Το πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού Mikis Theodorakis official Radio, με πέντε συμβολικά έργα τιμά την ημέρα που γεννήθηκε  ο Μίκης Θεοδωράκης στις 29 Ιουλίου 1925.

10.00 Αποκάλυψη. Ωδή στον Μπετόβεν. 1945. Για ορχήστρα εγχόρδων, αφηγητή και χορωδία. Αφηγητής: Νίκος Καραθάνος, Χορωδία των μουσικών συνόλων του Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Μπερή και οι Μουσικοί της Καμεράτας, Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου.

Γιατί «Αποκάλυψη» και γιατί «Μπετόβεν»; Γιατί την ίδια εποχή αποκαλύφθηκαν μέσα μου ως προς την Τέχνη η Συμφωνική Μουσική και ως προς τον Φιλοσοφικό διαλογισμό, τον πατριωτισμό και την κοινωνία, η Αντίσταση και ο Μαρξισμός.

Παράλληλα σφραγίστηκε υπαρξιακά και για πάντα η μπετοβενική διάσταση της Τέχνης της Μουσικής.

Το 1942 υπήρξε για μένα σταθμός. Πρώτον, άκουσα για πρώτη φορά Συμφωνική Μουσική (την 9η του Μπετόβεν). Δεύτερον, ανέπτυξα την θεωρία μου «Για τη Συμπαντική Αρμονία», που έμελλε να γίνει ο οδηγός σε όλη μου τη ζωή (Σκέψη και Δράση) και τρίτον, άρχισα τη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού-συμφωνικού μου έργου με τον αρχικό τίτλο «Συμφωνία αρ. 1», τον οποίο μετέτρεψα αργότερα σε «Αποκάλυψη», για να την ξεχωρίσω από την «Πρώτη Συμφωνία» (1948-1953).

«Η Αποκάλυψη» τελείωσε στις 31 Ιανουαρίου του 1945, γιατί στο μεταξύ μεσολάβησαν κορυφαία γεγονότα, που με απομάκρυναν από την σύνθεση. Όμως η εγγραφή μου στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη Αρμονίας, Αντίστιξης και Φούγκας με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη το φθινόπωρο του 1943 διεδραμάτισε αντιθέτως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου, που είναι άλλωστε εμφανής.

Το έργο αυτό το παρουσίασα στον Δάσκαλό μου που ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας αλλά και της Χορωδίας Αθηνών, των οποίων μέλος ήμουν κι εγώ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, μου ανακοίνωσε ότι το προγραμμάτισε για το φθινόπωρο του 1945! Και μου ζήτησε να ετοιμάσω τα υλικά, δηλαδή τις πάρτες των μουσικών και των χορωδών. Πλην όμως, λίγο αργότερα με κάλεσε στο γραφείο του, για να με ρωτήσει τι έκανα στα Δεκεμβριανά. Δηλαδή στις μάχες μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Άγγλων, που διήρκεσαν από τον Δεκέμβριο του 1944 έως τις αρχές του Ιανουαρίου του 1945. Κάποιος φαίνεται ότι με «κάρφωσε», γνωρίζοντας ασφαλώς ότι ο Οικονομίδης έπνεε μένεα κατά των κομμουνιστών, που όπως μου είπε και ο ίδιος «είχαν κάψει το σπίτι της αδελφής του».

Του απάντησα ότι υπήρξα μέλος του ΕΛΑΣ και ότι πολέμησα στην πρώτη γραμμή επί 33 μέρες! Πρόσθεσα μάλιστα ότι, εάν διάβαζε προσεκτικά το έργο, θα έβλεπε ότι, αναζητώντας τον Θεό, τον ανακάλυπτα τελικά στο πρόσωπο του Εργάτη. Στους προλετάριους όλων των εθνών!

Όπως ήταν φυσικό, ο άνθρωπος κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον μεγάλο θυμό του. Μεταξύ πολλών άλλων, μου φώναξε ότι «δεν θέλει να με ξαναδεί μπροστά του» και μου πέταξε κατάμουτρα το αντίγραφο της μουσικής μου σύνθεσης. Αυτή ήταν η γένεση και ο θάνατος του έργου αυτού, που έμεινε κυριολεκτικά θαμμένο τόσα χρόνια, μέχρι που ο φίλτατος διευθυντής της εξαίρετης Καμεράτας-Oρχήστρας των Φίλων της Μουσικής, Γιώργος Πέτρου, επανέλαβε την ρήσιν «Δεύρο έξω» και έτσι νεκραναστημένο το παρουσιάζει στη συναυλία της 12.10.2018!

