Δύο αιώνες γερμανικής ιστορίας καλύπτει η «Όλγα», το καινούργιο μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ Σλινκ (Bernhard Schlink). Χωρίς να φορτώνει το βιβλίο με ιστορικές λεπτομέρειες, ο συγγραφέας του «Διαβάζοντας στη Χάννα» κατορθώνει να παρακολουθήσει την πορεία της ηρωίδας του από τα πρώτα της βήματα μέχρι το τέλος της, επιχειρώντας μια αναδρομή από το γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871, την ίδρυση του γερμανικού Ράιχ, το ίδιο έτος, και τους παγκόσμιους πολέμους ως τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, τον γερμανικό Μάη του 1968 και τις ημέρες μας.
Τα τραύματα από το εθνικό παρελθόν, οι προκαταλήψεις, τα λάθη και ο ταξικός αποκλεισμός δυσκολεύουν τη ζωή των ηρώων και τους κάνουν ανίκανους να ερωτευτούν. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ δημοσιεύει σήμερα απόσπασμα από το βιβλίο του Σλινκ, που πρόκειται να κυκλοφορήσει στο αμέσως προσεχές διάστημα από τις εκδόσεις Κριτική, σε μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού.
Ακολουθεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Όλγα»
«Συνέχισε να διδάσκει στο χωριό της μέχρι την προβλεπόμενη από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών παράδοση της κυριαρχίας των εδαφών βόρεια του ποταμού Μέμελ στη γαλλική διοίκηση, προτού η Λιθουανία προσαρτήσει το 1923 ολόκληρη την περιοχή. Μετά δίδασκε σε ένα χωριό νότια του Μέμελ.
Η χαρά της εκείνο τον καιρό ήταν ο Άικ, ένα ικανό, εφευρετικό και επιδέξιο παιδί. Τα χέρια του έπιαναν και μπορούσε να κατασκευάσει μια βάρκα ή ένα αυτοκινητάκι. Ταυτόχρονα όμως ήταν ένας ονειροπόλος που δεν χόρταινε να ακούει για μακρινές θάλασσες και χώρες στα πέρατα της Γης. Όταν ανακάλυψε τον Τζόναθαν Σουίφτ και τον Ντάνιελ Ντεφόε, η Όλγα άρχισε να του διηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του Χέρμπερτ στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, στην Αργεντινή, στην Καρελία, στις χερσονήσους και στη Σιβηρία. Τη Σπιτσβέργη και το γεγονός ότι ο Χέρμπερτ ήταν ακόμη αγνοούμενος προτίμησε να τα αποσιωπήσει.
Στον Άικ παρουσίαζε έναν ηρωικό Χέρμπερτ και όχι το αγόρι από την Πομερανία που υπερεκτίμησε τον εαυτό του καταλήγοντας χαμένος στους πάγους, έναν λάτρη της περιπέτειας με άσβεστη την επιθυμία της απεραντοσύνης και των μακρινών ταξιδιών που δεν το έβαζε ποτέ κάτω, άντεχε στις χειρότερες κακουχίες και αψηφούσε τους μεγαλύτερους κινδύνους. Ήταν σαν να επιδίωκε να τον φαντάζεται με τον τρόπο που εκείνος έβλεπε τον εαυτό του και ήθελε να τον βλέπουν οι άλλοι, παρότι στα μάτια του κόσμου δεν ήταν παρά ένας αποτυχημένος. Σαν να είχε ξεχάσει τις κατηγορίες που διατύπωνε εναντίον του εαυτού της. Μεταγενέστερα καταλήφθηκε από τον φόβο ότι ο Άικ, όπως ο Χέρμπερτ, θα χάσει τον προσανατολισμό της ζωής του και στο τέλος θα καταστραφεί παίρνοντας στον λαιμό του κι άλλους. Όμως ο λόγος της δεν επιδρούσε πια πάνω του.
