Κάποτε ρώτησαν τον μέγα νομοθέτη Σόλωνα γιατί δεν πρόβλεψε νόμο γι αυτούς που χτυπούν τον πατέρα τους. «Δεν φαντάστηκα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι!» απάντησε.
Όσο κι αν ο σεβασμός στον πατέρα εθεωρείτο αυτονόητος και αδιαπραγμάτευτος, το ερώτημα, που ετέθη στον Αθηναίο σοφό, υποδήλωνε ακριβώς την τρωτότητα αυτού του αξιώματος (ποιος να φανταζόταν ότι αιώνες μετά ο αυτονόητος σεβασμός του παιδιού προς τον γονιό όχι μόνον θα μετουσιωνόταν σε «απλή χειροδικία», αλλά θα έφτανε και το δολοφονικό μίσος!). Στο σύνολο του αρχαίου κόσμου και προφανώς και στην αθηναϊκή κοινωνία, στην οποία ο ίδιος με τους νόμους του έβαλε τα στοιχειώδη θεμέλια της δικαιοσύνης και της ισότητας, η βία δεν ήταν λέξη άγνωστη [και τα σύννεφα στις γονεϊκές σχέσεις δεν εξαιρούνταν].
Ο πόλεμος ως δράση κατάκτησης ή απελευθέρωσης προϋποθέτει τόση βία και τόση αγριότητα, που μόνο από το ένστικτα της επιβίωσης ή της υπεροχής, της επιβολής της εξουσίας, μπορούν να υποκινηθούν. Οι πόλεμοι, με όποια κίνητρα, ήταν και παραμένουν «σταθερή αξία»… Τα κορυφαία ομηρικά έπη ξεχειλίζουν από άγριες σκηνές, σε αληθοφανείς πολεμικές συγκρούσεις η Ιλιάδα και σε απεγνωσμένες προσπάθειες επιβίωσης έναντι εξωπραγματικών τεράτων η Οδύσσεια. Αλλά και «ο βίος και πολιτεία» του Δωδεκάθεου, με μία πληθώρα κακών, ζηλόφθονων, εκδικητικών θεών να αλληλοσπαράζονται και συχνά να ξεσπούν το μένος τους στο υποτελές γένος των ανθρώπων, κάθε άλλο παρά καλό παράδειγμα της ειρηνικής ζωής θα μπορούσε να αποτελεί. Η δε αρχαία ελληνική δραματουργία βρίθει επεισοδίων αιματηρής βίας σε ακραίες ή λιγότερο ακραίες μορφές. Φονικά που συντελούνται εν κρυπτώ και εν φανερώ για εκδίκηση ή για παραδειγματισμό, μανάδες που σκοτώνουν εραστές και παιδιά, απεγνωσμένοι αυτόχειρες και τρομακτικά θεϊκά αναθέματα.
Αν, ωστόσο, η ερώτηση ετίθετο στον Σόλωνα κάπως έτσι … «δάσκαλε, γιατί δεν πρόβλεψες νόμο για τον ξυλοδαρμό των δούλων ή την εγκατάλειψη των προβληματικών παιδιών στους αποθέτες ή τον εξαναγκασμό των γυναικών σε γάμο και τεκνοποίηση στα 13 και 14 τους χρόνια;», το πιθανότερο είναι πως εκείνος θα γελούσε. Γιατί, βλέπεις, οι δομές της αρχαίας κοινωνίας, τα ήθη και τα έθιμα της ήταν τέτοια, ώστε να νομιμοποιούνται όλα εκείνα, που σήμερα θα αποκαλούσαμε κραυγαλέες περιπτώσεις κακοποίησης (και όχι απαραιτήτως συνυφασμένης με χειροδικία) εν καιρώ ειρήνης.
Γιατί πώς αλλιώς θα αποκαλείτο, αν όχι βιαιότητα, κακοποίηση και εντέλει έγκλημα, από τον σημερινό παρατηρητή η εγκατάλειψη ενός νεογέννητου βρέφους σε απομακρυσμένη δύσβατη περιοχή ή -κατά μία οικεία ιστορική εκδοχή- η ρίψη του σε βάραθρο ονόματι Καιάδας; Κι όμως, στην αρχαία Ελλάδα οι τρομακτικοί «αποθέτες» ήταν θεσμοθετημένη μέθοδος απαλλαγής από τα νεογνά, που δεν πληρούσαν ανατομικούς (καχεκτικά ή δύσμορφα), κοινωνικούς (καρποί παράνομων σχέσεων ή σκλάβων) ή και φυλετικούς (ήταν ακόμη ένα ανεπιθύμητο κορίτσι) όρους.