Ο τίτλος «Η Αποκάλυψη» περιγράφει τον αγωνιώδη αγώνα των «εύθραυστων» εφήβων για την κατανόηση του αινίγματος της ζωής, που ξεκινά από την αναζήτηση του Θεού. Ένα κομμάτι μου τον αναζήτησε στον χώρο της Φιλοσοφίας με την θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας. Ένα άλλο, στον τομέα της Τέχνης, ξεκινώντας από το φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα της σύνθεσης του πρώτου συμφωνικού μου έργου με μοναδικά ακούσματα την «Ωδή στη Χαρά» και ανταποδίδοντας με ανεξήγητη τόλμη και αυτοπεποίθηση τη δική μου «Ωδή στον Μπετόβεν». Ας μην ξεχνάμε ότι αναφέρομαι στην ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 1930-1940 με τελευταίο σταθμό την Τρίπολη της Αρκαδίας (1940-1943), όπου ήταν παντελώς άγνωστη η Συμφωνική Μουσική.

Όμως, με την κήρυξη του πολέμου το πνευματικό και ιδεολογικό μου οπλοστάσιο άρχισε να μεταμορφώνεται μέσα μου. Από τον ακραίο φιλοσοφικό ιδεαλισμό, γνώρισα και ενστερνίσθηκα τελικά τον Μαρξισμό, που με οδήγησε να πορευτώ από την ιδεολογία στην πράξη, δηλαδή στην ένταξή μου στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σ’ αυτό, μεγάλο ρόλο διεδραμάτισε και η οικογένειά μου με τη μεγάλη και δραματική φόρτιση, με τη μητέρα μου από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και θύμα της μεγάλης εθνικής μας καταστροφής και τον πατέρα μου Κρητικό, απόγονο σειράς αγωνιστών από το 1800 ως το 1912, τότε που και ο ίδιος, σε ηλικία 16 ετών, κατατάχθηκε εθελοντής και τραυματίστηκε σοβαρότατα στο Μπιζάνι, το Φρούριο που προστάτευε τα Γιάννενα.

Όμως η τελική μεγάλη στροφή που καταγράφει το έργο, έγινε κατά τη διάρκεια της Μάχης του Δεκέμβρη. Όλες τις μέρες της μάχης, το κουβαλούσα πάνω μου και στη μάχη αυτή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε. (Τον Γενάρη του 1945 το καθαρόγραψα μέσα σε συνθήκες τρομακτικής παρανομίας). Τελικά, ο Θεός μού αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Εργάτη!

Έτσι, θα έλεγα ότι η πεμπτουσία του έργου αυτού είναι ο εσωτερικός μου αγώνας που με οδήγησε από την καθαρή Φιλοσοφία στον Μαρξισμό και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή: τον ένοπλο αγώνα.

Καιρός όμως να μιλήσουμε για το σήμερα, όπου χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει ως τώρα, βρέθηκα φορτωμένος με 93 χρόνια μιας θυελλώδους, θα τη χαρακτήριζα, ζωής.

12.00 Άξιον εστί 1964. Μίκης Θεοδωράκης: Άξιον Εστί σε Ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Έτος σύνθεσης: 1960 Παρίσι. Πρώτη ηχογράφηση: 1964. Μάνος Κατράκης. Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Θεόδωρος Δημήτριεφ, Μικτή χορωδία Θάλειας Βυζαντίου, Μικρή Ορχήστρα Αθηνών, Λαϊκή Ορχήστρα. Διεύθυνση: Μίκης Θεοδωράκης.

Το λαϊκό ορατόριο Άξιον εστί (του Οδυσσέα Ελύτη) άρχισε και τελείωσε, σχεδόν, στα 1960. Εντούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω, γιατί δι­αισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμα ώριμο να το δεχθεί. η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964, δηλαδή όταν είχε ήδη σχηματισθεί ένα πλατύ κοινό γύρω από τη λαϊκότροπη μουσική μου και όταν οι διάφοροι κύκλοι που προανέφερα, καθώς και τα υπόλοιπα τρα­γούδια μου, είχαν αρχίσει να γίνονται κτήμα σε μεγάλες λαϊκές μάζες. Έτσι μπορώ να πω ότι το κοινό προσδοκούσε το νέο έργο! «Νέο» από την άποψη ότι θα ξεπερνούσε τα όρια του ((κύκλου», ως φόρμα και ως περιε­χόμενο, ενώ ως «όγκος» (πλήθος οργάνων και εκτελεστών) καθώς και ως χρονική διάρκεια θα περνούσε στην κατηγορία των μεγάλων παραδοσι­ακών μουσικών έργων.

