Δέχθηκε με ενθουσιασμό την πρόταση που της έγινε να πρωταγωνιστήσει στην παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου, μία παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και περιοδεύει με την παράσταση αυτή από την αρχή του καλοκαιριού στην Κύπρο και την Ελλάδα. Πριν όμως ολοκληρωθεί η συγκεκριμένη περιοδεία, απόψε, Σάββατο 26 Αυγούστου, στις Πρέσπες, η Καρυοφυλιά Καραμπέτη θα δώσει με τον Μανώλη Μητσιά συναυλία – αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο.

Ακολουθεί η συνέντευξη της Καρυοφυλιάς Καραμπέτη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται στον ρόλο της Άτοσσας που υποδύεται, χαρακτηρίζει τιμή και ευλογία για έναν ηθοποιό να παίζει σε ένα αρχαίο θέατρο, ενώ μιλάει και για τη συναυλία στις Πρέσπες.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου;

Ο σκηνοθέτης της παράστασής μας Άρης Μπινιάρης μου πρότεινε πριν από έναν χρόνο περίπου να συνεργαστώ στους «Πέρσες», πρόταση που δέχθηκα με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό γιατί εκτιμώ πάρα πολύ τη δουλειά του και γενικά μ΄ ενδιαφέρει πάρα πολύ να δουλεύω με νέους ανθρώπους. Στη συνέχεια έγινε από τον Άρη Μπινιάρη πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και ο διευθυντής του Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είχε την ιδέα να γίνει αυτό ως παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ), δεδομένου ότι απουσίαζε από την Επίδαυρο ο ΘΟΚ επί τέσσερα χρόνια και ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να ξανασυναντηθούν οι δύο χώρες μέσω μια καλής συνεργασίας.

Ξεκινήσατε όπως ήταν φυσικό την περιοδεία από την Κύπρο και συνεχίζετε στην Ελλάδα κυρίως σε ιστορικούς χώρους όπως η Επίδαυρος, η ιερή πόλη των Μακεδόνων το Δίον, το Ηρώδειο. Πώς νοιώθετε παίζοντας σε τέτοιους χώρους;

Είναι χώροι που είναι ιδιαίτερα φορτισμένοι ενεργειακά, έχουν μια τεράστια ιστορία, και για τον ηθοποιό είναι πραγματικά τιμή και ευλογία να παίζει σ΄ αυτά τα θέατρα. Οι παραστάσεις εκεί διαφέρουν από άλλες παραστάσεις. Έχουνε κάτι πιο έντονο, κάτι πιο μαγικό. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, έχει κάποιος πολύ στρες επειδή είναι αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης γνωρίζοντας ότι θα έρθει πολύς κόσμος να δει αυτές τις παραστάσεις. Είναι έργα που έχουν παιχτεί πάρα πολλές φορές και όλοι έχουν άποψη πάνω στο πώς θα περίμεναν να το δούνε, οπότε πάντα υπάρχει αγωνία αν αυτό που κάνεις θα ικανοποιήσει τον κόσμο.



Εσείς αγχωθήκατε όταν σας πρότειναν αυτόν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Άτοσσας;

Πάντα έχει κανείς αγωνία, αλλά είναι η δουλειά μας και αυτό μας γοητεύει, να ερχόμαστε σε επαφή με αυτά τα τεράστια κείμενα. Η αγωνία εννοείται ότι είναι ιδιαίτερα αυξημένη πριν από τις παραστάσεις, πριν από την πρεμιέρα. Ειδικά στην Επίδαυρο. Μετά όταν έχεις έρθει σε επαφή με τον κόσμο και έχεις δει πώς περνάει η δουλειά εκεί και ιδίως αν αυτό που έχεις κάνει αρέσει -που εμείς εισπράξαμε φέτος πάρα πολύ- τότε πας με περισσότερα θάρρος στην επόμενη παράσταση.

Κι όσον αφορά τον ρόλο της Άτοσσας πώς τον προσεγγίσατε;

Πάντα δουλεύω με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του σκηνοθέτη μας, και θα έχει ενδιαφέρον κάποια στιγμή να δει το κοινό τι σημαίνει σκηνοθεσία. Εάν δηλαδή ένας ηθοποιός έπαιζε συνεχόμενα την ίδια παράσταση, τον ίδιο ρόλο, με άλλον όμως σκηνοθέτη, θα ήταν ο ίδιος ηθοποιός τελείως διαφορετικός και στις δύο προσεγγίσεις. Εδώ λοιπόν βλέπει ο Άρης Μπινιάρης το έργο αυτό μέσα από τη μουσική, τους κραδασμούς και τις δονήσεις που εκείνη παράγει, τους ρυθμούς, τις σιωπές, τις επαναλήψεις, γιατί έτσι φωτίζει τις ατμόσφαιρες του έργου. Και αυτό γίνεται όχημα για να περάσει και στον θεατή η συγκίνηση, ο θρήνος, η αίσθηση της απώλειας όλα αυτά δηλαδή που συμβαίνουν στο έργο αυτό. Η Άτοσσα είναι η σύζυγος του νεκρού πια βασιλέα Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, που λείπει σε εκστρατεία κατά της Ελλάδας. Το έργο είναι γραμμένο οχτώ χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και την καταστροφή του περσικού στόλου, στην οποία ο ίδιος ο Αισχύλος είχε πάρει μέρος όπως και στη μάχη του Μαραθώνα.

