Η Αγγλίδα ηθοποιός Βίβιαν Λι υπήρξε μια από τις λαμπρές πρωταγωνίστριες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, που ξεχώριζε για την ντελικάτη ομορφιά της. Δοξάστηκε για τον ρόλο της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στην επική και πολυβραβευμένη ταινία του Βίκτορ Φλέμινγκ «Όσα παίρνει ο άνεμος» (1939). Διακρίθηκε επίσης στο θέατρο ερμηνεύοντας σπουδαίους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Η Βίβιαν Λι γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1913 στο Νταρτζίλινγκ της τότε Βρετανικής Ινδίας. Μετά την επιστροφή της οικογένειάς της στην Αγγλία ακολούθησε θεατρικές σπουδές και το 1934 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο με τη μουσική κωμωδία «Things Are Looking Up» («Τα πράγματα καλυτερεύουν»). Ένα χρόνο αργότερα έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Καρλ Στερνχάιμ «Η Μάσκα της Αρετής».
Έπειτα από ένα πολυδιαφημισμένο κυνήγι ταλέντων για τον ρόλο της Σκάρλετ Ο’ Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» (1939), η Βίβιαν Λι όχι μόνο πήρε τον ρόλο αλλά κέρδισε και το Όσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το 1951 τιμήθηκε με ένα δεύτερο Όσκαρ για την ερμηνεία της Μπλανς Ντιμπουά στην κινηματογραφική μεταφορά από τον Ηλία Καζάν του αριστουργήματος του Τένεσι Γουίλιαμς «Λεωφορείο ο πόθος», ρόλο που αρχικά είχε ερμηνεύσει στη σκηνή.
Η Βίβιαν Λι συμμετείχε σε μεγάλες τουρνέ με τους θιάσους του Ολντ Βικ και του Στράτφορντ σε έργα του Σέξπιρ. Ανάμεσα στις θεατρικές επιτυχίες της περιλαμβάνονταν και τα έργα «Το δέρμα των δοντιών μας» του Θόρντον Γουάιλντερ, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο,«Ο κοιμώμενος πρίγκιπας» του Τέρενς Ράτιγκαν και «Μονομαχία αγγέλων» του Ζαν Ζιροντού. Το 1963 τιμήθηκε με το θεατρικό βραβείο Τόνι για την ερμηνεία της στο μιούζικαλ «Τοβάριτς».
Οι κατοπινές εμφανίσεις της Λι στον κινηματογράφο και στο θέατρο περιορίστηκαν εξαιτίας της υγείας της. Υπέφερε από σοβαρής μορφής φυματίωση, αλλά και από διάφορες ψυχικές διαταραχές. Η τελευταία της παρουσία στην μεγάλη οθόνη ήταν στην ταινία του Στάνλεϊ Κρέιμερ «Το πλοίο των τρελών» (1965).
Στην προσωπική της ζωή η Βίβιαν Λι παντρεύτηκε δύο φορές: από το 1932 έως το 1942 με τον κατά 15 χρόνια μεγαλύτερό της δικηγόρο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν με τον οποίο απέκτησε μια κόρη και από το 1940 έως το 1960 με τον κορυφαίο Άγγλο ηθοποιό Λόρενς Ολίβιε, που τη βοήθησε σημαντικά στη θεατρική της καριέρα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της συζούσε με τον κατά 4 χρόνια μικρότερό της ηθοποιό Τζον Μέριβέιλ, ο οποίος της χάρισε την πολυπόθητη γι’ αυτήν συναισθηματική σταθερότητα.
Η Λι φέρεται να διαγνώστηκε ως μανιοκαταθλιπτική, καθώς η συμπεριφορά της γινόταν ολοένα και πιο αλλοπρόσαλλη. Το «Hollywood Reporter» ανέφερε ότι κάποτε βρέθηκε γυμνή να περιπλανιέται στους δημόσιους κήπους έξω από το διαμέρισμα της στο Λονδίνο. Στη συνέχεια υπέστη νευρικό κλονισμό το 1953, ενώ κινηματογραφούσε το «Elephant Walk» στη Σρι Λάνκα, προτρέποντας τους παραγωγούς να ζητήσουν βοήθεια από τον Ολιβιέ. Όταν το καστ μεταφέρθηκε στο Λος Άντζελες, η Λι παρουσίασε ρίγη και ξεσπάσματα οργής. Δύο φίλοι προσπάθησαν να την ηρεμήσουν, αλλά μια νοσοκόμα τελικά χρειάστηκε να της κάνει ένεση με ηρεμιστικό. Η Λι απολύθηκε από την ταινία και αντικαταστάθηκε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Η Βίβιαν Λι πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες της 8ης Ιουλίου 1967 στο σπίτι της στο Λονδίνο, από τη φυματίωση που την ταλαιπωρούσε για χρόνια. Το ίδιο βράδυ σε όλες της θεατρικές σκηνές του Λονδίνου τα φώτα έσβησαν για μια ώρα, προκειμένου να τιμηθεί η μνήμη της σπουδαίας ηθοποιού.