Εν αρχή ην ο Λόγος! Αυτή η αλήθεια ισχύει απαρέγκλιτα για όλο μου το έργο. Ώστε δεν έχει παρά να βάλει κάνεις σε πρώτο πλάνο το ποιη­τικό κείμενο για να εξηγήσει, κάθε φορά, τη μουσική μου. Άλλωστε ηθελημένα, ευθύς εξαρχής δήλωσα ότι η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ακούγοντας ένα τραγούδι, να μην μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική!

Το Άξιον εστί του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ, η βαθύτατη ελληνικότητα του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του τόσο ως μιας συγκεκριμένης ιστορικής αξίας όσο και μιας ηθικής στάσεως και παρουσίας.

Φυσικά, τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου όσο και γενικά η φόρμα του οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούργιας μουσικής μορφής. το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο τού ελληνικού έθνους. από τη γένεση «αυτού του κόσμου του μικρού, του με­γάλου» έως την προφητική ενόραση των δεινών που μας επισώρευσε η σημερινή δικτατορία.

Τρία είναι τα βασικά του μέρη: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη» και «Το Δοξαστικόν». Αυτά ως προς την επιφανειακή του διάσταση. ως προς την εσωτερική του διάρθρωση, υπάρχουν επίσης τρία διαφορετικά στοιχεία: η αφήγηση, ο «ύμνος» και το χορικό. για το πρώτο ο ποιητής χρησιμο­ποιεί τον πεζό λόγο. για το δεύτερο τον ελεύθερο και για το τρίτο τον μετρικό στίχο. Έτσι, στη δική μου δουλειά χρησιμοποίησα αντίστοιχα: τον αφηγητή, που διαβάζει το κείμενο, τον ψάλτη για τους «ύμνους» και τον λαϊκό τραγουδιστή για τα χορικά.

Άλλα τρία, επίσης βασικά, στοιχεία ολοκληρώνουν τη μουσική δομή του έργου: α) η μεικτή χορωδία, β) η ορχήστρα και γ) τα λαϊκά όργανα. Έτσι ήρθαν φυσιολογικά να προστεθούν πλάι στη λαϊκή ορχήστρα -όπως τη χρησιμοποίησα στις λαϊκές συναυλίες, δηλαδή δύο μπουζούκια, κιθά­ρα, πιάνο, κοντραμπάσο και κρουστά-, άλλα δύο μουσικά σύνολα, ένα φωνητικό και ένα οργανικό, που όμως θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο καινούργιο μουσικό κλίμα, ώστε να μην έχουμε μίαν απλή συρραφή ετε­ρογενών στοιχείων. με δυο λόγια, τα όργανα και οι φωνές θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο νεοελληνικός μουσικός χαρακτήρας του έργου.

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι βρίσκεται το κλειδί για τη λύση του καί­ριου προβλήματος της σύγχρονης μουσικής τέχνης. πως δηλαδή θα έχου­με μια σύγχρονη ζωντανή μουσική τέχνη, δηλαδή τέχνη μαζών, πέρα απ’ τις πρωτογενείς μορφές του λαϊκού τραγουδιού και του κύκλου τραγουδιών;

Γιατί, φυσικά, δεν αρκεί να προεκτείνουμε -όσο μας επιτρέπει ασφαλώς ο χαρακτήρας του τραγουδιού τους εκφραστικούς ορίζοντες και να υψώνουμε τους αισθητικούς στόχους χάρη στην ποιότητα του ποιητικού κειμένου η ακόμα και στην εκφραστική δύναμη της μελωδίας και γενικά της μουσικής στάθμης (σύνθεση και ερμηνεία).

Όταν λέμε λαϊκό τραγούδι, εννοούμε βασικά μελωδία. και αφήνουμε απ’ έξω σχεδόν ολόκληρη την υπόλοιπη τεχνική της μουσικής σύνθεσης. Είναι όμως δυνατόν να υπάρξει μια αρμονία – αντίστιξη και ενορχήστρω­ση που να μη μας οδηγεί αυτοματικά στην περιοχή της δυτικής μουσικής; και που να βγαίνει και να υπηρετεί τη συνείδηση, θα λέγαμε, της σύγχρο­νης ελληνικής μουσικής;

14.00 “Canto General “ (Στάδιο Καραϊσκάκη και γήπεδο Παναθηναϊκού) στις 13 & 16 Αυγούστου 1975. Τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη και Πέτρος Πανδής, ενώ προλογίζει ο Μάνος Κατράκης. Στην εκτέλεση αυτή συμμετέχει η Εθνική Χορωδία της Γαλλίας υπό τη διεύθυνση του Jacques Gribert, τα Κρουστά του Στρασβούργου και λαϊκή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Διδίλη. Τη γενική διεύθυνση έχει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης.

