Μια ταινία έπος για την τρέλα του πολέμου, από έναν ιδιοφυή και μεγάλο μάστορα του κινηματογράφου, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, ένα επιτελείο εξαιρετικών συνεργατών και μεγάλων ηθοποιών, με πρώτο τον Μάρλον Μπράντο και η σκληρή, απρόβλεπτη και φημισμένη περιπέτεια των γυρισμάτων, που εξελίχθηκε σε θρίλερ, για τον Ιταλοαμερικανό σκηνοθέτη, καθώς κινδύνευσε με χρεοκοπία. «Αποκάλυψη Τώρα»..

Σκηνή Πρώτη: Κάδρο με ένα εξωτικό δάσος από φοίνικες. Σιγά-σιγά κίτρινοι καπνοί βγαίνουν από την κάτω μεριά του πλάνου. Οι καπνοί πληθαίνουν, μια κιθάρα κλαψουρίζει, ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος των ελικοπτέρων και ξαφνικά το ειδυλλιακό τοπίο φλέγεται, ενώ ακούγεται ο Τζιμ Μόρισον να τραγουδά «This the end». «Αυτό είναι το τέλος». Ένα «τέλος» που δεν τελειώνει ποτέ, όπως και η τρέλα των πολέμων, πολλές φορές στο όνομα της «ελευθερίας», της «ειρήνης» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Σαράντα χρόνια μετά από την πρώτη προβολή του «Αποκάλυψη Τώρα!», η αριστουργηματική δημιουργία του Φράνσις Φορντ Κόπολα παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ. Έκφραση κλισέ. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό, όπως αντιλαμβάνεται ακόμη και αυτός που ζει μακάρια, σε ένα νησί στο αρχιπέλαγος Γκαλαπάγκος.

Τώρα που οι κραυγές θανάτου αντηχούν όλο και πιο κοντά στα αυτιά μας, από τις έξυπνες ρουκέτες και τις τηλεκατευθυνόμενες βόμβες, είναι ώρα να θυμηθούμε το μεγαλοπρεπές αντιπολεμικό έπος του Κόπολα, μια ταινία που θα σημαδέψει τον κινηματογράφο και πολλούς σκηνοθέτες, αν και ένα πράγμα που παρατηρεί κάποιος μελετητής είναι η έλλειψη ανάλογων παραγωγών. Και ο λόγος δεν είναι μόνο η πολιτική των τεχνοκρατών των στούντιο, αλλά κυρίως η έλλειψη κινηματογραφιστών με όραμα, με ιδέες, με πολιτικό στοχασμό, που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν την καριέρα τους για να κάνουν αυτό που έχουν στο κεφάλι τους, για μια δημιουργία, που μπορεί να τους στοιχίσει οικονομικά. Και παράλληλα, να βρουν τους συνεργάτες, ηθοποιούς, μοντέρ, φωτογράφους, τεχνικούς και ηθοποιούς, να ενστερνιστούν τις ίδιες ιδέες και να βάλουν και αυτοί το κεφάλι τους στον ντορβά.

Πριν λίγο καιρό, με την ευκαιρία των 40 χρόνων από την πρώτη προβολή της ταινίας, ο Κόπολα ξανακάθισε μπροστά από τη μονταζιέρα για ένα τελικό μοντάζ. Όπως είπε ο ίδιος η έκδοση «Redux», που ο ίδιος κυκλοφόρησε το 2001, με τα 50 επιπλέον λεπτά από την πρώτη εκδοχή, ήταν κάπως υπερβολική. Έτσι, η τελευταία έκδοση είναι 14 λεπτά μικρότερη από εκείνη του Redux και αυτή που «προσφέρει την πιο ισχυρή αποσαφήνιση της μελέτης της ανθρώπινης ηθικής από την ταινία», όπως λέει ο Κόπολα. Αυτά όμως έχουν μικρή σημασία, μπροστά στο μέγεθος της ταινίας του και τα μηνύματα που εκπέμπει.

