Σαν σήμερα στις 3 Νοεμβρίου 1869 έφυγε από τη ζωή ο Ανδρέας Κάλβος, ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες ποιητές. Δημιουργός με ιδιαίτερο ύφος και συγκλονιστικός στις ποιητικές του εξάρσεις, έγινε γνωστός κι εκτιμήθηκε ως μείζων Έλληνας ποιητής, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, χάρη στον Κωστή Παλαμά. Το ποιητικό του έργο συνοψίζεται στις «Ωδές» του, στις οποίες έψαλε τις αρετές και το έπος του ‘21.
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1792 στη Ζάκυνθο, από ντόπια πλούσια μητέρα, την Αδριανή Ρουκάνη και πατέρα Κερκυραίο, τον Ιωάννη Κάλβο, ανθυπολοχαγό του Ενετικού στρατού και αργότερα έμπορο. Μετά τον χωρισμό των γονέων του, ακολούθησε τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ο οποίος επιδόθηκε στο εμπόριο.
Όταν, όμως, έχασε τον πατέρα του (1812), σταμάτησε τις φιλολογικές σπουδές του κι εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά μ’ έναν επίσης ξενιτεμένο Ζακυνθινό, τον σπουδαίο Ελληνοϊταλό ποιητή Ούγο Φώσκολο, που τον προστάτεψε και τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του σε μία πόλη ξακουστή για τα γράμματα και τις τέχνες της. Στην ιστορική πόλη της Τοσκάνης, ο Κάλβος εντρύφησε λογοτεχνία και ανακάλυψε την ποιητική του φλέβα.
Όταν ο Φώσκολος κατέφυγε στην Ελβετία ως πολιτικός εξόριστος (1815), πήρε μαζί του τον Κάλβο και από εκεί οι δύο φίλοι εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Τύπος ιδιόρρυθμος και κυκλοθυμικός, ο Κάλβος, ήρθε σε ρήξη με τον προστάτη του και διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις μαζί του, αναγνωρίζοντας όμως τις κάθε μορφής παροχές και ευεργεσίες του συμπατριώτη του.
Μόνος του πια, ο Κάλβος αγωνίστηκε σκληρά να κερδίσει τη ζωή του με ιδιωτικές παραδόσεις και με μεταφράσεις θεολογικών συγγραμμάτων. Τον Μάιο του 1819 παντρεύεται τη Μαρία Τερέζα Τόμας, η οποία θα πεθάνει τον ίδιο χρόνο.
Το 1820 εγκαταλείπει το Λονδίνο και περνώντας ξανά από τη Φλωρεντία, όπου απελαύνεται για τις φιλελεύθερες ιδέες του και την Ελβετία, φτάνει στο Παρίσι (1824), όπου προσπαθεί να ζήσει ως δημοσιογράφος.
Το 1826 κατεβαίνει στην επαναστατημένη Ελλάδα «για να προσφέρει ακόμη μια καρδιά στα όπλα των μουσουλμάνων», όπως έγραψε στον στρατηγό Λαφαγιέτ. Φτάνει στο Ναύπλιο, όπου όμως δεν θα εκτιμηθεί η αφιλόκερδη και αγνή πατριωτική προσφορά του.
Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα, οι αντιζηλίες και τα πάθη των αγωνιστών τον πληγώνουν βαθιά και πικραμένος φεύγει για την Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826. Εκεί συνεχίζει τις παραδόσεις ιδιωτικών μαθημάτων, διορίζεται γυμνασιάρχης στο Ιόνιο Γυμνάσιο και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Γεράσιμος Μαρκοράς ευτύχησαν να είναι μαθητές του.
Τον Νοέμβριο του 1852 εγκαταλείπει οριστικά την Κέρκυρα για την Αγγλία. Στο Λονδίνο παντρεύεται τη Σαρλότ Γουάνταμς, με την οποία εγκαθίσταται στο Λάουθ του Λινκονσάιρ, όπου η σύζυγός του ίδρυσε ανώτερο παρθεναγωγείο στο οποίο δίδασκε και ο Κάλβος. Εκεί συνέχισε την ενασχόλησή του με τις θρησκευτικές μελέτες και τις μεταφράσεις έως τον θάνατό του στις 3 Νοεμβρίου 1869.