Όπως το “Άξιον Εστί” είναι η Βίβλος του ελληνικού λαού, έτσι το “Canto General” είναι η Βίβλος της αμερικάνικης ηπείρου. Σε αυτό το «opus magnum» των 342 ποιημάτων o Χιλιανός ποιητής Pablo Neruda (1904-1973), «ο μηχανικός της ψυχής», όπως τον χαρακτήρισε η Δανάη Στρατηγοπούλου, αναπαριστά με εντυπωσιακές εικόνες τη γένεση της ηπείρου και την ιστορία των λαών που την κατοίκησαν, που την κατοικούν ακόμη, που υποφέρουν και αγωνίζονται ενάντια στους καταπιεστές που κατέφθασαν με τη δύναμη των όπλων να απομυζήσουν τους ανθρώπους και τα πλούτη μιας οργιαστικής φύσης. Αυτό άλλωστε προσδίδει στο έργο παγκόσμιο χαρακτήρα.

Με δυνατές μεταφορές, χείμαρρους εικόνων και μελωδιών, αυτή η ποίηση μιλά για το σύμπαν, στο κέντρο του οποίου στέκει ο άνθρωπος -ο άνθρωπος ως στοιχείο της φύσης- από την οποία υποφέρει αλλά και αντλεί ταυτόχρονα τη δύναμη του. Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση γίνεται σύμβολο και πρότυπο, μέτρο για τις ανθρώπινες οχέσεις.

Ο Pablo Neruda έγραψε το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έπους στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ενόσω βρισκόταν, φυγάς, στην παρανομία. Ο πρόεδρος -και μετέπειτα δικτάτορας- της Χιλής, Γονζάλες Βιδέλα, τον είχε επικηρύξει, αφότου ο ποιητής εξαπέλυσε κατηγορίες εναντίον του. Κυνηγημένος, διέσχισε «κάμπους, λιμάνια, πολιτείες…». Γι’ αυτό το “Canto General” έγινε η σπαρακτική κραυγή του ξεσηκωμού ενάντια σ’ όλες τις δυνάμεις και τις μορφές καταπίεσης: από τον κατατρεγμο των ιθαγενών από τους κονκισταδόρ μέχρι τον τρόμο που σπέρνουν οι σύγχρονοι δικτάτορες, οι «μύγες». Γίνεται όμως και το μέγα τραγούδι της αλληλεγγύης προς τους καταπιεσμένους, τους ταπεινωμένους και τους εξανδραποδισμένους: εργάτες στα ορυχεία χαλκού και νιτρικού άλατος, ινδιάνους, πιονέρους, ξυλοκόπους, μια έκφραση αγάπης προς τους απλούς ανθρώπους, για τον άνδρα και τη γυναίκα που αγαπιούνται και πασχίζουν για ένα καλύτερο αύριο:

«Γράφω για το λαό κι ας μη μπορεί να διαβάσει την ποίηση μου με τα απλοϊκά του μάτια». Ποτέ άλλοτε δεν δημιουργήθηκε τόσο δυνατή σχέοη ανάμεσα σ’ ένα ποιητικό έργο και οε μια ολόκληρη ήπειρο….Όταν ο Neruda πήρε το βραβείο Νόμπελ το 1971, το “Canto General” θεωρήθηκε το «αμερικάνικο ποίημα που δίνει ζωή στο πεπρωμένο και τα όνειρα μιας ηπείρου, ποίημα μέσω του οποίου μια ήπειρος συνειδητοποιεί την αξία της».

Δεν μας παραξενεύει λοιπόν που αυτό το ιδιαίτερο, το μοναδικό στη σύγχρονη λογοτεχνία, έργο εντυπωσίασε τον Μίκη Θεοδωράκη. Πάντοτε τον ενέπνεαν ιδανικά ανάλογα με αυτά του Neruda, ιδανικά για το οποία και οι δύο καλλιτέχνες φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εξορίστηκαν.