Ποιο είναι το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Αισχύλος στους Αθηναίους με το έργο του αυτό που είναι το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του αρχαίου ελληνικού δράματος;

Μετά το κάψιμο της Αθήνας από τον Ξέρξη βρισκόμαστε στην ανοικοδόμησή της και στην αυξανόμενη συνεχώς δύναμή της μέσα στο πλαίσιο της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Έχουμε δηλαδή μία υπερδύναμη που δημιουργείται, και αυτό ακριβώς ήθελε να πει ο Αισχύλος στους συμπατριώτες του. Ήθελε να τους επιστήσει την προσοχή πάνω στα θέματα της αλαζονείας, της ύβρεως, των συμπεριφορών δηλαδή που είναι πολύ επικίνδυνες γιατί προσβάλλουν τη δικαιοσύνη, το αίσθημα του μέτρου και προκαλούν την τιμωρία από τους θεούς. Βέβαια οι ποιητές τα λένε αυτά αλλά δεν εισακούονται, αφού αργότερα μετά τον «Χρυσούν Αιώνα» φτάσαμε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, και ίσως θα έπρεπε και οι σύγχρονοι ηγέτες να ακούσουν αυτά τα σπουδαία μηνύματα αλλά δυστυχώς η ιστορία μάς δείχνει ότι αυτά δεν συμβαίνουν. Οι άνθρωποι που είναι δηλαδή στα κέντρα εξουσίας ορμώμενοι από την ανάγκη για κέρδος, για επεκτατισμό δεν φροντίζουν για τις ανθρώπινες ζωές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Υπάρχουν κάποιες φράσεις της Άτοσσας που ενδεχομένως εκπέμπουν κάποια μηνύματα;

Η Άτοσσα κατά τη διάρκεια της παράστασης γίνεται ένα αντιφατικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια της παράστασης και σίγουρα δημιουργεί αντικρουόμενες σκέψεις και συναισθήματα στους θεατές γιατί είναι μια ισχυρή πολιτική φυσιογνωμία, είναι η μητέρα του βασιλιά, αυτή ασκεί την εξουσία πλέον «στο πόδι του». Και όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι που είναι σε αντίστοιχη θέση μ΄ αυτήν θα ΄λεγε κανείς πως είναι ανάλγητοι στον πόνο των απλών ανθρώπων. Μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν βρίσκει ούτε μία λέξη συμπάθειας ή συμπαράστασης απέναντι στις άλλες ομόφυλές της, στις άλλες γυναίκες και μητέρες που έχουν στείλει τους δικούς της ανθρώπους στον πόλεμο κι έχουν πληροφορηθεί τον θάνατό τους. Η ίδια βεβαίως ως μητέρα ανησυχεί για την τύχη του γιου της αλλά όταν μαθαίνει ότι εκείνος ζει θριαμβολογεί και από κει και πέρα το μόνο που την νοιάζει είναι πώς εκείνος θα παραμείνει στην εξουσία. Αυτό είναι κι ένα θέμα το οποίο φέρνει ο Αισχύλος συγκρίνοντας τα δύο πολιτεύματα: από τη μια μεριά δηλαδή την ελευθερία της δημοκρατίας της Αθήνας και από την άλλη τη δεσποτική αυθαιρεσία της απόλυτης μοναρχίας που βλέπουμε στην περσική αυτοκρατορία. Μου κάνει εντύπωση λοιπόν πώς τελειώνει ο ρόλος της όταν λέει «μα πιο πολύ από όλα τα δεινά μας με καίει να ακούω για του γιου μου τα κουρέλια. Ατίμωση που του τυλίγει το κορμί». Δεν μπορείς να λες αυτά τα λόγια όταν έχεις να κάνεις με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών. Αλλά είπαμε είναι ίδιον των ανθρώπων της εξουσίας αυτό…

Πριν ολοκληρωθεί η περιοδεία σας με τους «Πέρσες», μία μέρα μετά την παράσταση στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, μεταβαίνετε στον Άγιο Αχίλλειο Πρεσπών όπου θα δώσετε με τον Μανώλη Μητσιά μια συναυλία αφιέρωμα στον ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο. Πώς προέκυψε;

Ο Μανώλης Μητσιάς παρακολουθώντας πέρυσι την «Όπερα της Πεντάρας» όπου υποδυόμουν την κ. Πίτσαμ μου εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστούμε για κάποια εκδήλωση. Προσπαθούσαμε να βρούμε το πλαίσιο, το οποίο τελικά δόθηκε με αφορμή την επιθυμία να γίνει ένα αφιέρωμα στον μεγάλο μας ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο, ο οποίος ήταν και δάσκαλος του Μανώλη Μητσιά κι έχει τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση πάρα πολλά τραγούδια των μεγάλων μας συνθετών, κατ΄ εξοχήν του Μάνου Χατζηδάκη, πάνω σε στίχους του Γκάτσου και με κάλεσε για να διαβάσω τα κείμενα που είναι είτε του ίδιου του Γκάτσου είτε αναφέρονται στον Γκάτσο από άλλους, όπως από τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Ελευθερίου. Μετά ο Μανώλης είχε την ιδέα να πω κι ένα τραγούδι, και ειδικά την «Χοντρομπαλού» του Σταύρου Ξαρχάκου το οποίο στο δίσκο το λέει η Δέσπω Διαμαντίδου. Εγώ δεν ήθελα στην αρχή γιατί δεν έχω εμπιστοσύνη στις φωνητικές μου ικανότητες αλλά επέμενε ο Μανώλης, με έπεισε – μετά από πολλές επιφυλάξεις που είχα – στο πλαίσιο της εκδήλωσης να πω το τραγούδι και τελικά ήταν πολύ επίμονος και έφτασα στο σημείο να λέω συνολικά οχτώ-εννιά τραγούδια!

Πηγή: (ΑΠΕ – ΜΠΕ)