Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, «ένας ακαταπόνητος άνθρωπος των γραμμάτων, που εισέφερε σημαντικά σε όλα τα επιμέρους είδη της πεζογραφίας, με διηγήματα, μυθιστορήματα, βιογραφίες, και για μισό περίπου αιώνα αποτέλεσε έναν μοναδικό κόμβο μεταξύ της σύγχρονης ελληνικής και της ρωσικής λογοτεχνίας», όπως ανέφερε η ανακοίνωση της Εταιρείας Συγγραφέων με αφορμή το θάνατό του τον Μάιο του 2008.
Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση από το 1956 έως το 1975 και σύμφωνα με τους κριτικούς, στο έργο του αναπτύχθηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. Η γραφή του κινείται στο πλαίσιο του ποιητικού ρεαλισμού, με στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού και επιρροές από τη ρωσική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και από Ευρωπαίους συγγραφείς του μεσοπολέμου, όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Τζέιμς Τζόις. Ο ίδιος έλεγε: «Αισθάνομαι πως έγραφα συνέχεια το ίδιο βιβλίο», παρόλο που πουθενά δεν υπάρχει επανάληψη σε «ρυθμούς, θέματα, μορφές, τον τρόπο της γραφής…».
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1924 στην Αμαλιάδα Ηλείας. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, πήγε στην Αθήνα το 1944 και σπούδασε Νομικά έως το 1947 που στρατεύτηκε. Τα εφηβικά και νεανικά του χρόνια σφραγίστηκαν από τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, καθώς ήταν οργανωμένος στην ΕΠΟΝ από το 1942. Το 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, εντάχθηκε στον «Δημοκρατικό Στρατό» και συγκεκριμένα στους αντάρτες του αρχηγείου της Ηπείρου. Με το ψευδώνυμο «Σφυρής», έστελνε χρονογραφήματα στα «Καθημερινά Νέα» που έβγαζαν στο αρχηγείο οι Βασίλης Άνθης και Κώστας Τσανάκας.
Στα τέλη του 1949, μετά τη λήξη του Εμφυλίου, διέφυγε στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αρχικά στο Βουκουρέστι και από το 1956 στη Μόσχα, όπου παρέμεινε έως τον επαναπατρισμό του το 1975. Το 1953 καταδικάστηκε ερήμην τρις εις θάνατον από το στρατοδικείο Ιωαννίνων.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας και το 1957 γνωρίστηκε με τη νεαρή φοιτήτρια της φιλολογίας Σόνια Ιλίνσκαγια (γ. 1938, αργότερα καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων), την οποία νυμφεύτηκε το 1959 και απέκτησαν μία κόρη, την Όλγα Αλεξανδροπούλου, καθηγήτρια της Ρωσικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών σήμερα.
Οι πρώτες δημοσιεύσεις του στα ελληνικά και τα ρωσικά προκάλεσαν την προσοχή των διανοουμένων της Αριστερός που έμεναν στην Ελλάδα και αρθρογραφούσαν στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Ως τότε είχαν κυκλοφορήσει στο εξωτερικό δύο τόμοι με διηγήματά του από τον εμφύλιο (1954 και 1956), αλλά στον ελλαδικό χώρο έγινε γνωστός απ’ τη βράβευσή του στο διαγωνισμό «Κορυσχάδες», που είχε προκηρύξει το περιοδικό το 1963. Στη συνέχεια, τυπώθηκε στην Αθήνα το μυθιστόρημά του «Νύχτες και Αυγές» (1963) και η συλλογή διηγημάτων «Λευκή Ακτή» (1966).
Μετά τον επαναπατρισμό του κυκλοφόρησαν η συλλογή διηγημάτων «Φύλλα Φτερά» (1977) και τα μυθιστορήματα «Σκηνές από το Βίο του Μάξιμου Γραικού» (1976), «Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους» (1976) και «Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό (1980).