Για πρώτη φορά ο συνθέτης δεν χρησιμοποιεί ένα ελληνικό κείμενο ή ελληνική μετάφραση κάποιου ξένου κειμένου – όπως έκανε στην περίπτωση των Μπίαν και Λόρκα – αλλά το ισπανικό πρωτότυπο. O καινούριος ήχος των λέξεων μετατρέπεται σε καινούρια μουσική ηχητική. Σολίστες, χορωδίες και ορχήστρα -με ένα γιγαντιαίο σύνολο κρουστών μοναδικής ποικιλίας- εκτινάσσονται στη σφαίρα της υμνωδίας (…)

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Guy Wagner «Μίκης Θεοδωράκης-Μια ζωή για την Ελλάδα», εκδόσεις τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 2002)

Ο Μίκης Θεοδωράκης καταπιάστηκε με το έργο για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1972 μελοποιώντας αρχικά 4 μέρη, τα οποία ηχογραφήθηκαν στο Παρίσι το 1974. Τα μέρη ήταν: Los Libertadores, America insurecta, Vegetaciones και Vienen los Pajaros. Τα ερμήνευσαν η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1975 πρώτα στη Γαλλία κι αμέσως μετά στην Ελλάδα από την ΕΜΙ.

Ταυτόχρονα ο συνθέτης μελοποιεί ακόμη 3 μέρη (Voy a Vivir, La United Fruit Co., Algunas Bestias) και ηχογραφεί ζωντανά τα 7 μελοποιημένα κομμάτια στην Αθήνα (Στάδιο Καραϊσκάκη και γήπεδο Παναθηναϊκού) στις 13 & 16 Αυγούστου 1975. Τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη και Πέτρος Πανδής, ενώ προλογίζει ο Μάνος Κατράκης. Στην εκτέλεση αυτή συμμετέχει η Εθνική Χορωδία της Γαλλίας υπό τη διεύθυνση του Jacques Gribert, τα Κρουστά του Στρασβούργου και λαϊκή ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Διδίλη. Τη γενική διεύθυνση έχει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης.

16.00 Alexis Zorbas. Ballet Suite. 1987 Συμμετέχουν: Σοφία Μιχαηλίδου. Λάκης Καρνέζης. Κώστας Παπαδόπουλος. Συμφωνική Ορχήστρα και χορωδία της Βουδαπέστης υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ηχογράφηση 1989.

Lorca Massine: Ζορμπάς. Πέρασαν περίπου δεκαπέντε χρόνια και δημιουργώ μπαλέτα σ’ όλον τον κόσμο, αλλά το φάντασμα του «Ζορμπά» του Θεοδωράκη δεν σταμάτησε να με στοιχειώνει. Αποφασίζω να ξαναδιαβάσω όλο το μυθιστόρημα, ακούγοντας τις χορωδίες του Μίκη Θεοδωράκη. Με βασανίζει η ιδέα να το φέρω πάνω στη σκηνή και να ανεβάσω μια παράσταση, αλλά έπρεπε πρώτα να διασκευαστεί για τη σκηνή, να γραφτεί ένα λιμπρέτο, που θα ήταν η κινητήρια δύναμη αυτού του δράματος, με διαφανές κλειδί ανάγνωσης, και που θα ένωνε τη φιλοσοφία με τη μουσική, το χορό και το τραγούδι συγχρόνως. Πιστεύω ότι πρέπει να έγραψα και να ξανάγραψα αυτό το λιμπρέτο, τουλάχιστον, δέκα φορές, επειδή κάθε φορά ανακάλυπτα ότι η μορφή ή το περιεχόμενο δεν ταίριαζαν μεταξύ τους.

Τελικά, ταξίδεψα μέχρι την Αθήνα με ένα προσχέδιο, για να το συζητήσω με τον Μίκη, ο οποίος με υποδέχτηκε εγκάρδια· όταν του παρουσίασα το λιμπρέτο, λέγοντάς του ότι έπρεπε να φανταστεί αυτό το έργο σε μορφή συμφωνική και χορωδιακή, μου απάντησε κυριολεκτικά: «Αυτό είναι πρόκληση». Τότε ένας φίλος μουσικός του Μίκη κι εγώ διαβάσαμε το ογκώδες μουσικό έργο του και επιλέξαμε διάφορα κομμάτια, που θα μπορούσαν να ταιριάσουν στις 23 διαφορετικές σκηνές του λιμπρέτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δέχτηκε αυτό το μωσαϊκό ως αρχική βάση και άρχισε να συνθέτει επί ένα χρόνο.

Βρισκόμαστε στο 1987 και η πρεμιέρα προβλέπεται για τον Αύγουστο του 1988 στις Αρένες της Βερόνας. Εκείνον τον καιρό, είχα πείσει τη διεύθυνση των Αρένων ότι επρόκειτο για ένα μπαλέτο με ορχήστρα και χορωδία· δεν ήθελα να τους φοβίσω. Συνάντησα τον Μίκη Θεοδωράκη πολλές φορές στο σπίτι του στο Παρίσι, για να ακούσουμε τη σύνθεση για πιάνο που εκτελούσε μια λαμπρή πιανίστα, η Έλενα Μουζάλα. Κάθε φορά που γινόταν πρόβα, το έργο έπαιρνε όλο και πιο συγκεκριμένη μορφή και οι διαφωνίες μας σχεδόν εκμηδενίζονταν. Οι ρυθμοί και οι μελωδίες αντιστοιχούσαν στη σχεδιασμένη δράση και, κυρίως, ερέθιζαν τη χορογραφική μου φαντασία. Όσο προχωρούσαμε, δημιουργούσα ουσιαστικά τη χορογραφική δράση μέσα στο μυαλό μου.

