Οι αγώνες στην Ολυμπία ήταν οι διασημότεροι και ενδοξότεροι του αρχαίου κόσμου. Οι νικητές λατρεύονταν ως θεοί και απολάμβαναν πρωτοφανείς τιμές από τους συμπολίτες τους. Ο κατάλογος περιλαμβάνει 9 μεγάλους αθλητές της αρχαιότητας, που μνημονεύονται ως τις μέρες μας και μία γυναίκα, η οποία διακρίθηκε για το υποστηρικτικό της έργο στις αρματοδρομίες. Ήταν και ο μόνος τομέας που εμπλέκονταν γυναίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαιότητας.
Όρσιππος
Καταγόταν από τα Μέγαρα και κέρδισε τον αγώνα του σταδίου (192,28 μ.) στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 720 π.Χ. Ήταν ο αγαπημένος τού κοινού και υπήρξε ίσως ο πρώτο αθλητής που έτρεξε γυμνός στους αγώνες, επειδή αυτό του έδινε πλεονέκτημα σε σχέση με τους ντυμένους συναθλητές του, όπως αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας.
Βαρασδάτης
Ο Βαρασδάτης (Varazdat) καταγόταν από την Αρμενία και πρώτευσε στην πυγμαχία σε μία από τις τελευταίες Ολυμπιάδες της αρχαιότητας στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. Αριστοκρατικής καταγωγής, ανήκε στη δυναστεία των Αρσακιδών και ανέβηκε στο θρόνο της Αρμενίας από το 374 έως το 378, ως ενεργούμενο των Βυζαντινών. Στις 8 Μαΐου 1998, ένα άγαλμα του Βαρασδάτη τοποθετήθηκε στην Ολυμπία, με πρωτοβουλία της Αρμενικής Ολυμπιακής Επιτροπής.
Kυνίσκα
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της αρχαιότητας ήταν υπόθεση των ανδρών. Οι γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος (ούτε καν τους επιτρεπόταν η παρακολούθησή τους), παρά μόνο ως ιδιοκτήτριες και προπονήτριες αλόγων στις αρματοδρομίες. Η Κυνίσκα από τη Σπάρτη ξεχώρισε για την τόλμη και τις ικανότητές της. Καταγόταν από βασιλική γενιά και γεννήθηκε περί το 440 π.Χ. Κέρδισε δύο φορές στις αρματοδρομίες, στο αγώνισμα του τεθρίππου (άρμα με 4 άλογα), το 396 π.Χ. και 392 π.Χ. Υπήρξε η πιο διάσημη αθλήτρια (εν ευρεία εννοία) της αρχαιότητας και πολλοί ιστορικοί την αναφέρουν ως σύμβολο της κοινωνικής ανόδου των γυναικών και της διεκδίκησης ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών με τους άνδρες.
Πολυδάμας
Καταγόταν από τη Σκοτούσσα της Θεσσαλίας και ήταν Ολυμπιονίκης στο παγκράτιο το 408 π.Χ. Είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη για τη δύναμή του και πολλοί στον συνέκριναν με τον Ηρακλή. Θρυλείται ότι σκότωσε με τα χέρια του ένα λιοντάρι (μιμούμενος τον άθλο του Ηρακλή) και σταμάτησε μία άμαξα. Κάποτε ο Πολυδάμας προσκλήθηκε από τον βασιλιά των Περσών Δαρείο Β’, που ήθελε να πεισθεί αν η φήμη του ήταν δικαιολογημένη ή όχι. Εκεί, στα Σούσα, ο Πολυδάμας μονομάχησε με τρεις άνδρες της επίλεκτης φρουράς του Πέρση βασιλιά, τρεις από τους «Αθανάτους», τους οποίους κατανίκησε και σκότωσε. Η μόνη παράδοση που αναφέρεται σε ήττα του σχετίζεται με τη συμμετοχή του σε Ολυμπιακούς Αγώνες για δεύτερη φορά, οπότε έχασε σ’ έναν αγώνα από τον Πρόμαχο, αλλά, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα «Αχαϊκά» του, οι Θεσσαλοί δεν δέχονταν αυτή την παράδοση. Για το θάνατό του αναφέρεται ότι πέθανε από την υπερβολική αυτοπεποίθησή του. Κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου με φίλους του, η οροφή του σπηλαίου, στο οποίο βρίσκονταν, ράγισε κι ενώ οι φίλοι του εγκατέλειψαν άρον άρον το χώρο, αυτός, νομίζοντας ότι μπορεί να συγκρατήσει με τα χέρια του τους βράχους, καταπλακώθηκε και πέθανε.
Ονομαστός
Έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. και καταγόταν από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Υπήρξε ο πρώτος Ολυμπιονίκης της πυγμαχίας το 688 π.Χ. Είχε στο ενεργητικό του ακόμη τρεις ολυμπιακούς τίτλους, γεγονός που τον κατατάσσει στην πρώτη θέση όλων των εποχών (ο ούγγρος Λάζλο Παπ είχε τρία χρυσά μετάλλια στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες). Σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, ο Ονομαστός συνέγραψε και κωδικοποίησε τους κανονισμούς της αρχαίας πυγμαχίας.
