Ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 2015, η Τσέχα ιστορικός Κατερίνα Κράλοβα παρακολουθούσε μια εκδήλωση δωρητών του Μουσείου Μνήμης Ολοκαυτώματος στην Ουάσιγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών (United States Holocaust Memorial Museum), πολλοί εκ των οποίων ήταν απόγονοι επιζησάντων του Ολοκαυτώματος. Η τσέχικη καταγωγή της ήταν αυτή που έκανε κάποιον ερευνητή του Μουσείου να τη συστήσει σ’ έναν απ’ αυτούς, τον Χάρι Ζιν (Harry Zinn), ο πατέρας του οποίου προερχόταν από την εβραϊκή κοινότητα της Τσεχοσλοβακίας και είχε κατορθώσει να βγει νικητής από το κολαστήριο του Άουσβιτς ύστερα από 33 μήνες απόλυτης φρίκης. Δεν ήταν, όμως, μόνο η εθνική καταγωγή της ιστορικού, αυτή που την «έδενε» -όπως στη συνέχεια αποκαλύφθηκε- με τον απόγονο ενός Τσέχου Εβραίου αλλά και η κοινή αγάπη τους για την Ελλάδα.

Η μητέρα του Χάρι Ζιν, Σάρα, είχε καταγωγή από την Καβάλα, ενώ η Κατερίνα Κράλοβα, όπως η ίδια εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων σε άψογα ελληνικά, μελετάει επισταμένα εδώ και χρόνια την ιστορία των Εβραίων της Ελλάδας. Μάλιστα, το ερευνητικό και συγγραφικό της έργο είναι πολύ πλούσιο και αφορά τη θέση των θυμάτων της πολιτικής και κοινωνικής αδικίας στη σύγχρονη ιστορία, ειδικότερα στις περιπτώσεις του ναζισμού στη νοτιοανατολική Ευρώπη και του Εμφυλίου Πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του αντισημιτισμού στην Ελλάδα.

Ήταν όλες αυτές οι συμπτώσεις που έκαναν τον Χάρι Ζιν να προσκαλέσει την Κατερίνα Κράλοβα στην Καλιφόρνια, εκεί όπου μέσα από τις αφηγήσεις της θείας του, αφού η μητέρα του δεν βρισκόταν πλέον στη ζωή, «ξετυλίχθηκε» η συναρπαστική ιστορία της Σάρα Χαΐμ και της οικογένειάς της. Μια ιστορία ενός ταξιδιού -διά πυρός και σιδήρου- από την Καβάλα ως την Καλιφόρνια, που μεταφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ μέσα από την καταγραφή που έκανε η έμπειρη ιστορικός στο πλαίσιο προγράμματος για τη σεφαραδίτικη κληρονομιά του Λος Άντζελες τού Κέντρου Εβραϊκών Σπουδών Alan D. Leve του UCLA.

Η ευτυχισμένη ζωή στην Καβάλα και ο εφιάλτης του πολέμου

Η Σάρα Χαΐμ γεννήθηκε από μια σεφαραδίτικη οικογένεια, το 1928, στην Καβάλα. Εκεί, ο πατέρας της, Ελιέζερ Χαΐμ, είχε αναπτύξει την προσοδοφόρα οικογενειακή επιχείρηση Solomon Brothers & Co. Το φθινόπωρο του 1940, όταν ο ιταλικός στρατός εισέβαλε στην Ελλάδα από την Αλβανία, ο Ελιέζερ Χαΐμ φρόντισε ώστε η σύζυγός του Ενριέττα (Henrietta), οι τρεις κόρες του και μια οικιακή βοηθός, επίσης Εβραία, να πάνε στην Αθήνα καθώς πίστευε πως εκεί θα ήταν περισσότερο ασφαλείς. Τότε, όπως γράφει η κ. Κράλοβα, δεν μπορούσε καν να διανοηθεί πόσο προφητική έμελλε να είναι αυτή του η απόφαση ή πως η άνετη ζωή που διήγαγε η οικογένεια, τα επιχειρηματικά περιουσιακά της στοιχεία και τα καλοκαίρια στις γραφικές παραλίες της Θάσου θα χάνονταν ανεπιστρεπτί…

