαμηλό κόστος του εγχειρήματος.
Επίσημο όνομα του λεπροκομείου «Νοσηλευτήριον Λεπρών ο Άγιος Παντελεήμων» και για τα πρώτα έξοδά του αποφασίζεται η διάθεση 173.000 δραχμών, ποσό που εντάσσεται στον προϋπολογισμό 1903-1905. Με οκτώ βασικά διατάγματα και κάμποσες νομοθετικές ρυθμίσεις, ορίζονται οι λεπτομέρειες λειτουργίας του ιδρύματος, οι αμοιβές του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, που θα φροντίζει τους ασθενείς, και το επίδομα με το οποίο θα τροφοδοτούνται και θα συντηρούνται οι νέοι κάτοικοι της Σπιναλόγκας. Προβλέπονται τα πάντα. Πώς θα ντύνονται, πώς θα βλέπουν τους οικείους τους, πού και πώς θα πλένονται, πού θα θάβονται… Αλλά, άλλο στα χαρτιά και άλλο στην πράξη… Οι πρώτοι περνούν στη νησίδα δέκα χρόνια σκληρής ζωής. Αρχικά στο λεπροκομείο οδηγούνται οι φτωχοί πάσχοντες, οι αναλφάβητοι, οι απόκληροι της κρητικής κοινωνίας. Φαίνεται πως το «Νοσηλευτήριον» δεν υπηρετεί μόνον την απομόνωση για ιατρικούς λόγους, αλλά και για κοινωνικούς… Διαλέγουν κάποια ισόγεια σπιτάκια για εγκατάσταση κι από τα υπόλοιπα αναγκάζονται να ξηλώσουν ξύλα, πέτρες ό,τι υλικό μπορεί να φανεί πολύτιμο στην καθημερινότητά τους…
Το συγκλονιστικό «Οι Λεπροί: Άρρωστη Πολιτεία», που συγγράφει η Γαλάτεια Καζαντζάκη το 1914 και οι δραματικές μαρτυρίες κάποιων από τους πρώτους πάσχοντες-κατοίκους του νησιού πιστοποιούν την τραγικότητα των συνθηκών διαβίωσης για τους χανσενικούς εκείνα τα μαύρα χρόνια. «Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου αλλού, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή και … σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ΄ όλη τους της ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά σ΄ έναν βρομερό κοπρόλακκο που λέγεται Σπιναλόγκα. Η λέπρα που τους διαλύει είναι το χειρότερο κακό!» καταγράφει ο τρόφιμος Θ. Κορνάρος.
Χρόνια μετά, η εμβληματική φυσιογνωμία της κοινότητας των χανσενικών, ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης (φοιτητής Νομικής ήταν όταν οδηγήθηκε στο λεπροκομείο και παρέμεινε εκεί για 20 χρόνια), που διεκδίκησε με πάθος και κέρδισε σημαντικά προνόμια για τους συντρόφους του στο νησί, διηγείται: «Υπήρχε πρωτόγονον αποχωρητήριον που επάνω από τον βόθρο είχαν τοποθετηθεί μερικά σανίδια επί των οποίων είχε στηθή μία ξύλινη δήθεν λεκάνη από τα ίδια σανίδια. Μία απαίσια μυρωδιά αναδύετο και ο περαστικός την ένιωθε με αηδία. Πριν όμως απομακρυνθεί συναντούσε κι άλλο όμοιο κι άλλο […] Μου έλεγαν οι ψαράδες ότι όταν ο δρόμος τους έφερνε κοντά στη Σπιναλόγκα σε απόσταση 300 μέτρων από το φρούριο έφθανε μία απαίσια μυρωδιά…».
