Το «Χάτσικο» τού Μίκη Θεοδωράκη.
Η Ελληνική Γλώσσα είναι ο σημαντικότερος πολιτιστικός και πολιτισμικός θησαυρός
στην Ιστορία τής Ανθρωπότητας.
Το στοιχείο που προσδίδει στα Ελληνικά τη μέγιστη αξία τους
και αναδεικνύει την αναντικατάστατη προσφορά τους,
είναι η βαθύτατα εννοιολογική υπόστασή τους·
άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός,
ότι διαχωρίζονται -και μάλιστα, με απολύτως διακριτά γνωρίσματα- η Αγάπη και ο Έρωτας,
εν αντιθέσει με τα Αγγλικά που χρησιμοποιούν τη γενικόλογη λέξη «Love»
(διόλου τυχαία,
η Αγγλική Γλώσσα έγινε «Διεθνής» λόγω τού υπεραπλουστευτικού χαρακτήρα της).
Επί τής ουσίας, όμως, πίσω από αυτόν τον ανεξάντλητο πλούτο,
βρίσκεται το «“DN.A.” τής Ευφυΐας»·
η Ελληνική Γλώσσα πλάστηκε από ευφυείς ανθρώπους
και -ανεξάρτητα από τις μετατροπές και τις αλλοιώσεις
που (θα) υφίσταται στο βάθος των αιώνων-
(θα) προορίζεται εσαεί για ευφυείς ανθρώπους.
Η Ελληνική Γλώσσα είναι εξόχως επηρμένη και ελιτίστρια·
ακριβώς επειδή γνωρίζει ποια είναι η αξία της,
συχνά γίνεται ειρωνική με εκπληκτική λεπτότητα.
Ως εκ τούτου, αρκεί η αλλαγή ενός γράμματος ώστε να αλλάξει άρδην η Σημασία·
ο «άνθρωπος» σατιρίζεται μετατρεπόμενος σε «άνθρωπας»,
ο «πρόεδρος» γελοιοποιείται μετατρεπόμενος σε «πρόεδρας».
Υπ’ αυτό το διασκευαστικό και αδιανόητα εύγλωττο πλαίσιο,
υπάρχουν και οι περιπτώσεις που η Ελληνική Γλώσσα γίνεται εξαιρετικά σκληρή,
διότι γνωρίζει και έχει εκ γενετής της συνειδητοποιημένο το χρέος της
να καταγράφει κάθε πτυχή τής ζωής.
Έτσι, ο Σκύλος γίνεται «Σκυλί».
…
Ως άνθρωπος που αγαπάω στον υπέρτατο βαθμό τούς σκύλους
(βεβαίως, συμπεριλαμβάνω όλα τα ζώα στο συναίσθημά μου και στον σεβασμό μου),
ταράζομαι με τη λέξη «Σκυλί»·
ταράζομαι, κινητοποιούμαι, συγκινούμαι.
Αυτή η ουδετεροποιημένη μορφή τής λέξης «Σκύλος»,
φέρει μέσα της όλην την υποτίμηση που βιώνουν αυτά τα υπέροχα πλάσματα
από τούς ανάλγητους και κακόψυχους ανθρώπους,
αλλά συνάμα εκφράζει και λύπηση, και οίκτο, και συμπόνια.
Στο μνημειώδες άσμα «Βράδυ Σαββάτου»,
ο δημιουργός του, ο Χρήστος Κυριαζής,
και μετέπειτα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου που το έκανε ευρύτερα γνωστό,
τραγουδάνε (κι εμείς μαζί τους):
«Βράδυ Σαββάτου…, …κι η μοναξιά του…, …να με γυρίζει σαν σκυλί στις γειτονιές…».
Στο μνημειώδες άσμα «Διδυμότειχο Blues»,
ο Γιώργος Νταλάρας και ο αξέχαστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
τραγουδάνε (κι εμείς μαζί τους):
«Σαν παροπλισμένος ψευτοεπαναστάτης είχα τ’ άλλοθί μου, το κουτσό σκυλί μου…».
