Την έκδοση του έργου του Ερίκου Ίψεν «Πέερ Γκυντ» παρουσιάζουν απόψε το Εθνικό Θέατρο και οι εκδόσεις Σοκόλη στο Κτίριο Τσίλλερ, στο φουαγιέ της Σκηνής «Νίκος Κούρκουλος».

Το έργο ανέβηκε τον Νοέμβριο στην Κεντρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, και οι παραστάσεις θα συνεχιστούν μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου.

Ο «Πέερ Γκυντ» είναι ένα δραματικό ποίημα γραμμένο το 1867 κατά τη διάρκεια της παραμονής του Ίψεν στην Ιταλία. Το ποίημα αντλεί την έμπνευσή του από τα λαϊκά νορβηγικά παραμύθια και προσαρμόστηκε για το θέατρο δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του σε βιβλίο. Ποια είναι, όμως, η σημασία του «Πέερ Γκυντ» για την εποχή μας; «Ο Ίψεν μιλάει για μια Οδύσσεια» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Λιγνάδης: «Είναι η Οδύσσεια την οποία ζει το άτομο ως εγώ, αλλά είναι ταυτόχρονα και το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται το άτομο όντας ενταγμένο στον δυτικό πολιτισμό. Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα παραμύθι ακατάλληλο για μεγάλους γιατί σηκώνει ακριβώς μπροστά στα μάτια των μεγάλων έναν καθρέφτη. Ο Πέερ Γκυντ υπόσχεται στα εξωτικά να μην ασχοληθεί με τίποτε άλλο έξω από τον εαυτό του και ο βίος του διαγράφεται με βάση μια τέτοια παραδοχή. Αλλά, όπως αποκαλύπτεται, αυτό είναι ένα θεμελιώδες λάθος, το λάθος το οποίο κάνει μια ολόκληρη κοινωνία. Το εγώ αποτελεί μια τεράστια πλάνη γιατί είμαστε πάντοτε μαζί με τους άλλους και μέσα στους άλλους. Στο έργο μπορούμε βεβαίως να εντοπίσουμε και άλλες σύγχρονες σημασίες: από το φροϋδικό-ψυχαναλυτικό του υπόστρωμα μέχρι το βάρος και τον ρόλο που αναλαμβάνει η γυναίκα. Κι εδώ πρέπει να υπογραμμίσω την εμπιστοσύνη με την οποία με περιέβαλε ο Στ. Λιβαθινός, ανεβάζοντας το έργο στο Εθνικό Θέατρο μετά από δική μου πρόταση».

Ποια είναι η πορεία, την οποία έχει διαγράψει ο «Πέερ Γκυντ» στο ρεπερτόριο του ελληνικού θεάτρου;

«Υπάρχει» σημειώνει ο Δ. Λιγνάδης «η ιστορική παράσταση του 1935, στο Εθνικό Θέατρο και πάλι, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, και με πρωταγωνιστές τον Μινωτή, την Παξινού και την Παπαδάκη και υπάρχει επίσης μια παράσταση του 2000. Το έργο παρουσιάζεται τώρα για τρίτη φορά σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα ενώ έχουν προηγηθεί οι μεταφράσεις του Όμηρου Μπεκέ (σε ακραιφνή δημοτική) και του Θεοδόση Παπαδημητρόπουλου».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