Ο Ελιέζερ Χαΐμ, δραστήριος επιχειρηματίας με γνώσεις εβραιο-ισπανικών, γαλλικών, ιταλικών και φυσικά ελληνικών, μέσω της επιχειρηματικής του δράσης είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με ελληνορθόδοξους επιχειρηματίες, οι οποίοι και τον βοήθησαν στην εξεύρεση καταφυγίου για την οικογένειά του. Σύντομα, τόσο ο γερμανικός όσο και ο βουλγαρικός στρατός άρχισαν να επιδίδονται σε απίστευτες βιαιοπραγίες σε ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης της Καβάλας. Η Αθήνα, αντίθετα, παρέμενε υπό ιταλική κατοχή με μια πολύ πιο μετριοπαθή πολιτική απέναντι στους Εβραίους μέχρι την παράδοση της Ρώμης το 1943. Όταν η τύχη της Αθήνας πέρασε στα χέρια των Γερμανών, άρχισαν τα αυστηρά αντι-εβραϊκά μέτρα, στα τέλη του 1943. Τότε η οικογένεια Χαΐμ προμηθεύτηκε πλαστές ταυτότητες και κρύφτηκε. Ωστόσο, η Αλέγρα (Allegra), η μεγαλύτερη κόρη του Ελιέζερ, συνελήφθη στα 18 της χρόνια, απελάθηκε στο Άουσβιτς το 1944 και δεν επέστρεψε ποτέ…

Παρά το γεγονός ότι η οικογένεια Χαΐμ διέθετε αρκετούς οικονομικούς πόρους ώστε να επιβιώσει στον λιμό της περιόδου 1941-1943, ο Ελιέζερ Χαΐμ αρρώστησε, κατά πάσα πιθανότητα από φυματίωση. Οι λυσσαλέες διώξεις κατά των Εβραίων και οι συνεχιζόμενες απελάσεις δεν επέτρεψαν στην οικογένειά του να του εξασφαλίσει τη σωστή υγειονομική περίθαλψη και τελικά πέθανε, τον Σεπτέμβριο του 1944. Η αντίστροφη μέτρηση για την οικογένεια Χαΐμ είχε ξεκινήσει… Από τη μία ο θάνατος του Ελιέζερ και η απέλαση της Αλέγρας στο Άουσβιτς, από την άλλη η καταλήστευση των περιουσιακών τους στοιχείων, άφησε τη μητέρα με τις δύο κόρες της να παλεύουν να επιβιώσουν υπό άθλιες συνθήκες ως το τέλος του πολέμου.

Το ταξίδι στις ΗΠΑ και η νέα ζωή

Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όταν, με τη βοήθεια της οργάνωσης HIAS, μιας αμερικανοεβραϊκής οργάνωσης που προσέφερε βοήθεια σε πρόσφυγες, η Σάρα, μαζί με τη μητέρα της Ενριέττα και την αδελφή της Λάουρα (Laura) αποφάσισαν να μετακομίσουν στις ΗΠΑ. Η Σάρα που είχε γίνει στο μεταξύ Ισραηλινή πολίτης επέστρεψε διστακτικά ώστε να κάνει μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της το ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ξεκινώντας από τον Πειραιά με ακριβώς δέκα αποσκευές έφτασαν στη Νέα Υόρκη, στα τέλη Οκτωβρίου του 1955.

Η Νέα Υόρκη ήταν απλώς ένας σταθμός στη διαδρομή τους, αφού ήδη είχαν αποφασίσει να ζήσουν στην Καλιφόρνια. Λίγες μέρες μετά την άφιξή τους στη Νέα Υόρκη επιβιβάστηκαν σ’ ένα τρένο για το Λος Άντζελες μαζί με χιλιάδες Αμερικανούς Εβραίους που άρχισαν να καταφτάνουν στις «χρυσές πόλεις» του Sunbelt μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάθε μέρα, η Σάρα και η αδελφή της ξεκινούσαν από το διαμέρισμά τους στην οδό Figuera για να πάνε στο εργοστάσιο καλλυντικών της Max Factor προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσαν μαθήματα στο Los Angeles City College για να μάθουν αγγλικά και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.

Το ραντεβού στα τυφλά που «γέννησε» μια ωραία οικογένεια

Το 1958, η Σάρα βγήκε …ραντεβού στα τυφλά με τον Ευγένιο Ζιν (Eugene Zinn), που είχε απλοποιήσει το επίθετό σου σε Czinn ώστε να είναι ευκολότερη η απόδοσή του στα αγγλικά. Ο Ευγένιος Ζιν προερχόταν από γερμανόφωνη οικογένεια Ασκεναζί Εβραίων από την Τσεχοσλοβακία. Τον Μάρτιο του 1942 απελάθηκε στο Άουσβιτς- Μπίρκενου, όπου κατάφερε να γλιτώσει από τρεις θαλάμους αερίων. Ήταν, μάλιστα, ο μόνος από την οικογένειά του που επέζησε. Οι γονείς και τα τρία αδέλφια του δολοφονήθηκαν και μάλιστα λέγεται πως 80 συγγενείς του έχασαν τη ζωή τους από το ναζιστικό μένος στα στρατόπεδα κολαστήρια του Γ’ Ράιχ. Στην Τσεχοσλοβακία, ωστόσο, τα αντι-εβραϊκά συνθήματα και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν σταμάτησαν ούτε μετά τον πόλεμο.