ΜΕ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΥΝΕ, ΜΕ ΚΡΑΤΑΝΕ ΔΕΜΕΝΟ, ΜΟΥ ΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΣΚΟΥΠΙΔΙ
Πάντως, ακόμη κι αν τον 5ο αι. π.Χ. η λέξη «βία» δεν υπάρχει στο αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο με τη σημερινή έννοιά της (στο λεξικό του Αλεξανδρινού γραμματικού 1ου αι. μ. Χ., Αμμωνίου, βρίσκουμε τον όρο «βιάζεσθαι» επί αψύχων κατά ερμηνευτική αντιστοιχία με το «αναγκάζειν» επί εμψύχων), θα έλεγε κανείς πως μία πρώτη εκδοχή εξαναγκασμού (βίας) καταγράφεται στη θεωρία του Πλάτωνα περί της αέναης ψυχής, που με τη σύλληψη του ανθρώπου στη γυναικεία μήτρα, διά της βίας οδηγείται στο δεσμωτήριό της, το σώμα, για να απελευθερωθεί και πάλι με τον φυσικό θάνατο. Γεμάτο βία και αγριότητα είναι και το κατά Ησίοδον έσχατο σκαλοπάτι μίας κλιμακούμενης έκπτωσης των ανθρώπινων γενών, το «σιδερένιο γένος» των ανθρώπων που «μόνον στον εγκληματία και τον άνθρωπο που δεν γνωρίζει μέτρο αποδίδεται σεβασμός».
Κι αν το δεσμωτήριο του σώματος αποτελεί μία φιλοσοφική μόνον ερμηνεία του οίκου της ψυχής για όσο διαρκεί ο βίος κι αν ακόμα η καταγραφή του Ησίοδου αποτελεί μία πεσιμιστική ματιά για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, η κακομεταχείριση στον κόσμο των μακρινών προγόνων ήταν πράξη υπαρκτή, θεμιτή και μάλιστα θεσμοθετημένη. Άλλωστε, η βία, ως σπόρος εξαναγκασμού μέσω άσκησης σωματικής ή άλλης δύναμης, ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο και με τις κατάλληλες συνθήκες «φουντώνει» και τον μετατρέπει σε θύτη.
Η κατώτατη κοινωνική τάξη στην αρχαία Ελλάδα, οι δούλοι στην Αθήνα ή οι είλωτες στη Σπάρτη, αποτελεί την πειστικότερη απόδειξη ότι οι πρόγονοί μας μπορεί να είχαν εφεύρει τη δημοκρατία, τον πολιτισμό και τις τέχνες, πλην όμως η έννοια σεβασμός στη ζωή του πλησίον υπαγορευόταν από επιταγές του Δωδεκάθεου ή έστω καθοριζόταν περισσότερο από εθιμικές σταθερές, παρά από άδολη αγάπη προς τον συνάνθρωπο.
Ο ελεύθερος πολίτης της πόλης-κράτος στην κλασική αρχαιότητα, εφόσον έκρινε ότι χρειαζόταν, νομιμοποιείτο να βασανίζει τον δούλο του, τον οποίο κρατούσε στο σπίτι για τις βαριές δουλειές ή έστελνε να εργάζεται για λογαριασμό του στα χωράφια, στα εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλου ή στα λατομεία.
Τον 4ο αι. π.Χ., ο μαθητευόμενος σιδεράς Λήσις στέλνει μήνυμα στη μητέρα του να μην αδιαφορήσει που λιώνει στο σιδεράδικο, αλλά να πάει στα αφεντικά του και να του βρει κάτι καλύτερο. «Γιατί έχω πέσει στα χέρια ενός μεγάλου παλιανθρώπου. Με μαστιγώνουνε. Με κρατάνε δεμένο. Μου φέρονται σαν σκουπίδι. Κι όλο και χειροτερεύει το κακό» αναφέρεται στην επιστολή του νεαρού σιδερά, που βρέθηκε χαραγμένη σε μολύβδινο έλασμα της εποχής.