Μελαγκόμας
Αρχαίος έλληνας πυγμάχος από την Καρία της Μικράς Ασίας, που έζησε το 1ο αιώνα μ.Χ. Αναδείχθηκε ολυμπιονίκης στην πυγμαχία στους 207ους ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας, το 49 μ.Χ. Είναι κυρίως γνωστός για την ασυνήθιστη τεχνική του, με την οποία απέφευγε τα χτυπήματα των αντιπάλων του, ενώ ο ίδιος δεν τους χτυπούσε και κέρδιζε απλώς με το να τους εξουθενώνει. Οι διαθέσιμες πληροφορίες για τον Μελαγκόμα παραδίδονται κυρίως μέσα από τις μαρτυρίες του συγγραφέα Δίωνα του Χρυσόστομου (40-120), όπου τον συγκρίνει με τον ιδανικό αθλητή και άνθρωπο, ενώ παράλληλα εξυμνεί την αντοχή, τον αυτοέλεγχο, την αρρενωπότητα και τη γενναιότητα του, και αναφέρει ότι δεν έχασε ποτέ κανένα αγώνα και ότι ποτέ δεν δέχτηκε χτύπημα αντιπάλου. Πέθανε σε νεαρή ηλικία, στη Νεάπολη της Μεγάλης Ελλάδας (σημερινή Νάπολι Ιταλίας) και σύμφωνα με τον ρήτορα Θεμίστιο ήταν εραστής του ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου.
Χίονις
Έζησε στον 7ο αιώνα π.Χ, καταγόταν από τη Λακωνία και ήταν ίσως ο πιο φημισμένος άλτης της αρχαιότητας. Λέγεται ότι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 656 π.Χ. προσγειώθηκε στα 7,05 μ. στο άλμα εις μήκος, επίδοση που θα του έδινε την πρώτη θέση στους Α’ Σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896 και θα τον κατέτασσε στην πρώτη δεκάδα των αθλήματος στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Σπουδαία ήταν και η επίδοσή του στο άλμα τριπλούν με 15,85 μ. Και όλα αυτά χωρίς τη βοήθεια των χημικών ουσιών της σύγχρονης εποχής. Ο Χίονις ή Χιόνης ήταν και δεινός δρομέας. Κατέκτησε ολυμπιακούς τίτλους στον στάδιο δρόμο (περί τα 200 μέτρα) και στον δίαυλο δρόμο (περί τα 400 μέτρα).
Διαγόρας
Έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ, καταγόταν από τη Ρόδο και ήταν ο γενάρχης της σημαντικότερης αθλητικής οικογένειας της αρχαιότητας. Ο ίδιος κέρδισε το αγώνισμα της πυγμαχία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 464 π.Χ, τέσσερις φορές στα Ίσθμια και δύο φορές στα Νέμεα. Οι γιοι και οι εγγονοί του έγιναν εξίσου επιτυχημένοι αθλητές της πυγμαχίας και του παγκρατίου. Κατά τη διάρκεια της 83ης Ολυμπιάδας (448 π.Χ.), οι γιοι του Δαμάγετος και Ακουσίλαος, μετά τη νίκη τους, τον περιέφεραν θριαμβευτικά στους ώμους τους για να πανηγυρίζουν μαζί με τον διάσημο πατέρα τους τη νίκη τους. Τότε, ένας θεατής φώναξε από την εξέδρα: «Κάτθανε, Διαγόρα, ου και ες Όλυμπον αναβήσῃ» («Πέθανε Διαγόρα, μην περιμένεις να ανέβεις και στον Όλυμπο»), υπονοώντας ότι έφθασε στο ανώτατο σημείο για ένα άνθρωπο και αθλητή.
Θεαγένης
Έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ. και καταγόταν από τη Θάσο. Ήταν ένας από τους πιο φημισμένους πυγμάχους, παγκρατιστές και δρομείς της αρχαιότητας. Μικρός ήταν ατίθασος χαρακτήρας και μάλιστα είχε προκαλέσει τους συμπατριώτες του όταν ξεκόλλησε ένα άγαλμα από τη βάση του και το πήρε σπίτι του. Αυτό θεωρήθηκε βλασφημία και η ποινή του θανάτου ήταν μονόδρομος για το νεαρό παιδί. Τον έσωσε ένας σεβάσμιος γέροντας που του υπέδειξε να επαναφέρει το άγαλμα στη θέση του κι αυτός φρόντισε να καταλαγιάσει την οργή των συμπατριωτών του. Από τότε, η ζωή του άλλαξε, καθώς φρόντισε να διοχετεύσει τη δύναμή του στον αθλητισμό. Κέρδισε πάνω από 1.400 αγώνες και οι σύγχρονοί του πίστευαν ότι ήταν γιος του Ηρακλή. Οι μεγάλες του επιτυχίες ήλθαν το 480 π.Χ, όταν κέρδισε το αγώνισμα της πυγμαχίας στην Ολυμπία και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 476 π.Χ. το αγώνισμα του παγκρατίου.
Μίλων
Έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και καταγόταν από τον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας. Οι ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν ο κορυφαίος παλαιστής της αρχαιότητας. Κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς καριέρας του κέρδισε πολλές φορές τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το παρουσιαστικό του ήταν τρομακτικό, η δύναμή του απίστευτη και η τεχνική του ανυπέρβλητη. Οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν γιο του Δία. Λέγεται ότι κάθε μέρα έτρωγε οκτώ κιλά κρέας και ότι κάποτε στην Ολυμπία περιέφερε στους ώμους του ένα ταύρο, τον οποίο έσφαξε και τον καταβρόχθισε. Ο Μίλων δεν ασκούνταν μόνο στο σώμα, αλλά και στο πνεύμα. Ήταν ποιητής και μουσικός και μαθητής του μαθηματικού και φιλόσοφου Πυθαγόρα.