Η αλήθεια είναι ότι το νησί μόνο για απομόνωση ασθενών δεν ενδείκνυται. Τρεχούμενο νερό δεν υπάρχει, είναι ένας ξερότοπος, βράχος στη μέση της θάλασσας, που και η τσουκνίδα δύσκολα πιάνει ρίζα. Κάπου, μακριά από τον οικισμό, υπάρχει μια στέρνα, που συγκεντρώνει το βρόχινο νερό. Ίσαμε με κει είναι υποχρεωμένοι να περπατούν οι ταλαίπωροι ασθενείς για να εξασφαλίσουν το νερό που θα καθαρίσει τα ρούχα και τα σπιτικά τους και θα ικανοποιήσει τις διατροφικές τους ανάγκες, αφού πρώτα περάσει από βρασμό. Δεν είναι μόνο οι πόνοι της λέπρας, που τους βασανίζουν. Η καθημερινότητά τους είναι χειρότερη κι από την αρρώστια τους. Το μόνο που προσφέρει το νησί είναι αλόη. Διαπιστώνουν ότι όταν βράζουν το φυτό και το τοποθετούν ως επίθεμα στις πληγές τους, τους ανακουφίζει. Κατά τα λοιπά, ένας εφιάλτης είναι η ζωή τους. Γιατί εφιάλτης είναι κι η αρρώστια τους. Να πεθαίνεις σιγά σιγά, να γεμίζεις έλκη, να παραμορφώνεσαι, να νεκρώνουν τα άκρα σου, να χάνεις κομμάτια σου, να αδυνατίζεις, να καταρρέεις…
Τα χρόνια περνούν και στην κοινότητα της Σπιναλόγκας άλλοι «φεύγουν» κι άλλοι έρχονται… Το 1913 η Κρήτη ενσωματώνεται στην Ελλάδα. Το λεπροκομείο προσαρμόζεται στην εθνική πολιτική υγείας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αλλά και πάλι, ως το 1920 η ιατρική και νοσοκομειακή πρόνοια στηρίζεται κυρίως στη φιλανθρωπία και στο μεταξύ, με φαρμακερά άρθρα ο τοπικός Τύπος καταγγέλλει απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στην απομονωμένη κοινότητα των χανσενικών… «Η απόφασις της αντιπροσωπείας του κρητικού λαού έρριψε τριακόσια ανθρώπινα πλάσματα ακριβώς όπως οι οδοκαθαρισταί ρίπτωσιν εκάστην πρωίαν τα σκουπίδια έξω της πόλεως…» περιγράφει σε επιφυλλίδα της εφημερίδας «Ελπίς», στο φύλο της 28ης Απριλίου του 1921 ο γιατρός Ν. Κεφαλογιάννης, σχολιάζοντας απερίφραστα ότι το ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τόσο το φιλανθρωπικό όσο και το επιστημονικό του έργο.
Το 1927, σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο, ο νομάρχης Αναγνωστάκης του Λασιθίου αναζητεί στη… «φαντασία του Δάντη» την ιδανική περιγραφή της ζωής των ανθρώπων στον βράχο της Σπιναλόγκας. «Ξηρός και απότομος βράχος εν τη θαλάσση, περιτειχισμένος με ολίγας κατοικίας ως τρώγλας, δεν δύναται να εξυπηρετήσει έστω και κατ΄ ελάχιστον τας ανάγκας τοιούτου ιδρύματος. Και ως ειρκτήν καταδίκην και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής» περιγράφει χαρακτηριστικά.
Οι πληροφορίες ως προς τη μολυσματικότητα της νόσου είναι ακόμη συγκεχυμένες και μπροστά στο αξίωμα «ο φόβος φυλάει τα έρμα», οι καταγγέλλοντες το ίδρυμα ως κολαστήριο αλλά ταυτόχρονα επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την απομόνωση των ασθενών, καλούν την κεντρική ελληνική διοίκηση να επιληφθεί του θέματος, ώστε οι ασθενείς να μη φύγουν νωρίτερα απ΄ ό,τι η μοίρα της νόσου τους έχει προδιαγράψει… Ως εκ τούτου, στο ίδιο άρθρο του – καταπέλτη, ο γιατρός Κεφαλογιάννης σημειώνει: «δεν πρέπει να μείνει ουδεμία αμφιβολία περί της μεταδοτικότητας του νοσήματος και συνεπώς οφείλομεν πάντες παρ΄ όλον το σκληρόν του ζωντανού ξεχωρισμού να συνδράμωμεν την πολιτείαν όπως περισυλλέξη όλους τους πάσχοντας ίνα εφάπαξ τελειώση η φοβερά αυτή τραγωδία».