Όταν οι Αρένες έλαβαν την παρτιτούρα της ορχήστρας και της χορωδίας με συνοδεία πιάνου, με κάλεσαν επειγόντως σε ειδική επιτροπή! Ο διευθυντής του θεάτρου και οι συνεργάτες του ήταν σοκαρισμένοι από το περιεχόμενο των παρτιτούρων, μου δήλωσαν με επικριτικό ύφος: «Δεν μου είπατε ότι επρόκειτο για ΄Οπερα. Δεν είναι εφικτό, τι θα κάνουμε τώρα; Ποιος θα χρηματοδοτήσει το χρόνο που θα σας χρειαστεί για τις πρόβες και την απομνημόνευση ενός τόσο μεγάλου υλικού, και όλ’ αυτά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;» Του απάντησα ότι ελληνικό έργο χωρίς χορωδία δεν θα είχε νόημα και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να περιοριστεί η παρτιτούρα στα ορχηστρικά μέρη μόνο. Εν ολίγοις, μετά από έντονη συζήτηση, η προετοιμασία του Ζορμπά συνεχίστηκε. Πάντα ήμουν πεπεισμένος ότι η μουσική του Μίκη έφτανε στο απόγειο της έκφρασής της μέσα από το χορωδιακό έργο και ότι με την εξαιρετική γνώση των ρυθμών αυτό το έργο ήταν ικανό να φτάσει στο αποτέλεσμα που γνωρίζουμε όλοι.

18.00 Μήδεια. Όπερα σε δύο πράξεις βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Έτος σύνθεσης: 1998 ’90 Αθήνα Παρίσι. Μετάφρση κείμενα: Μίκης θεοδωράκης. Διανομή: Μήδεια: Emilia Titarenko. Ιάσων: Nikolai Ostrofsky. Αιγεύς: Peter Migounov. Κρέων: Wladimir Feljaer. Τροφός: Irina Liogkaja. Αγγελιοφόρος: Eugeni Withnewski. Κορυφαία: Daria Rybakova. Παιδαγωγός: uri Worobiov. Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Αγίας Πετρούπολης. Διεύθυνση Ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης.

Γράφει η Gail Holst – Warhaft στο “Αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές τραγωδίες στις όπερες του Μίκη Θεοδωράκη” για τη Μήδεια: Ακολουθώντας την πεποίθηση ότι η τραγωδία οδηγεί στην αυτογνωσία, ο Θεοδωράκης επέλεξε πρώτα τη Μήδεια ως «τραγωδία των τραγωδιών» και βυθίστηκε για δύο χρόνια στην όπερά του, προσπαθώντας να μετουσιώσει αυτή την «εποποιία της ανθρώπινης ψυχής» [4 Από συνέντευξη Τύπου του συνθέτη με την ευκαιρία της πρώτης παράστασης στο Μπιλμπάο της Ισπανίας το 1991 (Θέατρο Arriaga, μουσική διεύθυνση: Λ. Καρυτινός). Επίσης, Μίκης Θεοδωράκης Μελοποιημένη Ποίηση, τ. 3 (Λυρικές Τραγωδίες), Ύψιλον Βιβλία, Αθήνα, 1999,103: Προσπάθησα να εξαντλήσω όση μελωδική φλέβα διαθέτω στην προσπάθειά μου να παρακολουθήσω τον Ευριπίδη στους λαβύρινθους αυτής της πρωτοφανούς ανάλυσης που κάνει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Άλλωστε, αυτό ήταν και το βασικό στοιχείο που με οδήγησε στην επιλογή της Μήδειας»] σε μουσική μορφή. Ο σεβασμός για το κείμενο του Ευριπίδη τον οδήγησε όχι μόνο να το ακολουθήσει λέξη προς λέξη, αλλά να δημιουργήσει, όπως λέει, μια «μοναδική μελωδική γραμμή», η οποία αρχίζει με την πρώτη φράση της τροφού και τελειώνει με το τελευταίο χορικό5 (5Μήδεια, όπερα σε δύο πράξεις βασισμένη στο κείμενο του Ευριπίδη. Μετάφραση, προσθήκες,προσαρμογή: Μίκης Θεοδωράκης). Ακούγοντας την όπερα γίνεται σαφές ότι η μελωδία είναι το κυρίαρχο μουσικό στοιχείο που ανταποκρίνεται στις άπειρες αντιθέσεις και μεταβολές των χαρακτήρων. Μερικές φορές ακόμα και μικρά μελωδικά κομμάτια φέρουν ένα συμβολικό βάρος. Για όσους είναι εξοικειωμένοι, το εναρκτήριο θέμα της Μήδειας θυμίζει τη μουσική που έγραψε για την ταινία Ηλέκτρα. Η απειλητική, μελαγχολική ατμόσφαιρα ανακαλείται σε κρίσιμα σημεία της όπερας, όπως και στις άλλες «λυρικές τραγωδίες» του. Τέτοιες οικείες μελωδίες και ρυθμοί, που μερικές φορές απηχούν τις δικές του συνθέσεις, και άλλες, έναν δημοτικό χορό ή τραγούδι, χρησιμεύουν σαν ηχητικά σημεία αναφοράς για το κοινό, εδραιώνοντας τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης Ελλάδας και υπογραμμίζοντας ότι αυτό το δράμα συμβαίνει σε έναν γεωγραφικό χώρο που κατοικείται ακόμα από Έλληνες.

