Συνέντευξη στη Σπυριδωνία Κρανιώτη
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης ένας νέος και ταλαντούχος καλλιτέχνης, σκηνοθετεί το έργο «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπρεχτ που βάζει στο επίκεντρο ένα ηθικό πρόβλημα: Μπορεί ο καλός να επιβιώσει σε μια κοινωνία διεφθαρμένων; Τρυφερό, αστείο όσο και σκληρό, ρομαντικό όσο και ρεαλιστικό, «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» αποτελεί το έργο του Μπρεχτ, με τις περισσότερες απευθύνσεις στο κοινό, με τις περισσότερες τομές στη δράση του. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν πολλαπλούς ρόλους, παραμένουν διαρκώς στη σκηνή συνθέτοντας ένα βουβό θίασο, που σχολιάζει και υπογραμμίζει τα δρώμενα επί σκηνής. Επίσης, ερμηνεύουν ζωντανά τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης. Την παράσταση φιλοξενεί το θέατρο Θησείο.
«Το θέατρο μπορεί να «κουνήσει» αυτά που πριν αντιμετωπίζαμε ως δεδομένα. Να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε και λίγο πιο δίπλα από τα πράγματα. Αν είμαστε, λοιπόν, δεκτικοί και «ανοικτοί» θεατές, τότε ίσως καταφέρουμε να δούμε και άλλες πτυχές του εαυτού μας και των ανθρώπων γύρω μας που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχουν» αναφέρει μεταξύ άλλων στο zougla.gr ο Νικορέστης Χανιωτάκης.
Ακόμη αποκαλύπτει τα μελλοντικά του σχέδια καθώς και τι ονειρεύεται για την καλλιτεχνική του διαδρομή.
Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε «Τον Καλό Άνθρωπο του Σε Τσουάν»; Τι σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο έργο του Μπρεχτ;
Κατ’ αρχάς, αγαπώ πολύ τη γραφή του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ίσως φταίει που γεννηθήκαμε και οι δύο 10 Φεβρουαρίου… Ποιος ξέρει; Ο «Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν» ήταν μία πρόταση της σταθερής μου συνεργάτιδας και ηθοποιού, που παίζει και στην παράσταση, Μπέτυς Αποστόλου. Από την πρώτη ανάγνωση του έργου, το ερωτεύτηκα. Εκτός από τους ρόλους – πρόκληση για έναν ηθοποιό, το «καυστικό» χιούμορ και το άχρονο που το διακατέχει, αυτό που με συγκινεί κυρίως είναι το πόσο βαθιά ασχολείται με τη διπλή φύση του ανθρώπου. Δεν είμαστε ούτε καλοί, ούτε κακοί. Πόσο κουτά επίθετα είναι αυτά άλλωστε όταν πρέπει να χαρακτηρίσεις ένα πλάσμα… Μέσα μας έχουμε τα πάντα. Ξεκινάμε από την ίδια βάση σε τούτον τον κόσμο. Απλώς στην πορεία της ζωής μας καλούμαστε ή επιλέγουμε να εξωτερικεύσουμε περισσότερο τη μία πλευρά μας και να περιορίσουμε την άλλη…
Με ποια κριτήρια επιλέγετε κάθε φορά τα έργα που σκηνοθετείτε;
Τα κριτήριά μου είναι εντελώς προσωπικά. Πάντα με ενδιαφέρει να υπάρχει μια προσωπική σύνδεση με τα κείμενα. Διαφορετικά δεν τα επιλέγω να τα σκηνοθετήσω. Δεν έχει σημασία να είναι ένα κοινώς αποδεκτό έργο κι όλοι να αναγνωρίζουν πόσο σπουδαίο είναι. Θέλω να σχετίζεται με γεγονότα της ζωής μου. Για παράδειγμα, διαβάζοντας τον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν», θυμήθηκα πόσες φορές μεταμορφώθηκα σε «λύκο» όπως η Σεν Τε και ήμουν σκληρός με τους ανθρώπους γύρω μου, προκειμένου να σταθώ στα πόδια μου, μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις.