Κι είναι κι αυτή η άλλοτε κυνική και άλλοτε μοιρολογητική φράση
«Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι…»,
που έρχεται να ολοκληρώσει την περιγραφή τής ζοφερής πραγματικότητας.
…
2 Σεπτεμβρίου 2021.
Πλησιάζει μεσημέρι όταν καταφθάνει το θλιβερό μαντάτο:
«Έφυγε από τη ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης.».
Πανελλήνια Συγκίνηση. Παγκόσμια Συγκίνηση.
Αυτός ο Μέγιστος Έλληνας,
αυτός που ανθίστατο στον Θάνατο μέχρι τα 96 του χρόνια,
αυτός που είχε απομείνει ως ο «Τελευταίος των Μεγίστων»,
παρέδωσε σώμα
(η διατύπωση «παρέδωσε πνεύμα» θα ήταν άκρως προσβλητική για τον Μίκη).
Άπαντες οι τηλεοπτικοί σταθμοί διακόπτουν τη ροή τού προγράμματός τους·
ολάκερη η μέρα οφείλει -ως ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης- να μετατραπεί σε «Έκτακτο Δελτίο».
Άνθρωποι που τον εγνώρισαν, βγαίνουν και μιλούν και λένε «δυο λόγια»·
ό,τι και να πούμε για τον Μίκη, όσα εκτενή αφιερώματα κι αν τού κάνουμε,
πάντοτε ως «δυο λόγια» θα φαντάζουν.
Τηλεοπτικά συνεργεία αρχίζουν να καταφθάνουν έξω από το σπίτι του,
εκεί κοντά στην Ακρόπολη·
ήδη βρίσκονται απ’ έξω οι γείτονές του, οι περίοικοι,
αλλά και άνθρωποι που έχουν σπεύσει από άλλες περιοχές τής Αθήνας.
«Κόσμος είναι μαζεμένοι…», που λέει και το δημώδες άσμα.
Κι όμως, ανάμεσα σε τόσους μαζεμένους ανθρώπους,
το βλέμμα στέκεται σε αυτήν την εικόνα…
Η Μυρτώ, ο σκύλος τής οικογένειας,
το αδέσποτο σκυλί που είχε περιμαζέψει ο Μίκης πριν από πέντε χρόνια
και το είχε κάνει μέλος τής οικογενείας του
(δίνοντάς του, μάλιστα, εν απολύτω αγάπη, το όνομα τής γυναίκας του),
είναι ξαπλωμένη στη μικρή βεράντα τού σπιτιού
και εμφανέστατα βρίσκεται σε κατάπτωση.
Τα μάτια τού ζώου είναι γεμάτα θλίψη·
μία θλίψη που -όπως ανέφεραν οι οικείοι τού εκλιπόντος κηδεμόνα του-
εξεδήλωνε τις τελευταίες ημέρες επειδή διαισθανόταν ότι θα επέρχετο το «Μοιραίο».
Είχε πολλά χρόνια η Μυρτώ να νοιώσει «σκυλί»·
από τότε που είχε την τύχη να τη σώσει από τούς δρόμους ο σωτήρας της, ο Μίκης,
η Μυρτώ ήταν σκύλος.
Και να που τώρα, ελέω τού χαμού τού Μίκη, αισθανόταν ξανά «αδέσποτη ψυχή»,
διαπιστώνοντας ότι το Πένθος είναι για τούς ανθρώπους
και συνειδητοποιώντας ότι το Πένθος είναι «Μονοπωλιακή Ανθρώπινη Πολυτέλεια».
Έπιασε μια γωνίτσα.
Εξάπλωσε και έμεινε -σύμφωνα με τούς επιφανειακούς παρατηρητές- σιωπηλή.
Κι όμως, η ηλικιωμένη σκυλίτσα μιλούσε συνέχεια·
απλώς το έπραττε με τον δικό της ταπεινό τρόπο.