Μικρό Βιογραφικό του Μίκη Θεοδωράκη

Ο Μίκης Θεοδωράκης, Κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλονιά, Πύργο, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη.

Από τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν ανάμεσα στη μουσική και στον αγώνα για τον “Άνθρωπο”.

Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.

Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο εμφύλιος.

Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950 με δίπλωμα στην αρμονία, αντίστιξη και φούγκα.

Το 1954 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει μουσική ανάλυση με τον Olivier Messiaen και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot.

Η περίοδος 1954-1960 είναι μια εποχή έντονης δραστηριότητας για τον Θεοδωράκη στο χώρο της Ευρωπαϊκής μουσικής. Συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Covent Garden, Stuttgart Ballet και επίσης για τον κινηματογράφο.

Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Schostakovitch για το έργο του, Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα.

Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.

Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, που σηματοδοτεί την “στροφή” του προς το λαϊκό τραγούδι. Συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση μέσα στον ελληνικό λαό.

Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ΄ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.

Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η “Νεολαία Λαμπράκη”, της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται Βουλευτής της ΕΔΑ.

Την 21η Απριλίου του 1967 περνά στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για Αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.

Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Μπουμπουλίνας, απομόνωση, φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, νοσοκομείο, αποφυλάκιση και κατ΄ οίκον περιορισμός, εκτόπιση με την οικογένεια στη Ζάτουνα Αρκαδίας, στρατόπεδο Ωρωπού. ΄Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς. Πολλές από τα καινούρια έργα κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται επικίνδυνα. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως ο Δημήτρης Σοστάκοβιτς, Arthur Miller, Laurence Olivier, Yves Montand κ.λ.π. δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και βρίσκεται στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.

Στο εξωτερικό αφιερώνει όλο το χρόνο του σε περιοδείες σ’ όλο τον κόσμο με συναυλίες, συναντήσεις με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες, συνεντεύξεις, δηλώσεις για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.

Γιατί πεποίθησή του ήταν πάντα, ότι η δημοκρατία και η ελευθερία είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εδραίωση της ειρήνης. Γιατί ο πόλεμος αποφεύγεται μόνο από ανθρώπους ελεύθερους, που μπορούν να ρυθμίσουν οι ίδιοι τις τύχες τους.

Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της Ισραηλινής Κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1994 γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο ΄Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν που στο μεταξύ έχει γίνει “εθνικό τραγούδι” του Ισραήλ και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή.

Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο και Συρία προσπαθώντας να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ αντιμαχομένων πλευρών.

Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα. Συνθέτει πάντα μουσική. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής [1981-86 (παραίτηση) και 1989-92 (παραίτηση)] είτε ως Υπουργός Επικρατείας [1990-92 (παραίτηση)].

Το 1976 ιδρύει το Κίνημα ¨Πολιτισμός της Ειρήνης¨ και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ΄ όλη την Ελλάδα.

Το 1983 του απονέμεται το βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.

Το 1986 γίνεται πραγματικότητα κάτι που από το 1970 ακόμα έχει υποστηρίξει σε συνεντεύξεις του: η δημιουργία επιτροπών ελληνοτουρκικής φιλίας στην Ελλάδα με πρόεδρο τον ίδιο και στην Τουρκία με τη συμμετοχή γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασέρ Κεμάλ και ο Ζουλφύ Λιβανελί.