Πού εστιάσατε τη ματιά σας στη σκηνοθεσία και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Η σκηνοθεσία της παράστασης προσεγγίζει τα υλικά του θεάτρου δρόμου. Οι ηθοποιοί παίζουν πολλούς ρόλους, αλλάζουν κοστούμια επί σκηνής, παίζουν όλα τα μουσικά όργανα της παράστασης, ακροβατούν πάνω σε ψηλά σκηνικά και απευθύνονται άμεσα στη ματιά του θεατή. Επίσης, υπάρχει το στοιχείο της πρωτότυπης μουσικής του Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε απόδοση στίχων της Μαριλένας Παναγιωτοπούλου που προσέδωσαν μια πιο ροκ πνοή στην παράσταση. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν η καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του θεατρικού χώρου. Το Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνης δεν μοιάζει με κανένα άλλο θέατρο της Αθήνας. Έχει πολύ μεγάλο μήκος, οι θεατές κάθονται σε απόσταση αναπνοής από τον χώρο δράσης των ηθοποιών και η μοναδική είσοδος των ηθοποιών μπορεί να γίνει είτε από εκεί που μπαίνουν οι θεατές, είτε από μία πόρτα που οδηγεί ακριβώς πάνω σε δρόμο που περνάνε αυτοκίνητα! Εμείς επιλέξαμε αντί να περιοριστούμε, να παίξουμε παντού: στον δρόμο, στο φουαγιέ, στην πλατεία των θεατών, στους τοίχους…παντού!
Πιστεύετε και εσείς όπως ο Μπρεχτ ότι το θεατρικό έργο είναι ατελές και ολοκληρώνεται πάντα μέσα στη σκηνή;
Συμφωνώ απολύτως. Τα θεατρικά έργα δεν γράφονται για να διαβάζονται στο σαλόνι ενός σπιτιού ή το καλοκαίρι στις παραλίες. Γράφονται για να παίζονται στη σκηνή! Για να το πάω, όμως, ακόμα παραπέρα θα έλεγα ότι το θεατρικό έργο χρειάζεται κι έναν ολόκληρο – πλήρη θίασο για να υποστηριχθεί και να ζωντανέψει. Και ο ηθοποιός που συμπληρώνει την ομάδα είναι πάντα ο θεατής, ο οποίος μάλιστα σε κάθε παράσταση είναι διαφορετικός.
Τελικά μπορεί ο καλός άνθρωπος να επιβιώσει σε μια κοινωνία διεφθαρμένων;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει «καλός» και «κακός» άνθρωπος, συνεπώς δεν μπορώ να σας απαντήσω. Στο έργο του Μπρεχτ η φράση «Καλός άνθρωπος» είναι εντελώς σχηματική, καθώς οι χαρακτήρες δεν είναι ρεαλιστικοί, αλλά σύμβολα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι μέσα μας έχουμε όλη τη δύναμη να αλλάξουμε την κοινωνία, ξεκινώντας ατομικά από την καθημερινότητά μας και συνεχίζοντας στο «μαζί».
Μπορεί τελικά το θέατρο να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση και να βελτιωθεί ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τους άλλους;
Το θέατρο μπορεί να «κουνήσει» αυτά που πριν αντιμετωπίζαμε ως δεδομένα. Να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε και λίγο πιο δίπλα από τα πράγματα. Αν είμαστε, λοιπόν, δεκτικοί και «ανοικτοί» θεατές, τότε ίσως καταφέρουμε να δούμε και άλλες πτυχές του εαυτού μας και των ανθρώπων γύρω μας που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχουν.
Πώς βλέπετε την ανταπόκριση του κόσμου
Αισθάνομαι ευτυχής που το θέατρο είναι κάθε μέρα γεμάτο από κόσμο. Οι θεατές έχουν ανταποκριθεί πολύ θερμά από την πρώτη παράσταση του «Καλού Ανθρώπου του Σετσουάν» μέχρι και σήμερα. Η παράστασή μας στοχεύει στην ενεργή συμμετοχή του κοινού στην ιστορία. Από το πρώτο δευτερόλεπτο, ο Νερουλάς Βανγκ ζητάει τη βοήθειά του κοινού, ενώ όλοι οι ηθοποιοί συνυπολογίζουν ακατάπαυστα τον κάθε θεατή κατά τη διάρκεια της δράσης τους. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα, η ανταπόκριση των ανθρώπων να ποικίλλει από μέρα σε μέρα, ανάλογα με τη δεκτικότητα και την προσωπικότητά τους. Με χαροποιεί ιδιαιτέρως, πάντως, το γεγονός ότι αρκετοί μου λένε ότι βλέπουν την παράσταση και συζητάνε τα θέματα που θίγει ακόμα και μετά από πολλές μέρες.