Χάρη στις ικανότητές του, ο Άικ κατάφερε να φύγει από το χωριό και να πάει στην πόλη, μετά από το δημοτικό να φοιτήσει σε γυμνάσιο και από το Τιλσίτ να μετοικήσει στο Βερολίνο, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο. Η Όλγα τον θαύμαζε κάθε φορά που τον επισκεπτόταν: ψηλός, ξανθός, με ολοκάθαρο πρόσωπο και γαλανά μάτια, αθλητικός, καλλιεργημένος. Μετέπειτα κέρδισε βραβεία, έχτισε ένα πολυκατάστημα στη Χάλε, ένα ξενοδοχείο στο Μόναχο, την πρεσβεία στη Γένοβα και έζησε πολλά χρόνια στην Ιταλία. Η Όλγα τον επισκέφθηκε κι εκεί μια φορά. Ο ‘Αικ τη γύρισε σε όλα τα αξιοθέατα της Ρώμης και της γνώρισε μια νεαρή συνάδελφό του εβραϊκής καταγωγής, καλλιεργημένη και ευφυέστερη από αυτόν, κάτι που όπως φαινόταν δεν το είχε αντιληφθεί και ο ίδιος. Η Όλγα συμπάθησε τη γυναίκα. Μέσα της ευχήθηκε να αποδεχόταν ο Άικ την ανωτερότητά της και να τους έβλεπε παντρεμένους. Μια μέρα όμως έπαψε να την αναφέρει στα γράμματά του.
Το καλοκαίρι του 1936 ο Άικ επέστρεψε από την Ιταλία, προσχώρησε στο εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό εργατικό Κόμμα και από κει στα Ες Ες. ‘Αρχισε να φαντασιώνεται έναν γερμανικό ζωτικό χώρο που θα εκτεινόταν από την περιοχή του Μέμελ μέχρι τα Ουράλια, εδάφη με μελανόχωμα, στέπες, κυματιστούς αχανείς σιτοβολώνες, πλούσια κοπάδια βοδιών. Στη χώρα της φαντασίας του πρόβαλλαν μόνο γερμανικά προπύργια. Έξω από αυτά δεν υπήρχε τίποτα, κενό. Οι εργάτες και οι εργάτριες που είχε ανάγκη η χώρα του, όπως το αλέτρι χρειάζεται το βόδι και η άμαξα το άλογο, κατέφθαναν κάθε πρωί από παντού και κάθε βράδυ εξαφανίζονταν στο πουθενά. Η υπερήφανη διοίκηση του τόπου θα εξάλειφε τη σλαβική μιζέρια και θα αναδείκνυε τη γερμανική λαμπρότητα.
Η Όλγα αδυνατούσε να το πιστέψει. Είχε παρακολουθήσει στενά όλες του τις κλίσεις, τα αναγνώσματα, τους έρωτές του, είχε μιλήσει μαζί του για τα πάντα, είχε υποστηρίξει κάθε του βήμα. Και τώρα αυτό; Πώς μπορούσε ο Άικ να απομακρυνθεί σε τέτοιον βαθμό από τα πιστεύω και τη στάση ζωής που πρέσβευε η ίδια; Ανέκαθεν ψήφιζε τους σοσιαλδημοκράτες, μολονότι ποτέ της δεν εντάχθηκε στο κόμμα. Ήταν υπέρ του δημοκρατικού πολιτεύματος γιατί οι δασκάλες είχαν αποκτήσει περισσότερη αξία από τα χρόνια του Κάιζερ, οι αρμοδιότητές τους είχαν διευρυνθεί και ο μισθός τους ήταν πλέον ικανοποιητικός. Συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο του Γενικού Συλλόγου Γερμανίδων Δασκάλων μέχρι την απόφαση διάλυσής του προκειμένου να προλάβει την ευθυγράμμισή του με τον εθνικοσοσιαλισμό, τον οποίο η Όλγα απέρριπτε από την αρχή.
Ξανά ο στόχος ήταν να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ η Γερμανία, περισσότερο απ’ όσο το ήθελε και το κατόρθωσε ο Μπίσμαρκ στα χρόνια του. Και για να επιτευχθεί τούτο, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να τον ακολουθήσει ένας Δεύτερος.
Προσπάθησε να τον πείσει να σταματήσει τις φαντασιοκοπίες. Γεωργία και κτηνοτροφία; Μα όταν ήταν παιδί δεν προτιμούσε να μαστορεύει και να διαβάζει, από το να βοηθάει στην αγροικία; Δεν του μαραίνονταν τα γεράνια, δεν έχασε τη γάτα όταν σπούδαζε; Δεν σπούδασε αρχιτεκτονική και όχι αγροτική οικονομία; Τι σχέση είχε το όνειρο του απέραντου ορίζοντα με το κενό που δέσποζε από την ώρα που ανάτελλε ο ήλιος ως τη δύση του; Μα δεν υπήρχαν άνθρωποι παντού; Η Γερμανία δεν ήταν άλλωστε γεμάτη από σιτοβολώνες και κοπάδια βοδιών; Όμως δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Την αντιμετώπιζε με τη στοργική περιφρόνηση που επιδεικνύεται προς όσους το προχωρημένο της ηλικίας δεν τους επιτρέπει να καταλαβαίνουν τα σημεία των καιρών.
Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών η Όλγα ανέβασε πυρετό. Νομίζοντας πως πρόκειται για γρίπη, έμεινε στο κρεβάτι. Ένα πρωί ξύπνησε και συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει την ακοή της. Ο γιατρός δοκίμασε διάφορα γιατροσόφια. Ακόμα και μετά από καιρό η Όλγα αναρωτιόταν αν ο γιατρός είχε πιστέψει πραγματικά στη θεραπεία ή αν απλώς προσπάθησε με ήπιο τρόπο να την εξοικειώσει με την ιδέα ότι στα πενήντα τρία της ήταν πλέον κουφή.
Ακολούθησε η απόλυσή της. Η διεύθυνση εκπαίδευσης ήθελε έτσι κι αλλιώς να την ξεφορτωθεί, καθώς δεν ταίριαζε στη νέα εποχή. Δεν θα σταματούσε τη διδασκαλία αν δεν της το επέβαλλαν. Περιμένοντας όμως από καιρό ότι οι ναζί θα την έδιωχναν, το σχολείο της φαινόταν ολοένα και πιο ξένο. εξάλλου πρόσφερε τις υπηρεσίες της πάνω από τριάντα χρόνια και ίσως είχε έρθει ο καιρός να σταματήσει.
Η καλή φήμη της τοπικής Σχολής Κωφών του Μπρέσλαου την ώθησε να μετακομίσει εκεί. H επάρκεια της γλώσσας και του λεξιλογίου της τη βοήθησαν να αποκτήσει αξεπέραστη ικανότητα ανάγνωσης των χειλιών. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών σκόπευε να παραμείνει στην πόλη. Αρκετά είχε ζήσει στην ύπαιθρο. Τελικά όμως εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό, γιατί εκεί το κόστος ζωής ήταν φθηνότερο. Μιας και ήταν ικανή και επιδέξια μοδίστρα που από τα χρόνια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας έραβε όλα τα ρούχα μόνη της, γρήγορα βρήκε πελάτισσες στο Μπρέσλαου. Μερικές φορές δούλευε στα σπίτια τους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έπαιρνε τα ρούχα στο σπίτι της και τα παρέδιδε έτοιμα ύστερα από λίγες μέρες. Η απόσταση με το τρένο ήταν μία ώρα.
Ντυνόταν κομψά, μαγείρευε, φρόντιζε τον κήπο της, έκανε περιπάτους, ενώ πότε πότε την επισκέπτονταν παλιοί μαθητές και μαθήτριές της, οι φίλοι της από την περιοχή του Μέμελ μαζί με τα παιδιά τους, ο ικ. Η μουσική τής έλειπε κάθε μέρα. Στο σχολείο τραγουδούσε μαζί με τα παιδιά, στην εκκλησία διεύθυνε τη χορωδία και έπαιζε εκκλησιαστικό όργανο, ενώ λάτρευε να πηγαίνει στα κοντσέρτα που διοργανώνονταν περιστασιακά στο Τιλσίτ. Τώρα πια μόνο διάβαζε τις παρτιτούρες παίζοντας στον νου της τη μουσική, ωστόσο αυτό δεν ήταν παρά ένα θλιβερό υποκατάστατο.
Αγαπούσε επίσης τους ήχους της φύσης, τα πουλιά, το θρόισμα του ανέμου, τον παφλασμό της θάλασσας. Της άρεσε τα καλοκαίρια να την ξυπνούν οι κότες και τους χειμώνες οι καμπάνες της εκκλησίας. Χαιρόταν που δεν μπορούσε να ακούσει τα μεγάφωνα. Ο κόσμος είχε γίνει πιο θορυβώδης με την άνοδο των ναζί. Είχαν εγκαταστήσει παντού μεγάφωνα για να μεταδίδουν ξανά και ξανά βροντερούς λόγους, εμβατήρια και δημόσιες ανακοινώσεις και να μην τους ξεφεύγει άνθρωπος. Τίποτα όμως δεν ηχεί τόσο άσχημα στο αυτί, που για να μην το ακούει κανείς να προτιμά να μην ακούει ούτε τα καλά».