Δυο χρόνια μετά τον γάμο τους, ο Ευγένιος και η Σάρα έγιναν Αμερικανοί πολίτες. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Χάρι και την Ελένη και εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό σπίτι τριών υπνοδωματίων στο προάστιο West Hills της κοιλάδας San Fernando, όπου ζούσαν μαζί με τη μητέρα της Σάρας. Στην Καλιφόρνια, η οικογένεια Ζιν επισκεπτόταν τακτικά μια κοντινή συντηρητική συναγωγή, ενώ στο τραπέζι του Σαμπάτ (Shabbat) η οικογένεια άναβε κεριά κάθε Παρασκευή βράδυ και ο Ευγένιος έψαλλε μια προσευχή στα εβραϊκά για τα παιδιά. Τα ισπανο-εβραϊκά ακούγονταν στο σπίτι όσο η γιαγιά Ενριέττα ήταν ζωντανή, με τον εγγονό Χάρι να είναι ο μόνος που τα έμαθε σε κάποιο βαθμό. Στο τραπέζι ήταν εμφανείς οι επιρροές τόσο από την παράδοση των Σεφαραδιτών όσο και των Ασκεναζί, ενώ από το οικογενειακό καλάθι δεν έλειπαν σταφίδες, χουρμάδες, χυμός πορτοκάλι, καρύδια και πολλά προϊόντα με «άρωμα» Ελλάδας.

Η επιστροφή στις ρίζες

Το 1984, ο Χάρι αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή και η Σάρα με τον σύζυγό της αποφάσισαν πως είχε έρθει η ώρα να δείξουν στα παιδιά τους τον τόπο γέννησής τους, επιστρέφοντας, ύστερα από δεκαετίες στην Ευρώπη. Λίγες εβδομάδες πριν από το ταξίδι, οι θεωρήσεις διαβατηρίων για την κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία απορρίφθηκαν κι έτσι η οικογένεια ταξίδεψε μόνο στην Καβάλα, όπου η Σάρα έδειξε στα παιδιά της το σπίτι της οικογένειάς της, το σχολείο της, το σημείο όπου βρισκόταν η οικογενειακή επιχείρηση και το γραφικό νησί της Θάσου, όπου είχε περάσει πολλά ειδυλλιακά καλοκαίρια. Ήταν μια γλυκόπικρη επίσκεψη καθώς οι μνήμες όλων αυτών που χάθηκαν ξεπρόβαλλαν από κάθε γωνιά. Η οικογένεια επισκέφθηκε τελικά και την Τσεχοσλοβακία, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ενώ η επίσκεψη στο Άουσβιτς, εκτός από τις εικόνες της φρίκης που έφεραν στο μυαλό και την ψυχή του Ευγένιου, έφερε αντιμέτωπη τη Σάρα με την τραγική τύχη της μεγαλύτερης αδελφής της, της Αλέγρας. Είχε πεθάνει στις 3 Φεβρουαρίου 1945, λίγες μόνο ημέρες μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου και θάφτηκε σ’ έναν παρακείμενο ομαδικό τάφο.

Ο Χάρι συνέχισε να επιστρέφει στην Καβάλα μετά τον θάνατο των γονιών του. Το 2016 επισκέφθηκε την πόλη μαζί με την αδελφή του Ελένη, τα ξαδέλφια του Ντέμπι και Κάρεν και τις τρεις κόρες τους. Όλοι μαζί απέτισαν φόρο τιμής στην προγονική τους εστία. Για να τιμήσουν τη μνήμη των γονιών τους, ο Χάρι και η Ελένη Ζιν πήραν την πρωτοβουλία για μια υποτροφία, στην οποία έδωσαν το όνομα των γονιών τους και δίνεται σε μελετητές του Ολοκαυτώματος και κοινωνικής δικαιοσύνης στο Κέντρο Εβραϊκών Σπουδών του UCLA Alan D. Leve.

 Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