Ποτέ δεν νιώθω ολοκληρωμένος, διότι αυτό θα σήμαινε ότι έχω φτάσει στο τέλος. Από εκεί και πέρα, είτε συμμετέχω σε μία παράσταση ως ηθοποιός, είτε σκηνοθετώ ένα έργο, το συναίσθημα είναι εξίσου συναρπαστικό και δημιουργικό.
Είστε ηθοποιός και σκηνοθέτης. Με ποια ιδιότητα νιώθετε πιο ολοκληρωμένος;
Ποτέ δεν νιώθω ολοκληρωμένος, διότι αυτό θα σήμαινε ότι έχω φτάσει στο τέλος. Από εκεί και πέρα, είτε συμμετέχω σε μία παράσταση ως ηθοποιός, είτε σκηνοθετώ ένα έργο, το συναίσθημα είναι εξίσου συναρπαστικό και δημιουργικό. Η Τέχνη μου προσφέρει μία μοναδική αίσθηση ελευθερίας που με συναρπάζει και με κάνει να νιώθω ζωντανός. Υπάρχουν ρόλοι που θέλω να παίξω και κείμενα που θέλω να σκηνοθετήσω. Προσπαθώ, βεβαίως, πάντα να αποφεύγω να έχω ταυτόχρονα και τις δύο αυτές ιδιότητες σε μία παράσταση.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που επιθυμείτε να ερμηνεύσετε και κάποιο έργο να σκηνοθετήσετε;
Για να πω την αλήθεια, όχι. Υπάρχουν, φυσικά, ρόλοι και έργα που με γοητεύουν, με συγκινούν και τα θαυμάζω, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορώ να πω ότι φλέγομαι από επιθυμία να κάνω κάτι περισσότερο από αυτό που μου έρχεται σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Με ενδιαφέρει να συνδέεται η θεατρική μου δράση με τα προσωπικά μου βιώματα ανά περίοδο. Ένας σκηνοθέτης μου προτείνει έναν ρόλο. Εάν με αγγίξει ο χαρακτήρας, τότε αυτόν τον ρόλο επιθυμώ να παίξω. Κι αντιστοίχως, διαβάζω ένα κείμενο. Εάν βλέπω σε αυτό ένα κομμάτι δικό μου, τότε αυτό το έργο επιθυμώ να σκηνοθετήσω.
Τι θα λέγατε ότι σας χαρακτηρίζει;
Όπως δεν μου αρέσει να βάζω ταμπέλες στους άλλους, έτσι δεν θα ήθελα να βάλω και σ’ εμένα. Οι άνθρωποι που είναι γύρω μου, άλλωστε, είναι πιο κατάλληλοι να με κρίνουν. Γενικά, πάντως, είμαι της άποψης ότι όλοι έχουμε τα πάντα από τη φύση μας, αλλά εκδηλώνουμε το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό αναλόγως με τις συγκυρίες και τα βιώματά μας.
Tι ονειρεύεστε για την καλλιτεχνική σας διαδρομή;
Θα ήθελα να είμαι υγιής για να μπορώ να στέκομαι γερά επί σκηνής και να μην χρειαστεί ποτέ στην ζωή μου να κάνω κάποια καλλιτεχνική έκπτωση ή υποχώρηση, χωρίς να το θέλω πραγματικά. Από εκεί και πέρα, δεν έχω κάποια άλλη ιδιαίτερη φιλοδοξία.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Αυτήν την περίοδο, βρίσκομαι στη διαδικασία των προβών στο «Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες» για την παράσταση «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια» του Έντουαρντ Άλμπι που θα παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη βράδυ από 4 Φεβρουαρίου. Αισθάνομαι ιδιαιτέρως χαρούμενος και απίστευτα δημιουργικός με αυτό το καταπληκτικό κείμενο. Οι ηθοποιοί Νίκος Κουρής, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Δρακόπουλος και Μιχαήλ Ταμπακάκης είναι απίστευτα δοτικοί και έχουμε όλοι μαζί ξεκινήσει ένα πολύ όμορφο ταξίδι. Επίσης, παράλληλα με τον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν» στο Θησείον, ανεβαίνει ακόμα μία παράσταση που σκηνοθετώ εφέτος. Πρόκειται για το έργο «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» του Μιτς Άλμπομ που παίζεται με πολύ μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης με τον Γρηγόρη Βαλτινό και Γιάννη Σαρακατσάνη από Τετάρτη έως Κυριακή.