Για τουλάχιστον δύο αιώνες η λέπρα είναι το μεγάλο στοίχημα της επιστήμης. Αφού έχει «αποδεσμευτεί» από τη μονοπωλιακή θρησκευτική ερμηνεία ότι αποτελεί την τιμωρία του κυρίου στην αμαρτωλή ζωή (!), ο δρόμος προς την επιστημονική διερεύνηση των αιτίων που την προκαλούν έχει ανοίξει. Ως τότε, στην… ποδιά της νόσου θα πέσουν κάμποσες ζωές και ασφαλώς, η Σπιναλόγκα δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Οι άνθρωποι είναι απομονωμένοι, φυλακισμένοι, μακριά από τις οικογένειές τους, καταδικασμένοι να κοιμούνται και να ξυπνούν σ΄ έναν ξερότοπο, όπου από τη μία, ο διαρκής συγχρωτισμός δημιουργεί αντιπαλότητες και διαπληκτισμούς και από την άλλη, οι ανάγκες για φροντίδα από τη νόσο επιβάλλουν την προσέγγιση και καμμία φορά τη δια βίου δέσμευση, ακόμη κι αν αυτός ο βίος είναι βραχύς… Παρά την αρχική απαγόρευση, άνδρες και γυναίκες νοσούντες έρχονται κοντά, φροντίζουν ο ένας τον άλλο και ενίοτε παντρεύονται. Σ΄ αυτές τις αποφάσεις το κυρίαρχο συναίσθημα δεν είναι πάντα ο έρωτας. Τις περισσότερες φορές είναι η ανάγκη. Να έχεις κάποιον πλάι σου, να σου καθαρίζει τα έλκη, να σου πλένει τους επιδέσμους, να σου δένει τις πληγές. Αρκεί να το ΄χεις πάρει απόφαση ότι τούτο το νησί είναι πια η έδρα σου, ο τόπος σου, η εστία σου. Γιατί πολλοί αρνούνται να το δεχθούν…
Σε τεύχος του περιοδικού του με τίτλο «Μύσων», όπου, το 1932 δημοσιεύονται και οι πρώτες φωτογραφίες από τη ζωή στη Σπιναλόγκα, ο βουλευτής Λασιθίου, Μιχαήλ Καταπότης, δημοσιεύει ότι κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, αναφέρονται συχνές προσπάθειες απόδρασης, εξαιτίας των οποίων κινητοποιείται άπας ο αστυνομικός μηχανισμός για τον εντοπισμό και του «δράστη» και την επιστροφή του εκεί όπου ανήκει… Αντίστοιχα καταγεγραμμένες είναι και αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας, κυρίως από νεοφερμένους. Στη μελέτη του με τίτλο «Ζωές και θάνατοι ενός κρητικού λεπρού» ο Γαλλο – ελβετός αρχιτέκτονας και εθνολόγος Μορίς Μπορν, βρίσκεται το 1967 στην Πλάκα να συνομιλεί με αποθεραπευθέντες για τη ζωή τους στο λεπροκομείο. Κάποιος από τους συνομιλητές του τού εξομολογείται: «Ο θάνατος! Στη Σπιναλόγκα όλοι βάδιζαν προς τον θάνατο γιατί δεν υπήρχε το πνεύμα της δημιουργίας. Γι αυτό και συνήθιζαν διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους. Εμάς μας απασχολούσε κυρίως η προετοιμασία του θανάτου. Γι αυτό λέγαμε: αυτός πέθανε, ξεκουράστηκε…».
