Η φαντασιόπληκτη Μπλανς δεν θέλει την πραγματικότητα, θέλει τη μαγεία. Η καραβοτσακισμένη Μπλανς έχει ανάγκη από καλοσύνη γύρω της. Η απελπισμένη Μπλανς αρνείται να γδυθεί τον δαντελένιο μανδύα της αριστοκρατικής καταγωγής της, ακόμα κι όταν γύρω της θριαμβολογούν τα «κουρέλια» ενός αμερικανικού νότου ανυπότακτου σε ταξικές και φυλετικές συμβάσεις. Η εύθραυστη Μπλανς εξαντλεί την εναπομείνασα δύναμή της στην προσπάθεια να εισπνεύσει τις τελευταίες σταγόνες του πανάκριβου αρώματός της, όταν γύρω της τα πάντα μυρίζουν ιδρώτα, σπέρμα και αλκοόλ.
Η Μπλανς είναι η αγαπημένη του Τένεσι Ουίλιαμς, που στις περισσότερες από επτά δεκαετίες του βίου της έχει αγαπηθεί όσο ίσως κανένας άλλος θεατρικός χαρακτήρας. Αυτό το «Λεωφορείο, ο Πόθος», που μεταφέρει αγκομαχώντας την ηρωίδα στον τόπο της καταστροφής της έχει γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα στις σκηνές του κόσμου και κατά πώς φαίνεται θα γράψει ακόμα περισσότερα. Το θέμα είναι γιατί να διανύσει κανείς ξανά και ξανά την ίδια διαδρομή. Τι νέο έχει να κομίσει στον… ταξιδιώτη ένα επαναλαμβανόμενο τοπίο, όπου δένδρα, σπίτια, άνθρωποι του είναι τόσο οικεία όσο η παλάμη του; Κι όμως, το στοίχημα είναι πάντα εδώ, σχεδόν ανελλιπώς σε κάθε θεατρική σεζόν, για να προσφέρει μια νέα, φρέσκια ματιά.
Αυτή τη φορά, η δράση εξελίσσεται στη ζεστή σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού. Ο Θανάσης Σαράντος, σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία, ντοπάρει το κοινό του με μια αυθεντική χορταστική μυρωδιά αμερικανικού νότου, όπου ηρωίδες και ήρωες περιπλέκονται στο γνωστό πια μαζοχιστικά γοητευτικό παιχνίδι κυριαρχίας και επικράτησης. Το θαυμάσιο λειτουργικό σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου και οι αριστουργηματικές τζαζ συνθέσεις του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη, που εκτελούνται επί σκηνής από τον ίδιο στο πιάνο, τον Γιάννη Παπαναστασίου στο σαξόφωνο και τη βελούδινη φωνή της Ίντρα Κέην (που ξεδιπλώνει και την υποκριτική της δεινότητα σε δευτερεύοντες ρόλους) φέρνουν τη Νέα Ορλεάνη στην καρδιά της Αθήνας. Έτσι ξεκινά μία παράσταση με έναν άσο που ο Σαράντος συνηθίζει να βγάζει από το μανίκι του: ζωντανή μουσική και ερμηνεία. Είναι αδύνατο να μη βιωθεί η ατμόσφαιρα του αμερικανικού νότου! Σε αυτό το περιβάλλον που σφύζει από τις… ενοχλητικές αλήθειες της εργατικής τάξης και του μπρουτάλ οικονομικού μετανάστη, έρχεται σαν κραυγαλέα αντίστιξη, σαν μύγα μες το γάλα, η χρεωκοπημένη αριστοκράτισσα Μπλανς για να επιβάλει τη δική της αρχηγική παρουσία στο σπίτι που διαφεντεύει ο σχεδόν πρωτόγονος γαμπρός της. Εκείνη με το μπαμπάκι, εκείνος με το μαχαίρι. Η σύγκρουση είναι μοιραία.
Επιτηδευμένα, σαν θέατρο μέσα στο θέατρο, ισορροπώντας -όπως ο ρόλος το απαιτεί- συχνά σχεδόν ακροβατώντας ανάμεσα στο φαντασιακό και την πραγματικότητα, στη λογική και την τρέλα, η Κωνσταντίνα Τάκαλου αποδίδει μια Μπλανς σε όλο το εύρος της δομής της. Είναι μια Μπλανς φοβισμένη αλλά και σνομπ, ανασφαλής αλλά και ριψοκίνδυνη, με λαρυγγισμούς συγκίνησης ή οργής, που γελάει για να μην κλάψει. Είναι μία ισχνή, ανατομικά, Μπλανς που ορθώνει έντιμα το υποκριτικό ανάστημά της για να συγκρουστεί με τον εντυπωσιακά πειστικό στον ρόλο τού Κοβάλσκι, Απόστολο Τότσικα, που θαρρείς και ο αφτιασίδωτος Πολωνός μετανάστης κόπηκε στη φτιαξιά του. Ο Τότσικας, στην παράσταση, αποδεικνύεται ο ιδανικός «βρώμικος» ζεν πρεμιέ, που συνδυάζει θαυμάσια το περπατημένο εύθικτο αρσενικό με τον υποταγμένο, στα πάθη του, εραστή. Ως Στέλλα, η Νάνσυ Μπούκλη συμπληρώνει με αξιοπρέπεια το τρίγωνο των ηρώων μέσα και γύρω από τους οποίους κινείται ένας μικρόκοσμος, που κατατρύχεται από ανησυχίες της καθημερινότητας, εμμονές, ανομολόγητους φόβους, μοναξιά και αγωνία για το μέλλον. Ο τρομοκρατημένος Μιτς, το ύστατο στήριγμα της απελπισμένης Μπλανς, που όμως κι αυτό την προδίδει, αποδίδεται θαυμάσια στο φροϋδικό του οιδιπόδειο από τον Ιερώνυμο Καλετσάνο, ενώ η Πηνελόπη Μαρκοπούλου στον ρόλο της Ευνίκης αποδεικνύεται γι άλλη μια φορά άξια επίκουρος μιας παράστασης, που φαίνεται πως έχει δουλευτεί πολύ. Αρκούντως … μπριόζοι και… φασαριόζοι στους ρόλους των συντρόφων του Στάνλεϊ οι Νικόλας Μακρής και Λάμπρος Κτεναβός.
Από τα μέσα του Νοεμβρίου, που έκανε πρεμιέρα, η παράσταση αγαπήθηκε πολύ (κυρίως από νεανικό κοινό, που κατακλύζει τη σάλα) και βαίνει με sold out ως τις 16 Ιανουαρίου, οπότε κατεβαίνει τουλάχιστον από τη σκηνή του Εθνικού. Ο Θανάσης Σαράντος μας υπόσχεται ότι θα φιλοξενηθεί σε άλλη σκηνή. Είθε…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