Από τις μελέτες του του περίοπτη θέση κατέχουν οι «Πέντε Ρώσοι κλασικοί», όπου εξετάζονται οι Πούσκιν, Γκόγκολ, Μπελίνσκι, Ντοστογιέφσκι και Τολστόι (1975), καθώς και η τρίτομη ιστορία της «Ρωσικής Λογοτεχνίας, από τον 11ο αιώνα έως την επανάσταση του 1917» (1977-1978). Από τις μεταφράσεις του, πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα «Η Πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους», ένα ρωσικό χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη (1978), άγνωστο έως την έκδοσή του στον ελλαδικό χώρο.
Το ρωσικό κεφάλαιο της δουλειάς του ολοκληρώθηκε με τη μυθιστορηματική βιογραφία του «Ο Τολστόι» και με ένα αφιέρωμα στην τραγική περίπτωση του ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ – το «Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι» ήταν η τελευταία του συνεισφορά στα ελληνικά γράμματα.
Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2001, με τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία Τολστόι (1978) και Γκόρκι (1979), για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία, με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1981, για «Το ψωμί και το βιβλίο: ο Γκόρκι»), το βραβείο Τουμανιάν (1985 για το «Οι Αρμένηδες: ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους») και το μετάλλιο Πούσκιν (2007).
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 19ης Μαΐου 2008, στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντινάν» της Αθήνας, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο.
Έγραψαν για τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο
Οξυδερκής και ευαίσθητος συγγραφέας, κινείται σε ένα χώρο ρεαλιστικό, όπου όμως η ψυχογραφία παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην έξέλιξη της αφήγησης, καθώς ερμηνεύει τη συμπεριφορά των ηρώων, οι οποίοι φέρνουν τα σημάδια μιας πραγματικότητας κάποτε οδυνηρής. Πρόσθετο ενδιαφέρον της πεζογραφίας του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι η θεματική του, που είναι αντλημένη από τον ελληνισμό της αναγκαστικής διασποράς στις ανατολικές χώρες μετά τον έμφύλιο πόλεμο, μαζί με τα πολλά σύνθετα προβλήματα που δημιούργησαν οι διπλά ανώμαλες συνθήκες. Αλέξανδρος
Αργυρίου, κριτικός λογοτεχνίας
Άλλος πρόσφυγας στη Ρωσία που επαναπατρίστηκε […] όταν έπεσε η στρατιωτική δικτατορία, είναι ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (γ. 1924). Η ζωή του διανοούμενου στην υπηρεσία του σοβιετικού δημοσίου του έδωσε τη δυνατότητα συγγραφής πολυάριθμων διηγημάτων και αργότερα βιογραφικών μυθιστοριών, αλλά και μεταφράσεων στα ελληνικά που εκτιμήθηκαν από τους ειδικούς. Οι μυθιστοριογραφικοί του τρόποι είναι παραδοσιακοί, στηριγμένοι γερά στον παντογνώστη αφηγητή· ένα χαρακτηριστικό που συμβαδίζει με τη μετριοπαθή ιδιοσυγκρασία του και με το ήθος του, χάρη στα οποία κρατιέται σε κάποια απόσταση από τα γεγονότα. Η καλλιεργημένη παιδεία ευνόησε τη συγγραφή έργων που απαιτούν μελέτη και έρευνα· προσόντα που αποφέρουν τα αποτελέσματά τους στην κορυφαία του βιογραφική μυθιστορία, ” Σκηνές από το βίο του Μάξιμσυ του Γραικού” (πρώτη μορφή γραμμένη στα 1967-1969 και δημοσιευμένη το 1976). Πρόκειται για ένα μοναχό που, αφού σπούδασε στην Ιταλία, έπαιξε ρόλο στη Ρωσία ως θεολόγος.
Μάριο Βίτι, κριτικός λογοτεχνίας
Πηγή: sansimera.gr