Από τα σωζόμενα κείμενα προκύπτει ότι η βία ήταν στοιχείο της καθημερινότητας των δούλων. Η δε σεξουαλική εκμετάλλευσή τους αποτελούσε ακόμη ένα δείγμα της αναγκαστικής αυτοδιάθεσής τους στις επιταγές του αφέντη τους. Η περίπτωση της νεαρής Σαλακωνίδας, δούλης του Γέμελλου, αποτελεί περίτρανη απόδειξη. Σε επιστολή της (που σώζεται) προς τον βιαστή αφέντη της περιγράφει με αποκρουστική… γλαφυρότητα τα συναισθήματά της: «Όλα μπορώ να τ΄ αντέξω, αφέντη, εκτός από το να πλαγιάσω μαζί σου […] αποφάσισα να βάλω τέλος στη ζωή μου και να κρεμαστώ […] Σε μισώ, Γέμελλε. Σιχαίνομαι το τριχωτό σου σώμα. Σιχαίνομαι και το βρομόστομά σου -ζέχνουν τα χνότα σου από τα βάθη του φάρυγγα […] Κακό χρόνο να ΄χεις, έτσι κακός που είσαι…».
Όπως σημειώνεται στην επιστημονική μελέτη «Καθημερινές ιστορίες δούλων από την αρχαιότητα», οι δούλοι αποτελούσαν ιδιοκτησία χωρίς δικαιώματα και η απειλή της ασύμμετρης βίας κρεμόταν μονίμως πάνω από το κεφάλι τους […] βρίσκονταν σε μία διαρκή διελκυστίνδα με τους αφέντες τους και τις δουλοκτητικές κοινωνίες στις οποίες ζούσαν. Η ιστορία έχει καταγράψει κάμποσες περιπτώσεις ομαδικών εξεγέρσεων καταπιεσμένων δούλων ή και φυγές μεμονωμένων, ως πράξεων απελπισίας και ασφαλώς υψηλού ρίσκου. Κάποιοι κέρδισαν την ελευθερία τους και άλλοι λυτρώθηκαν από τα βάσανά τους μετοικώντας στον άλλο κόσμο.
ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ – ΤΑ ΒΙΑΙΑ ΘΕΑΜΑΤΑ ΓΕΝΝΟΥΝ ΒΙΑΙΑ ΠΑΘΗ
Στον εκμηδενισμό της ανθρώπινης υπόστασης και αξιοπρέπειας θα οδηγήσουν οι αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας, οπότε οι αιχμάλωτοι των πολεμικών επιχειρήσεων και οι Χριστιανοί, μονομάχοι και θηριομάχοι, που θα πολεμούν για τη ζωή τους μέσα στις αρένες, θα φτάσουν να αποτελούν λαοφιλή τρόπο διασκέδασης. Το πρωί και το απόγευμα. Γιατί το μεσημέρι, μία άλλη κατηγορία ανθρώπων, οι κατάδικοι, θα προσφέρουν θέαμα και «παραδειγματισμό» στο συγκεντρωμένο πλήθος, με τη δημόσια εκτέλεσή τους στα φόρουμ και τους ιπποδρόμους.
Και βεβαίως μόνον παραδειγματισμό δεν θα επιτύχουν, καθώς, όπως σημειώνει και ο πολυγραφότατος συγγραφέας του 2ου αι. μ.Χ. Τερτυλλιανός, «όλα τα θεάματα οδηγούν στη βίαιη διαταραχή του πνεύματος. Διότι όπου υπάρχει απόλαυση, εκεί εμφιλοχωρεί και το πάθος το οποίο, είναι βέβαιο, θα υποδαυλίσει με τη σειρά του την απόλαυση». Άλλως πως «η βία γεννά βία» ή «όταν συνηθίζεις το τέρας, στο τέλος αρχίζεις και του μοιάζεις»…
Ο Λατίνος ιστορικός του 1ου αι. μ.Χ. Τάκιτος αφηγείται μία περίπτωση μορφής χουλιγκανισμού στην Πομπηία, όπου στα χρόνια του Νέρωνα και κατά τη διάρκεια μίας παρεξήγησης -«δι ασήμαντον αφορμήν»- μεταξύ των κατοίκων της πόλης και της γειτονικής Νουκερίας, προέκυψε μία τόσο βίαιη σύρραξη, που είχε ως αποτέλεσμα πολλούς ακρωτηριασμένους ή και νεκρούς κι ακόμα περισσότερους να θρηνούν για τον χαμό των γονιών και των παιδιών τους!