Ο Θεοδωράκης δίνει πολλές συναυλίες στην Τουρκία, που τις παρακολουθούν κυρίως νέοι με συνθήματα υπέρ της φιλίας μεταξύ των δύο λαών.

Αργότερα παίζει και πάλι το ρόλο του άτυπου πρεσβευτή ειρήνης, μεταφέροντας μηνύματα των Ελλήνων πρωθυπουργών, του Α. Παπανδρέου και του Κ. Μητσοτάκη προς την τουρκική κυβέρνηση.

Επίσης το 1986 (μετά την καταστροφή στο Τσερνομπίλ) πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ΄ όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.

Το 1988 διοργανώνονται με δική του πρωτοβουλία δύο συνέδρια για την ειρήνη στο Tübingen και στην Κολωνία. Συμμετέχουν πολιτικοί όπως ο Όσκαρ Λαφονταιν και ο Johannes Rau, φιλόσοφοι όπως ο Dürrenmatt, συγγραφείς, πολιτειολόγοι και καλλιτέχνες.

Εκεί έχει την ευκαιρία να αναπτύξει τη θεωρία του για τον ελεύθερο χρόνο και τη σημασία του στη διαμόρφωση ελεύθερων ανθρώπων.

Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σ΄ ολη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστείας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar), κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κ.λ.π.

Παράλληλα αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία (που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας) και Τουρκία. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν που τελικά επιτυγχάνουν.

Προτείνει τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια “Ολυμπιάδα του Πνεύματος”.

Ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον Κουρδικό λαό.

Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο.

Σε περιοδεία του στην Αμερική και τον Καναδά το 1994 για την ενίσχυση Πολιτιστικού κέντρου των ομογενών, η Σύγκλητος του Québec υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Ανθρωπο.

Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται οι όπερές του “Ηλέκτρα” (1995) και “Αντιγόνη” (1999) ενώ παράλληλα αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό (Ευρώπη, Νότια Αφρική, Αμερική) και παίρνει δυναμικά θέση σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής (ελληνοτουρκική φιλία, σεισμοί, βομβαρδισμοί στην Γιουγκοσλαβία, υπόθεση Οτσαλάν, πόλεμος στο Αφγανιστάν, πόλεμος στο Ιράκ κ.λπ.).

Το 2000 είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης. Σύσσωμη η πολιτική και η πνευματική ηγεσία Ελλάδας και Κύπρου στηρίζει την υποψηφιότητα, ενώ στη Νορβηγία, στα γραφεία της Επιτροπής για το Νόμπελ φθάνουν συνεχώς επιστολές από όλα τα μέρη του κόσμου από προσωπικότητες, φορείς και απλούς ανθρώπους.

Το 2002 παρουσιάζεται η όπερά του “Λυσιστράτη”, ένας αληθινός ύμνος στην Ειρήνη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε όλα τα είδη της μουσικής: όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα, χορωδιακή εκκλησιαστική μουσική, μουσική για αρχαίο δράμα, για θέατρο, για κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι, μετασυμφωνικά έργα.

Επίσης έχει γράψει πολλά βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

Κυριότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη

Κύκλοι τραγουδιών: Τα Παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνια, Πολιτεία Α΄,Β΄,Γ΄και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Μαουτχάουζεν, Romancero Gitano, Θαλασσινά Φεγγάρια, Ο Ήλιος και ο Χρόνος, 12 Λαϊκά, Νύχτα Θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, 18 Λιανοτράγουδα, Μπαλλάντες, Στην Ανατολή, Τα Λυρικά, Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος, Φαίδρα, Καρυωτάκης, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ΄άλλη χώρα;, Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν, Ασίκικο Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες.

Μουσική για θέατρο: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ένας Όμηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου, Μάκβεθ.

Μουσική για Αρχαίο Δράμα: Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), Αντιγόνη, Ιππείς, Λυσιστράτη, Προμηθεύς Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος, Εκάβη, Ικέτιδες, Τρωάδες, Φοίνισσες, Αίας.

Μουσική για κινηματογράφο: Ζορμπάς, Ζ, Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα (Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση Πολιορκίας, Actas de Marusia.

Ορατόρια: ‘Αξιον Εστί, Μαργαρίτα, Επιφάνια Αβέρωφ, Κατάσταση Πολιορκίας, Πνευματικό Εμβατήριο, Requiem, Canto General, Θεία Λειτουργία, Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο.

Συμφωνικά και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και πιάνο, Οιδίπους Τύραννος, Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλο και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.

Μπαλέτα: Οι Εραστές του Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς.

Όπερες: Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου), Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Λυσιστράτη.