Ο τάφος του ήταν άγνωστος έως το 1937, οπότε βρέθηκαν τα οστά του στο νεκροταφείο της Αγίας Μαργαρίτας του Κέντιγκτον. Τον Μάρτιο του 1960 τα οστά του ποιητή και της δεύτερης γυναίκας του (που είχε πεθάνει το 1888), μεταφέρθηκαν πρώτα στην Αθήνα και τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, όπου από τις 17 Ιανουαρίου 1968 βρήκαν την αιώνια ανάπαυση στο μαυσωλείο του Μουσείου Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων.
Έτσι εκπληρώθηκε η τελευταία επιθυμία του ποιητή, όπως την είχε ζητήσει στην τελευταία στροφή (κγ’) της πρώτης Ωδής («Ο Φιλόπατρις»): «Ας μη μου δώση η μοίρα μου / εις ξένην γην τον τάφον· / είναι γλυκύς ο θάνατος / μόνον όταν κοιμώμεθα / εις την πατρίδα».
Το κυριότερο ποιητικό δημιούργημα του Κάλβου είναι οι «Ωδές», που αποτελούνται από 20 πολύστροφα ποιήματα. Τις πρώτες δέκα τις έγραψε στη Γενεύη το 1824 και τις άλλες δέκα μετά δύο χρόνια στο Παρίσι. Οι πρώτες είχαν τον γενικό τίτλο «Λύρα, Ωδαί» και οι άλλες τον τίτλο «Νέαι Ωδαί». Στο πρώτο βιβλίο υπογράφει ως Ανδρέας Κάλβος Ιωαννίδης ο Ζακύνθιος και στο δεύτερο ως Κάλβος ο Ζακύνθιος. Οι περισσότερες Ωδές είναι αφιερωμένες στην πατρίδα ή τιτλοφορούνται με τίτλους που εξυμνούν την πατρίδα και τους τόπους θυσίας των ηρωικών υπερασπιστών της.
Νεοπινδαρικός στο ύφος, μεγαλοπρεπής, με απίθανες εξάρσεις, ο Κάλβος δίνει στο στίχο του το βαθύ νόημα των μεγάλων οραματισμών. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί αποτελεί έναν ιδιότυπο συγκερασμό από αρχαϊκά στοιχεία, Κοραϊκούς τύπους, δημοτικές λέξεις και προσωπικά πλάσματα, συχνά αυθαίρετα. Οι στροφές των Ωδών του είναι πεντάστιχες και αποτελούνται από στίχους αναμοιοκατάληκτους, τέσσερις επτασύλλαβους και ένα πεντασύλλαβο.
Αν το έργο του έγινε ευρύτατα γνωστό κι εκτιμήθηκε όσο λίγα στην Ελλάδα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον Κωστή Παλαμά, που σε μία ομιλία του, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του, διαδήλωσε τον απερίφραστο θαυμασμό του στην ποίηση του Κάλβου και ερμήνευσε στο ακροατήριό του γιατί ο Κάλβος ήταν ένας μεγάλος, ένας αρρενωπός ποιητής.
«… τα χέρια σας απλόνετε! τραβήξετέ τα οπίσω… »
α. Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
β. Στην στεριάν, στα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.
γ. Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Ελληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
δ. Παρά προστάτας να ‘χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
ε. Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβυν’ η νύκτα εν’ άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.
στ. Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος,
έπνιξε και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
ζ. Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
η. Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
θ. Τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.
ι. Θέλετε θησαυρούς
πολλούς δια ν’ αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ’ άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.
*
ια. Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.
ιβ. Δια να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.
*
ιγ. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω.
βλέπει ο Θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.
ιδ. Οταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
ιε. Το ξίφος σφίγξατ’ Ελληνες-
-τα ομμάτια σας σηκώσατε-
-ιδού – εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σάς είναι. (…)
ιζ. Παρά… Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι (…).
(Ανδρέας Κάλβος – Αι Ευχαί)