Σε ιατρικό κείμενο του 2ου αι. μ.Χ., που κληροδότησε στους ιστορικούς του μέλλοντος ο Γαληνός, αφηγείται την περίπτωση Κρητικού από τη Γόρτυνα, με τον οποίον συνταξίδευαν για τη Ρώμη. Ήταν, λέγει ο Γαληνός, ένας κατά τα λοιπά ειλικρινής, φιλικός, καλός και γενναιόδωρος άνθρωπος, αλλά τόσο οξύθυμος με τους δούλους του που τους χτυπούσε με τα χέρια του, με κλοτσιές, με μαστίγιο με ό,τι έβρισκε πρόχειρο τη στιγμή του θυμού του: «Είχαμε περάσει την Ελευσίνα και βρισκόμασταν ήδη στο Θριάσιο πεδίο, όταν ρώτησε τους δούλους που τον συνόδευαν για κάποια αποσκευή. Αυτοί δεν μπορούσαν να του απαντήσουν. Ξεχείλισε λοιπόν ο θυμός του και, επειδή δεν είχε τίποτε άλλο για να χτυπήσει τους νεαρούς, πήρε μία μεγάλη μάχαιρα που ήταν στη θήκη της και τους χτύπησε στο κεφάλι χωρίς να βγάλει το θηκάρι. Όμως δεν τους χτύπησε με την αμβλεία πλευρά, αλλά με την κόψη του ξίφους. Το θηκάρι έγινε κομμάτια και ανοίξανε σοβαρότατες πληγές στα κεφάλια και των δύο!»
Ως γιατρός, ο Γαληνός προσπάθησε να εξηγήσει στον κατά τα λοιπά «φιλικό και καλό άνθρωπο» πώς «πρέπει κανείς να διαπαιδαγωγεί το θυμοειδές μέρος της ψυχής του». Το αν κατάφερε να συνετίσει τον σκαιό αφέντη δεν το έμαθε ποτέ κανείς…
ΠΑΡΑΔΙΔΩ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΓΩΜΑ ΝΟΜΙΜΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Άχρηστο εξάρτημα μίας πολεμικής μηχανής, που συνέθεταν μόνον αρσενικά γρανάζια, ήταν η γυναίκα για τις κοινωνίες της κλασικής αρχαιότητας, όπου η υποδεέστερη θέση της «δικαιολογούσε» κακοποίηση (όχι τόσο σωματική όσο κυρίως ψυχολογική). «Είναι κόσμιο για μία γυναίκα να παραμένει στο σπίτι και να μην τριγυρνάει έξω» αναφέρει τον 4ο αι. π.Χ. ο ιστορικός Ξενοφών σε πραγματεία του για τη διαχείριση του οίκου.
«Αν οι γυναίκες της Αθήνας βρίσκονταν σε πραγματική απομόνωση, τίθεται το ερώτημα πώς θα μπορούσε ο Ευριπίδης να φανταστεί έναν χαρακτήρα όπως αυτόν της Μήδειας; Ποιοι κρυμμένοι φόβοι για τις γυναίκες εκφράζονταν με αυτές τις τραγικές μέγαιρες;» αναρωτιέται η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Σου Μπλάντελ.