Οι… Απόβλητοι που δεν Νόσησαν ποτέ
Στην αστυνομική ταυτότητα της Ιφιγένειας, στον τόπο γέννησης γράφει «Σπιναλόγκα». Εκεί πρωτοείδε το φως του ήλιου από γονείς «έγκλειστους» χανσενικούς. Εκείνη δεν νόσησε ποτέ. Ήταν όμως «ύποπτη». Ένα τόσο δα παιδί, βρέφος, χαρακτηρισμένο «άτομο υψηλού κινδύνου». Όπως και πολλά άλλα στο νησί της ντροπής, που υγιή γεννήθηκαν και υγιή έμειναν ίσαμε το τέλος του βίου τους. Αλλά βλέπεις, μεγάλη κατάρα η αρρώστια και η ιατρική δεν είχε κάνει ακόμα το άλμα της… Προκειμένου, λοιπόν, να κινδυνεύσει η υγιής κοινωνία, το παιδί των αρρώστων που δεν έφερε το καταραμένο βακτήριο (αλλά και πώς να σιγουρευτείς ότι δεν θα ασθενούσε κάποτε;) καταδικαζόταν να συνυπάρχει με τους «στιγματισμένους» του νησιού. Και δεν ήταν λίγα εκείνα τα παιδιά, που γεννήθηκαν από χανσενικούς γονείς και ποτέ δεν νόησαν τα ίδια. Γιατί η αρρώστια ήταν ύπουλη (και παραμένει, αλλά τώρα γιατρεύεται). Την είχες μέσα σου κι ήσουν τυχερός αν έβλεπες τα πρώτα συμπτώματα στην πενταετία. Άλλοι χρειάστηκαν 20 ολόκληρα χρόνια για να καταλάβουν ότι κουβαλούσαν μέσα τους το «θεριό»… Κι άλλοι, πολλοί, δεν νόσησαν ποτέ. Έτσι, κι αλλιώς, όταν βρέθηκε η θεραπεία, οι επιστήμονες «κλείδωσαν» ότι η μεταδοτικότητά της μπορεί να αποφευχθεί αν ο πάσχων φροντίζει να προστατεύει το περιβάλλον του από τις εκκρίσεις του βλεννογόνου του (σταγονίδια από βήχα, φτάρνισμα κ.λπ.).
Η αλήθεια είναι ότι για πολύ καιρό μετά τη δρομολόγηση της θεραπείας, ο κόσμος έτρεμε ακόμα και το φάντασμα της νόσου. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό στην πρεμιέρα της πρώτης περί τη Σπιναλόγκα κινηματογραφικής ταινίας, υπό τον τίτλο «Το νησί της σιωπής», που σκηνοθέτησε το 1957 η Λίλα Κουρκουλάκου και τον επόμενο χρόνο εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Η πρεμιέρα θα γινόταν σε σινεμά της Κοκκινιάς με τη σκηνοθέτη παρούσα. Ωστόσο, στα πρώτα λεπτά, το κοινό, απρόθυμο για προβληματισμό ή και φοβούμενο μεταδοτικότητα της νόσου δια της… μεγάλης οθόνης, εγκατέλειψε την αίθουσα. Πολύ πριν τελειώσει η προβολή, ο κινηματογράφος είχε αδειάσει!
Η Ιφιγένεια δεν ζει πια. Έφυγε από φυσικά αίτια σε βαθύ γήρας. Τριάντα χρόνια έζησε στη Σπιναλόγκα. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έμαθε γράμματα, εκεί κοινωνικοποιήθηκε, εκεί μόχθησε για τα προς το ζην… «Πολλά πράγματα εκεί πέρα ήταν περίεργα. Ήταν και παράξενοι και καλοί και κακοί άνθρωποι ήτανε, γιατί ήτανε από όλη την Ελλάδα. Γιατί τους φέρανε τους καημένους κι αυτούς άδικα κει μέσα. Τότε αυτά τα κάνανε. Κάτι βλέπανε, κλείστονε μέσα! Τι να δούνε! Μπορεί να ήταν κάτι, ένα σπυράκι, κάτι άλλο, κάτι, τόσα που βγάνει ο κόσμος […] Τους παίρνανε, αλλά δεν έδιναν και σημασία. Πολύ δύσκολα περνούσε ο κόσμος στο νησί […] Λέει, άστα εκείνα τα ζώα μέσα εκεί… Κατάλαβες; Έτσι βρέθηκα κι εγώ δύσκολα…» περιέγραφε κάποτε σε μια συζήτησή της με τον κοινωνιολόγο Μάνο Σαββάκη, που «φιλοξενήθηκε» στη μελέτη του με τίτλο «Οι Λεπροί της Σπιναλόγκας».
Μεγάλη κοπέλα πια το 1957, που μπήκε λουκέτο στην κοινότητα των λεπρών, ήταν από εκείνους τους είκοσι εναπομείναντες που έκλεισαν πίσω τους την πόρτα της «νησίδας», όπως εντέλει βρήκαν να αποκαλούν τη Σπιναλόγκα οι γραμματιζούμενοι για να μην προσβάλουν ούτε τους κατοίκους της ούτε κι εκείνους που τη διαμόρφωσαν ως τόπο εξορίας ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν στην απομόνωση, επειδή ήταν απειλή για τη δημόσια υγεία.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