Το μαύρο χρώμα της ήταν τώρα αντιπροσωπευτικό των στιγμών.
Οι κινήσεις της μετρημένες, μα συγκλονιστικά σημειολογικές.
Καθισμένη στο άβολο πλατύσκαλο,
κάτω ακριβώς από την ανθοδέσμη που κάποιος άφησε στο κάγκελο τής πόρτας,
εδήλωνε το πένθος της με τον δικό της τρόπο.
Εχθές, στην κηδεία τού Μίκη, δεν ήταν εκεί·
όχι επειδή δεν ήθελε (σίγουρα, ήθελε), αλλά επειδή οι άνθρωποι δεν την πήραν μαζί τους.
Έμεινε πίσω, έμεινε πίσω να φυλάει το σπίτι, διότι αυτό(ς) είναι ο Σκύλος·
άγρυπνος φύλακας ακόμη κι όταν κοιμάται,
ακόμη κι αν δεν είναι γεννημένος για φύλακας,
ακόμη κι αν δεν διαθέτει τα (άγρια) ένστικτα τού φύλακα.
Έμεινε πίσω, καρτερώντας τον Μίκη,
καθώς αν δεν δεις την κηδεία τού αγαπημένου σου προσώπου,
πάντοτε έχεις ελπίδες ότι ίσως να έκανε κάτι λάθος ο Θάνατος.
Η Μυρτώ είναι το «Χάτσικο» τού Μίκη.
…
Η Μυρτώ εδίδαξε την «Ταπεινότητα τού Πένθους»
και ότι ο Σκύλος δεν είναι προορισμένος για φύλακας των ανθρώπων,
αλλά για «Θεματοφύλακας τής Ανθρωπιάς».
Οι Ινδιάνοι έχουν στην παράδοσή τους έναν υπέροχο συναισθηματικό μύθο.
Λένε, λοιπόν, ότι κάποτε ο Θεός (ο Μανιτού, εν προκειμένω),
απεφάσισε να χωρίσει τον Άνθρωπο από τα Ζώα
χρησιμοποιώντας ως διαχωριστική γραμμή ένα ποτάμι,
αλλά την ύστατη στιγμή ο Σκύλος απεκόπη από τα άλλα ζώα
και πήγε στην όχθη που βρισκόταν ο Άνθρωπος.
Η Μυρτώ απεκόπη από τα άλλα αδεσποτάκια,
διότι την ετράβηξε στην όχθη του ο Μίκης Θεοδωράκης.
Και τώρα που ο Μίκης έχει φύγει πια απ’ τη ζωή,
αν βρίσκεται κάπου αλλού, σε κάποιαν άλλη διάσταση,
σίγουρα θα αισθάνεται τύψεις που άφησε πίσω του αυτό το τετράποδο «παιδί» του.
Ναι, στην περίπτωση τής σχέσης «Άνθρωπος-Σκύλος»,
δεσπόζει μία συγκλονιστικά αντιφατική συνθήκη·
το «σωστό» είναι να φεύγει πρώτα το «παιδί» από τη ζωή,
καθώς -δυστυχώς- ο Σκύλος είναι βραχύβιο πλάσμα
εν συγκρίσει με το ανθρώπινο προσδόκιμο ζωής.
Κόντρα, λοιπόν,
στη μεσαιωνική αντιμετώπιση των ζώων από ένα μεγάλο τμήμα τής κοινωνίας,
το «Άξιον Εστί» τού Οδυσσέα Ελύτη που έφτασε να αγγίξει τα Αισθητικά Ουράνια
ΚΑΙ με τη μελοποίηση τού Μίκη Θεοδωράκη,
προσφέρεται για τη διασκευή που είναι γεμάτη με ιδιότυπη ανθρωπιά:
Άξιον… Σκυλί!
Ο Υπο-Κοσμικός
(Twitter: @Ypokosmikos