Στην κλασική αρχαία Ελλάδα η γυναίκα ήταν περιουσία του πατέρα της που… μεταβιβαζόταν νωρίς νωρίς (ιδανική ηλικία για γάμο στις γυναίκες από 14 έως 17 ετών, στους άνδρες περί τα 30) στον σύζυγό της, στο πλευρό του οποίου δεν περνούσε πάντα ονειρικά. Ο ρόλος της ήταν κατά κανόνα αναπαραγωγικός («παραδίδω αυτή τη γυναίκα για το όργωμα νόμιμων παιδιών» έλεγε ο κηδεμόνας της νύφης στον γαμπρό κατά τη γαμήλια τελετή, ωσάν να χάριζε καρπερή γελάδα) και αν δεν επιτελείτο, ήταν στη διακριτική ευχέρεια του συζύγου της να την εκδιώξει ή να την κρατήσει ως επικεφαλής των δούλων που υπηρετούσαν την οικογενειακή εστία ή να την υποχρεώσει να μεγαλώσει το παιδί, που ο ίδιος θα αποκτούσε με άλλη «καρπερή» γυναίκα. [Για την αποκατάσταση της ιστορικής ισορροπίας -που ουδόλως φυσικά προάγει τη θέση της γυναίκας- αναφέρεται πως αντίστοιχη δυνατότητα είχε και η ίδια στην περίπτωση που ο σύζυγός της στερείτο ικανότητας τεκνοποίησης. Φυσικά, ο επιβήτορας ήταν επιλογή του συζύγου της].
Ωστόσο, ακόμη κι αυτή η αρχαιοελληνική κοινωνία, η γαλουχημένη με την ταπεινωτική και κακοποιητική θέση της γυναίκας, ωχριά μπροστά σε έθιμα άλλων λαών της εποχής… Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στο «πλέον επαίσχυντο έθιμο των Βαβυλωνίων» («ο δε δη αίσχιστος των νόμων»), σύμφωνα με το οποίο κάθε ντόπια γυναίκα είναι υποχρεωμένη μία φορά στη ζωή της να «στηθεί» στον ναό της Αφροδίτης και να συνευρεθεί με έναν ξένο. Κάθονται, λοιπόν, στο τέμενος της θεάς έχοντας στο κεφάλι ένα στεφάνι από σκοινί. Υπάρχουν διάδρομοι απ’ όπου περνούν οι ξένοι ανάμεσα στις γυναίκες και επιλέγουν (η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί εκείνον που θα την επιλέξει). Όταν μία γυναίκα καθήσει εκεί, δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στο σπίτι της, αν πρώτα κάποιος ξένος δεν σμίξει μαζί της έξω από το ιερό, αφού πρώτα της ακουμπήσει στα γόνατα χρήματα, τα οποία είναι «καθαγιασμένα» και θα καταλήξουν στο… ταμείο του τεμένους. Μετά την πράξη, η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της. Ο Ηρόδοτος περιγράφει ότι όσες είναι όμορφες και καλλίγραμμες φεύγουν γρήγορα. Αλλά εκείνες που δεν διαθέτουν αυτά τα προσόντα μπορεί να μείνουν στο τέμενος και τρία και τέσσερα χρόνια, γιατί κατά το έθιμο δεν επιτρέπεται να φύγουν αν δεν εκπληρώσουν το χρέος τους!
Εξαίρεση φαίνεται πως αποτελούσαν οι Σπαρτιάτισσες που απολάμβαναν σχεδόν το σύνολο των προνομίων των ανδρών αφού αυτοί οι τελευταίοι απουσίαζαν διαρκώς σε στρατιωτική εκπαίδευση ή πολεμικές επιχειρήσεις, οπότε κάποιος έπρεπε να «τρέχει» την καθημερινότητα…
ΚΙ ΟΜΩΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΟΠΟΣ…
