Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις 20 ή 21 Ιουλίου του 356 π.Χ στην Πέλλα της Μακεδονίας. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’ και μητέρα του η Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Από τον πατέρα του ο Αλέξανδρος κληρονόμησε την οξεία αντίληψη, τις οργανωτικές ικανότητες και την ταχύτητα ενεργειών. Και από τη μητέρα του τη φιλοδοξία, την υπερηφάνεια και την ισχυρή θέληση.
Στα παιδικά του χρόνια εκπαιδεύτηκε από τους παιδαγωγούς Λεωνίδα το Μολοσσό και Λυσίμαχο τον Ακαρνάνα. Σε ηλικία 13 ετών μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη. Ο μεγάλος φιλόσοφος τον μόρφωσε με τα ελληνικά ιδεώδη και του ενέπνευσε τον θαυμασμό και την αγάπη για το ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό. Στον Αριστοτέλη έδειχνε πάντα σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Έλεγε πως τον πατέρα του χρωστάει “το ζην” και στο δάσκαλό του το «ευ ζην».
Από τον πατέρα του έλαβε σπουδαία μαθήματα πολιτικής και στρατηγικής. Πάντοτε βρισκόταν κοντά του, όταν εκείνος συζητούσε με ξένους πρεσβευτές και απεσταλμένους. Τον ακολουθούσε στις εκστρατείες, όπου έπαιρνε μαθήματα στρατιωτικής τέχνης. Έτσι, από πολύ νωρίς απέκτησε πολιτική και στρατιωτική ωριμότητα. Σε ηλικία 16 ετών, ως αντικαταστάτης του πατέρα του, που έλειπε σε εκστρατεία, κατέπνιξε την επανάσταση της θρακικής φυλής των Μαίδων, ενώ σε ηλικία 18 ετών, στη Μάχη της Χαιρώνειας (2 Αυγούστου 338 π.Χ.) ήταν διοικητής στρατιωτικού σώματος και διακρίθηκε για τις πολεμικές του αρετές.
Σε ηλικία 20 ετών έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, μετά τη δολοφονία του πατέρα του το 336 π.Χ. Από πολύ νωρίς αντιμετώπισε οργανωμένες συνωμοσίες εναντίον του, τις οποίες διέλυσε με αστραπιαία ταχύτητα. Με την ίδια αστραπιαία ταχύτητα και αποφασιστικότητα εξεστράτευσε εναντίον των πόλεων της Νότιας Ελλάδας, οι οποίες μόλις έμαθαν το θάνατο του Φιλίππου επαναστάτησαν. Μόλις, όμως, πληροφορήθηκαν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου εναντίον τους, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και σε συνέδριο, που έγινε στην Κόρινθο, τον ανακήρυξαν Ηγεμόνα της Ελλάδας, όπως και νωρίτερα τον πατέρα του και αρχιστράτηγο στην επικείμενη εκστρατεία κατά των Περσών.
Ο Αλέξανδρος ικανοποιημένος γύρισε στη Μακεδονία. Για να απαλλάξει το βασίλειό του από κάθε κίνδυνο, προτού εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, εκστράτευσε εναντίον των βαρβαρικών φυλών, που κατοικούσαν βόρεια της Μακεδονίας (335 π.Χ.). Νίκησε τις φυλές αυτές, έφθασε ως τον Δούναβη και επέστρεψε στην Πέλλα. Απερίσπαστος πια άρχισε την προετοιμασία για τη μεγάλη εκστρατεία κατά των Περσών. Βρέθηκε, όμως, στην ανάγκη να έλθει για δεύτερη φορά στη Νότιο Ελλάδα, όπου οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι είχαν και πάλι επαναστατήσει. Αφού κατέστειλε την ανταρσία των δύο πόλεων, επέστρεψε στη Μακεδονία και συμπλήρωσε τις ετοιμασίες του για την εκστρατεία κατά της Περσίας.
Την άνοιξη του 334 π.Χ, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με 50.000 πεζούς και 6.000 ιππείς, αφού άφησε για επίτροπό του στη Μακεδονία το στρατηγό Αντίπατρο. Προχώρησε από τη Θράκη κι έφθασε στον Ελλήσποντο. Εκεί τον περίμενε ο στόλος του, που τον αποτελούσαν 120 πολεμικά και πολλά άλλα βοηθητικά πλοία. Πέρασε στην Τροία, όπου επισκέφθηκε τον τάφο του Αχιλλέα, προσευχήθηκε κι έκανε θυσίες.