Η Περιπέτεια της Παραγωγής

Αλλά ας πάρουμε την ιστορία της ταινίας από την αρχή. Η παραγωγή της ήταν μία διαρκής πάλη καθώς ο Κόπολα στριφογύριζε τα βράδια στο κρεβάτι του, πολλές φορές σε μια ψάθα, για περίπου πέντε χρόνια, μέχρι να βγει στους κινηματογράφους κι ενώ είχε στο ενεργητικό του τις απίστευτες επιτυχίες του «Νονού» 1 και 2 και βεβαίως το αριστουργηματικό «Συνομιλία». Ο Ιταλοαμερικανός σκηνοθέτης παίρνοντας ένα τεράστιο καστ και ένα πολυμελές συνεργείο πήγε στις Φιλιππίνες για γυρίσματα. Είχε υπολογίσει πέντε μήνες γυρίσματα. Έγιναν 16 μήνες, μετά από ισχυρές καταιγίδες κι έναν φοβερό τυφώνα που κατέστρεψε τα σκηνικά και τα σχέδιά του. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ταυτόχρονα, ο πρωταγωνιστής Μάρτιν Σιν, που είχε αντικαταστήσει τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, μετά από δυο εβδομάδες γυρισμάτων έπαθε έμφραγμα. Γρήγορα ήρθε και η σύγκρουση του σκηνοθέτη με τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος εκτός από ότι ήταν απροετοίμαστος για το ρόλο και ιδιαιτέρως υπέρβαρος, διαφωνούσε και με το φινάλε της ταινίας, αναγκάζοντας τον πρώτο να βρει εναλλακτικές λύσεις, ώστε να επιστρέψει ο ιδιότροπος σταρ στα γυρίσματα. Ηθοποιοί και τεχνικοί έμεναν άπραγοι στα ξενοδοχεία τους κοιτώντας τον καιρό και τις διαθέσεις των Μπράντο-Κόπολα. Ακολούθησε η περιπέτεια του μοντάζ, με τα πολλά χιλιόμετρα φιλμ να δημιουργούν νέες περιπέτειες στον σκηνοθέτη και να καθυστερούν την προβολή της ταινίας ακόμη ένα χρόνο. Ο προϋπολογισμός εκτοξεύθηκε σε τέτοιο ύψος που έφτασε τον Κόπολα στα όρια της χρεοκοπίας.

Η Απόλυτη Δικαίωση

Το αποτέλεσμα δικαίωσε απολύτως τον Κόπολα. Τεράστια επιτυχία στο κοινό, «Χρυσός Φοίνικας» στις Κάννες και υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ενώ οι κριτικοί της εποχής παραληρούσαν. Ωστόσο, αυτά όλα είναι λεπτομέρειες μπροστά στη δύναμη και την επιρροή της ταινίας. Όλα οφείλονται στον Κόπολα και βεβαίως στους συνεργάτες του. Το εμπνευσμένο κοφτερό μοντάζ του Ρίτσαρντ Μαρξ, αλλά πάντα κάτω από την επίβλεψη του Κόπολα, η εξαίσια φωτογραφία του ανυπέρβλητου Βιτόριο Στοράρο (βραβείο Όσκαρ), το έμφυτο ταλέντο του σκηνοθέτη στο ντεκουπάζ, ο ανατριχιαστικός ήχος του πολέμου (ακόμη ένα βραβείο Όσκαρ) και η μουσική τού πατέρα του, Καρμίνε Κόπολα, ένας μοναδικός συνδυασμός, ένα κινηματογραφικό θαύμα. Και βεβαίως ειδική αναφορά στο σενάριο, που έγραψε ο Κόπολα με τον Τζον Μίλιους, οι οποίοι βασίστηκαν στη νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ, «Η Καρδιά του Σκότους», προσαρμόζοντάς το στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ ταυτόχρονα πήραν στοιχεία και από το βιβλίο του Μάικλ Χερ και την ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ «Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού». Μαζί πήραν και τις τεράστιες δυσκολίες και τα απρόοπτα των γυρισμάτων του Γερμανού σκηνοθέτη.

Η Φρίκη του Πολέμου

Η υπόθεση συνοπτικά: Ο λοχαγός Γουίλαρντ αναλαμβάνει μια απόρρητη αποστολή, με μια μικρή ομάδα στρατιωτών: Να εξοντώσει τον συνταγματάρχη Κουρτς που χαρακτηρίζεται παράφρονας και πλέον διοικεί μια δική του στρατιά από ιθαγενείς στην ουδέτερη Καμπότζη. Με μια βάρκα του ναυτικού ο Γουίλαρντ με τους άνδρες του θα αρχίσουν την ανάβαση του ποταμού Μεκόνγκ που οδηγεί στον Κουρτς και που μοιάζει με την κατάβαση στην κόλαση του Δάντη. Η ταινία ξεκινάει ως γνήσια πολεμική περιπέτεια και σιγά-σιγά, άψογα κλιμακούμενη, εξελίσσεται σε έναν εφιάλτη, που μαρτυρά την ευθύνη του δημιουργού απέναντι στη συλλογική ιστορία.