Φονικά, ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, απειλές… Ένα «μπουκέτο» αγκαθωτές συμπεριφορές «στόλιζε» τις ανθρώπινες κοινωνίες από τον καιρό της λάσπης ακόμα. Κι όταν το έλλογο ζώο πέρασε από τους πρωτόγονους χρόνους, (που δικαιολογούσαν τις αιματηρές συρράξεις για την εξασφάλιση της τροφής του) στους επόμενους, της κοινωνικοποίησης και του εκπολιτισμού, δεν κατάφερε πάλι να «διαπαιδαγωγεί το θυμοειδές μέρος της ψυχής του», όπως τόσο χαρακτηριστικά περιέγραφε ο Γαληνός. Υιοθέτησε τη βία, της έδωσε θεσμική υπόσταση, την εργαλειοποίησε, τη μετέτρεψε σε μέσο επιβολής εξουσίας, τη βάφτισε μέθοδο «σωφρονισμού» και «παραδειγματισμού», σε μία τόσο κραυγαλέα αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες: «μία κοινωνία στην οποία αναπτύσσεται βία, έχει μπει σε διαδικασία αποσύνθεσης, που άμεσα πρέπει να ανακοπεί». Σε μία εκ των «ηθικών επιστολών» του προς τον νεαρό φίλο του, Λουκίλιο, κρατικό αξιωματούχο στη Σικελία, ο Ρωμαίος φιλόσοφος του 1ου αι. μ.Χ., Σενέκας, περιγράφει τη θέαση του αίματος στις μονομαχίες και τους δημόσιους απαγχονισμούς ως ανήκεστο νόσο. Γράφει: «Τίποτα δεν είναι πιο επιβλαβές για τα ευγενικά ήθη απ΄ ό,τι το πάθος για κάποιο από (αυτά) τα θεάματα. Διότι κατά τη διάρκεια των θεαμάτων, η κακία τρυπώνει εντός μας ευκολότερα, ακριβώς μέσω της απόλαυσης που μας προσφέρουν […] Προσωπικά, επιστρέφω σπίτι περισσότερο άπληστος, περισσότερο φιλόδοξος κι ακόμα περισσότερο σκληρός και απάνθρωπος, επειδή ακριβώς ήμουν ανάμεσα στον όχλο».
Σε χαλαρά ανακλαστικά αυτοσυντήρησης, έλλειμμα παιδείας και επικοινωνίας, απέδωσε χονδρικά τις κατά καιρούς εκρήξεις βίας στις γωνιές της ανθρωπότητας η αείμνηστη ελληνίστρια, καθηγήτρια αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα πανεπιστήμια Λιλ και Σορβόννης, Ζακλίν ντε Ρομιγί. «Όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν χειριζόμαστε τα πράγματα κατά προσέγγιση όπως κάνουν πολλοί νέοι σήμερα, όταν τα λόγια δεν είναι αρκετά για να ακουστούν, όταν ο λόγος δεν είναι επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής, τότε δεν μένει παρά η γροθιά, το ξύλο, η τυφλή βία. Κι αυτή απειλεί να στραγγαλίσει τον δυτικό, ανθρωπιστικό ιδανικό µας κόσμο».
Έχοντας μελετήσει εξονυχιστικά τον βίο των αρχαίων Ελλήνων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κοινωνίες (τουλάχιστον της κλασικής αρχαιότητας) αυτο-ιάθηκαν από τη βία χρησιμοποιώντας όπλα, που οι ίδιοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι κρύβουν στη φαρέτρα τους.
Στη μελέτη της «Η αρχαία Ελλάδα εναντίον της βίας» υποστήριξε πως: εκείνοι (οι αρχαίοι Έλληνες) στα κείμενά τους δεν ξόρκισαν τη βία. Την έφεραν στο προσκήνιο, την περιέγραψαν μ’ όλη τη δύναμη και τα επιχειρήματα που μπορεί να έχει αυτός που διαθέτει τη δύναμη να κάνει ό,τι θέλει. Να πολεμήσει, να βιάσει, να σκοτώσει, να επιβάλει την εξουσία του, να κλέψει με ή χωρίς λόγο. Γι αυτό και οι αναλύσεις και οι αντιπαραθέσεις των χαρακτήρων που παραδίδουν αυτά τα κείμενα, έχουν αλήθεια και δραστικότητα. Δημιούργησαν ένα έδαφος γόνιμο για να υποδεχτεί τον ουμανισμό που θα αναπτύξει ένα οπλοστάσιο ιδεών, πρακτικών και νόμων, που εντέλει θα αποσκοπεί στον περιορισμό της ωμής βίας. Ο οίκτος για τους αδυνάτους, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός, χτίστηκαν σιγά σιγά πατώντας πάνω σε μια κοινή βάση, την αίσθηση της ανθρώπινης αδυναμίας, και καθιερώθηκαν σταδιακά μέσα από άγραφους και γραπτούς νόμους. Η πειθώ, ο ορθολογισμός κέρδισαν επειδή στη σκληρή βία και τη βαρβαρότητα αντιπρότειναν μια καλύτερη ζωή για όλους.
Πηγή: ΑΠΕ -ΜΠΕ