Στις όχθες του Γρανικού ποταμού είχε συγκεντρωθεί ο περσικός στρατός, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο. Στον Γρανικό έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ των Μακεδόνων και των Περσών (22 Μαΐου 334 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος οδηγούσε ο ίδιος το στρατό του και πολέμησε ο ίδιος στήθος προς στήθος με τους γενναιότερους πολεμιστές των Περσών. Κινδύνευσε, μάλιστα, σοβαρά. Οι Πέρσες, τελικά, δεν κατόρθωσαν ν’ αναχαιτίσουν την ορμή των Μακεδόνων, εγκατέλειψαν τον αγώνα και υποχώρησαν άτακτα.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος προχώρησε νότια και απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Τον χειμώνα του 334 π.Χ. έφθασε στην πόλη Γόρδιο στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, όπου αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει. Εκεί, στο βασιλικό ανάκτορο, υπήρχε ο περίφημος Γόρδιος Δεσμός. Η παράδοση έλεγε πως όποιος τον έλυνε θα κυρίευε την Ασία. Ο Αλέξανδρος απλά τον έκοψε με το σπαθί του.
Την άνοιξη του 333 π.Χ, βάδισε προς τα νότια, πέρασε το όρος Ταύρος και μπήκε στην Κιλικία. Κυρίευσε την πόλη Ταρσό και σταμάτησε εκεί για ν’ αναπαυθεί ο στρατός του. Ύστερα από ένα λουτρό στα κρύα νερά του ποταμού Κύδνου, ο Αλέξανδρος αρρώστησε, αλλά γρήγορα έγινε καλά και συνέχισε την πορεία του προς τη Συρία. Συνάντησε τότε για δεύτερη φορά τον περσικό στρατό από 500.000 μαχητές κι έδωσε μάχη κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (12 Νοεμβρίου 333 π.Χ.). Οι Πέρσες υπέστησαν πανωλεθρία και διαλύθηκαν. Ο βασιλιάς Δαρείος κινδύνευσε και γλίτωσε μόνο με τη φυγή του. Στην Ισσό ο Αλέξανδρος κυρίευσε πλούσια λάφυρα και αιχμαλώτισε την οικογένεια του Δαρείου, αλλά της φέρθηκε μεγαλόψυχα.
Ο Αλέξανδρος, αντί να συνεχίσει την καταδίωξη του Δαρείου, προχώρησε νότια, για να γίνει κύριος όλων των παραλίων της Μεσογείου και να εξουδετερώσει κάθε απειλή του περσικού στόλου. Κατέλαβε, κατά σειρά, τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Επισκέφθηκε στην έρημο το μαντείο του Άμμωνος Διός, όπου οι ιερείς τον χαιρέτισαν ως τον νέο Δία. Στις ακτές της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου και σε θέση κατάλληλη για την ανάπτυξη του εμπορίου, όρισε να χτιστεί η Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος χάραξε τα τείχη και τους δρόμους της.
Επιστρέφοντας από την Αίγυπτο στην Ασία συνάντησε στα Γαυγάμηλα, πέρα από τον Τίγρη ποταμό, νέο πολυάριθμο περσικό στρατό και τον νίκησε (1 Οκτωβρίου 331 π.Χ). Ο Δαρείος σώθηκε και πάλι, αλλά δολοφονήθηκε από τον σατράπη της Βακτριανής Βήσσο. Ο περσικός στρατός καταστράφηκε, οι σπουδαιότερες πόλεις της Περσίας – Βαβυλώνα, Σούσα και Περσέπολη, όπου το ανάκτορο του Δαρείου- παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο και ολόκληρη η Περσία κατακτήθηκε.
Ο Αλέξανδρος, όμως, δεν σταμάτησε στην Περσία. Προχώρησε προς τα ανατολικά για να υποτάξει τις φυλές που κατοικούσαν εκεί και ν’ απαλλάξει έτσι το μεγάλο του βασίλειο από μελλοντικό κίνδυνο. Πέρασε τη Σογδιανή και τη Βακτριανή και το 327 π.Χ. μπήκε στις Ινδίες, όπου νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Οι στρατιώτες του, όμως, κουράστηκαν και αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Αναγκάσθηκε τότε να ανακόψει την επική πορεία του προς Ανατολάς. Ένα μέρος του στρατού το έστειλε με πλοία στην Περσία, με επικεφαλής τον ναύαρχο Νέαρχο. Αυτός με το υπόλοιπο στράτευμα πέρασε την έρημο Γεδρωσία, όπου χάθηκαν πολλοί στρατιώτες του από την πείνα και τη δίψα, και επέστρεψε στα Σούσα.