Με τη μοναδική μαεστρία του Κόπολα μεταφέρεται αυτούσια η φρίκη του πολέμου, ενώ παράλληλα σχολιάζει τη διαχρονική μανία των ανθρώπων της εξουσίας, την εθελούσια συμμετοχή των φαντάρων στη σφαγή των άλλων και της δικής τους, από την πλύση εγκεφάλου που έχουν υποστεί, αλλά και τα υπαρξιακά διλήμματα, που δύσκολα μπορούν να απαντηθούν μέσα σε αυτή την φρίκη. Ο Κόπολα παίρνει σαφή θέση: Η βαρβαρότητα του πολέμου αγγίζει όλα τα αντιμαχόμενα μέρη, αλλά δεν έχουν όλοι την ίδια ευθύνη. Ο ιμπεριαλιστής δεν είναι απλά ένας κατακτητής. Είναι ισοπεδωτικός. Ο φόνος, εξολόθρευση αμάχων διασκέδαση. Για τον μιλιταριστή το μεγαλύτερο βάσανο είναι η σιωπή των φαντάρων, καθώς αυτό σημαίνει η επαφή με τη συνείδηση, με ιδέες επικίνδυνες για την επίτευξη της ισοπέδωσης των αντιπάλων, της νίκης. Ίσως γι’ αυτό και τα μεγάφωνα στα στρατόπεδα έπαιζαν συνεχώς ποπ επιτυχίες ή έδιναν τον τόνο και το πνεύμα των στρατοκρατών, μέσα από απλές ανακοινώσεις ή προπαγανδιστικά κείμενα και τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ περίσσευαν.

Ο Μάρτιν Σιν, ο Ρόμπερτ Ντιβάλ και ο Μπράντο

Πραγματικά μια μεγαλειώδης δημιουργία, που φέρει την υπογραφή του Φράνσις Φόρντ Κόπολα, ένα κινηματογραφικό επίτευγμα, που θα μας ακολουθεί και θα μας στοιχειώνει για πάντα. Όμως θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθούμε και στους ηθοποιούς, που έβαλαν και αυτοί το χεράκι τους στην επιτυχία της ταινίας, πέρα από την ερμηνευτική τους δεινότητα. Ο Μάρτιν Σιν, δίνοντας μια εσωτερική ερμηνεία στο ρόλο του λοχαγού, είναι συγκλονιστικός, αλλά του κλέβει, θα ‘λεγε κανείς, την «κρέμα» της δόξας αυτός ο ραδιούργος Ρόμπερτ Ντιβάλ. Στο ολιγόλεπτο ρόλο του «αρπαγμένου» αντισυνταγματάρχη του ιππικού, που κάθεται και απολαμβάνει τη μυρωδιά της κηροζίνης από τις βόμβες ναπάλμ, λέγοντας ότι «είναι η μυρωδιά της νίκης», τοποθετεί δικαίως το όνομά του στους πολύ μεγάλους της υποκριτικής. Επίσης, άψογοι οι Φρέντερικ Φόρεστ, Λόρενς Φίσμπερν, Ντένις Χόπερ και Άλμπερτ Χολ. Για να φτάσουμε στο μεγάλο σταρ Μάρλον Μπράντο, που παρότι πιστεύει για τον εαυτό του ότι είναι κάτι παραπάνω από ένας καλός ηθοποιός, είναι ανέτοιμος και υπερβολικά βαρύς, έχει αυτό το θεϊκό χάρισμα και θα μνημονεύεται για όσο υπάρχουν πόλεμοι, με τις τελευταίες λέξεις που λέει στο φινάλε της ταινίας: «Ο τρόμος, ο τρόμος…»

Ο Κόπολα κι εμείς

Η «Αποκάλυψη Τώρα!» θα μείνει για πάντα. Γιατί αν για τους Αμερικανούς το Βιετνάμ είναι μια ιστορία ντροπής, για τους μισούς για αυτά που έκανε εκεί ο στρατός τους και για τους υπόλοιπους γιατί ηττήθηκαν από κάποιους «κοκαλιάρηδες», για όλους τους υπόλοιπους είναι η φρίκη του πολέμου, η απανθρωπιά των αξιωματούχων και των στρατηγών, η παράνοια, που υπό τον μανδύα ευγενικών δικαιολογιών, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να έχει το πάνω χέρι στα κέντρα εξουσίας και να βρίσκει την αποδοχή, στα ευήκοα ώτα των απλών ανθρώπων. Μπορεί να μην υπάρχουν άγγελοι στα χαρακώματα, αλλά μάλλον δεν υπάρχουν αθώοι ούτε μακριά απ’ αυτά. Ο Κόπολα έκανε το χρέος του. Εμείς;