Άρχισε τότε να σκέφτεται την οργάνωση της επικράτειάς του. Μελετώντας τον τρόπο της ζωής των Περσών και τον τρόπο της διοικήσεώς τους, έβγαλε το συμπέρασμα πως για να διατηρηθεί το αχανές κράτος που δημιούργησε έπρεπε να συμφιλιώσει τους Πέρσες ευγενείς με τους Έλληνες. Φαντάστηκε τον εαυτό του σαν ελληνοπέρση βασιλιά και μιμήθηκε την ενδυμασία και γενικά τον τρόπο ζωής τους. Παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου Στάτειρα και την ανιψιά της Παρυσάτιδα (324 π.Χ.), ενώ παρακίνησε τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν κι αυτοί Περσίδες. Νωρίτερα (327 π.Χ.) είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη, κόρη τοπικού ηγεμόνα της Βακτριανής, παρά την αντίδραση των στρατηγών του. Η Ρωξάνη τού χάρισε και τον μοναδικό του απόγονο, τον Αλέξανδρο Δ’, ο οποίος γεννήθηκε δύο μήνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη και σκοτώθηκε σε ηλικία 12 ετών με διαταγή του Κάσσανδρου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σφετεριστή του θρόνου της Μακεδονίας.
Στους Μακεδόνες δεν άρεσε η αλλαγή αυτή του Αλέξανδρου. Μερικοί από τους στρατηγούς του, μάλιστα, οργάνωσαν εναντίον του συνωμοσίες, τις οποίες ο Αλέξανδρος ανακάλυψε και τιμώρησε σκληρά τους πρωταίτιους. Οι πολλές διοικητικές φροντίδες, οι κόποι και τελευταία ο θάνατος του πιο στενού του φίλου, Ηφαιστίωνα, του έφθειραν την υγεία. Ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά και στις 10 ή 11 Ιουνίου του 323 π.Χ. άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα, σε ηλικία μόλις 32 ετών.
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το απέραντο κράτος του διαμοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του, που επί πολλά χρόνια διαφωνούσαν για τη διανομή. Δεν χάθηκε, όμως, το εκπολιτιστικό έργο του. Οι κατακτήσεις του άνοιξαν τα σύνορα μεταξύ του ελληνικού χώρου και της Ανατολής. Η επικοινωνία με τους “βαρβάρους” συνέβαλε στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμός στις χώρες της Ασίας και της Αιγύπτου. Η ελληνική γλώσσα έγινε διεθνής. Τα ελληνική ήθη πέρασαν σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ανέτειλε ο πολιτισμός της λεγόμενης “Ελληνιστικής Εποχής”, που αποτελεί μία νέα λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Δικαιολογημένα, η ιστορία ανακήρυξε τον Αλέξανδρο «Μέγα» για το γιγάντιο έργο του.
Eρευνήτρια υποστηρίζει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ετάφη ζωντανός
Οι συνθήκες θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου εξακολουθούν να κεντρίζουν τη φαντασία πολλών επιστημόνων, με πολλούς από αυτούς να διατείνονται πως έχουν λύσει το αίνιγμά του. Η δε Νεοζηλανδή ερευνήτρια Κάθριν Χολ της Iατρικής Σχολής Dunedin στη χώρα της Ωκεανίας διατύπωσε άλλη μία θεωρία για τη μυστηριώδη πάθηση που οδήγησε στον θάνατο τον στρατηλάτη, με ακόμη πιο μακάβρια υπόθεση: ο θρυλικός στρατηλάτης ετάφη ενώ ήταν ακόμη ζωντανός.
Όπως αναφέρει η Χολ στη μελέτη της στο περιοδικό Ancient History Bulletin—και την οποία αναπαράγουν σε δημοσιεύματά τους οι εφημερίδες New York Post και η βρετανική Sun—ο θάνατος του Αλεξάνδρου οφείλεται στη μόλυνσή του από το καμπυλοβακτήριο του πυλωρού (Cmbylobacter pylori) στο στομάχι, που του προκάλεσε συμπτώματα που μοιάζουν με τη νευροπαραλυτική πάθηση του συνδρόμου Guillain-Barre (GBS). Το αυτοάνοσο αυτό νόσημα έπληξε το περιφερικό νευρικό σύστημα του μεγάλου ιστορικού κατακτητή, εμποδίζοντάς τον να κινείται, να μιλά και να αναπνέει για έξι ημέρες. Είναι πιθανόν, τονίζει η Post, ο Μακεδόνας βασιλέας να ήταν ζωντανός όταν οι πιστοί του στρατιώτες προετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή το 323 π.Χ.
Οι μύες του Αλεξάνδρου είχαν παραλύσει σε τέτοιο βαθμό, που οι γιατροί δεν κατάλαβαν πως ακόμη ανέπνεε όταν δήλωσαν τον θάνατό του μία εβδομάδα πριν τελικά αυτός πεθάνει, τονίζει η Sun.
«Θέλησα να δώσω τροφή σε έναν καινούργιο διάλογο και να ξαναγραφούν τα ιστορικά βιβλία, υποστηρίζοντας πως ο θάνατος του Αλεξάνδρου επήλθε έξι ημέρες αργότερα απ’ ότι αποδεχόμαστε», τονίζει η ίδια η Χολ.
«Ο θάνατός του είναι η πιο διάσημη περίπτωση “ψευδοθανάτου” ή λανθασμένης διάγνωσης που έχει καταγραφεί ποτέ», υποστηρίζει.
Η ερευνητική της ομάδα αναδίφησε όλες τις παλαιότερες διηγήσεις για τα συμπτώματα του Αλεξάνδρου αλλά και νεότερα ιατρικά εγχειρίδια συμπτωματολογίας.
Σύμφωνα με τις πηγές, η ασθένεια του Αλεξάνδρου εμφανίσθηκε έπειτα από μία έκλυτη νύκτα με κατανάλωση άνω των δώδεκα λίτρων οινοπνεύματος. Την επόμενη ημέρα, ο ίδιος παραπονέθηκε για εκτεταμένη κόπωση, όμως προτίμησε να καταναλώσει άλλη τόση ποσότητα ποτών. Την επομένη, ο στρατηλάτης καθηλώθηκε από οξείς στομαχικούς πόνους, ενώ εμφάνισε συμπτώματα πυρετού. Κλινήρης και νιώθοντας αφόρητους πόνους, ο Αλέξανδρος μόλις που μπορούσε να ανοιγοκλείνει τα μάτια του και να τρεμοπαίζει τα δάκτυλά του ήδη οκτώ ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Την 11η ημέρα κηρύχθηκε νεκρός, μολονότι οι παραστάτες στην κλίνη του διαβεβαίωναν πως έως την ύστατη στιγμή είχε πνευματική διαύγεια.
Κατά την Χολ, αυτά τα συμπτώματα υποδεικνύουν το σύνδρομο Guillain-Barre, που εκδηλώνεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο νευρικό σύστημα παραλύοντας τον ασθενή. Σήμερα το σύνδρομο αυτό προσβάλλει έναν άνθρωπο ανά 100.000 στις ΗΠΑ και στη Βρετανία.
Αυτό, κατά την Χολ, εξηγεί την παράλυση στα πόδια και χέρια του πολεμάρχου ο οποίος στο τελικό στάδιο δεν μπορούσε να μιλήσει. Η ασθένεια που προκαλείται από ένα βακτήριο του στομάχου δεν επηρεάζει τις νοητικές δυνατότητες του ασθενούς, εξ ου και οι παρόντες διαπίστωσαν τη διαύγεια του Αλεξάνδρου.
Η νέα διάγνωση εγείρει εύλογες υποψίες ότι ο Αλέξανδρος κατ’ ουσίαν ετάφη ενώ ήταν ακόμη εν ζωή. Εκείνη την εποχή, οι γιατροί δεν μετρούσαν τον σφυγμό του ασθενή για να διαπιστώσουν εάν ζει, αλλά εξέταζαν ενδείξεις αναπνοής. Όμως η παράλυση είχε σταδιακά μειώσει τη λειτουργία των αναπνευστικών μυών έως του σημείου η αναπνοή του να είναι πολύ αχνή για να τη διαπιστώσουν οι γιατροί.
Αργότερα, οι Έλληνες ιστορικοί έγραφαν πως έξι ημέρες μετά την ταφή του, το σώμα του Αλεξάνδρου δεν είχε αποσυντεθεί , αναγνωρίζοντας σε αυτό το «θαύμα», την απόδειξη πως ο Αλέξανδρος ήταν θεός. Όμως, η Χολ υποστηρίζει ότι αυτό απλώς αποδεικνύει πως ο Αλέξανδρος μπορούσε κάλλιστα να αναπνέει ακόμη, αλλά η αναπνοή του είχε μειωθεί τόσο πολύ που μάλλον θα «βρισκόταν σε κώμα όταν είχαν δρομολογηθεί οι διαδικασίες της ταφής του, αλλά εκείνοι δεν ήσαν σε θέση να το αντιληφθούν».
Οι νέες ερευνητικές εικασίες ανοίγουν εκ νέου το κεφάλαιο για τις μυστηριώδεις συνθήκες θανάτου του Αλεξάνδρου, οι οποίες είναι πιθανό να συνεχίσουν να απασχολούν την επιστημονική κοινότητα με την ίδια ένταση που τρέφει τη φαντασία των απανταχού αρχαιολόγων το μυστήριο για τον τάφο του.