Από μικρή η Αλίκη λάτρευε τη Μαίρη Πίκφορντ και την Γκρέτα Γκάρμπο. Το πλούσιο υποκριτικό της ταλέντο διαφάνηκε από τα παιδικά της ακόμα χρόνια, πρωταγωνιστώντας στις περισσότερες σχολικές θεατρικές παραστάσεις.
Η οικογένειά της κατάγεται από το χωριό Λάγια της Μάνης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο πατέρας της ήταν κατοχικός νομάρχης, και εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ και η μητέρα της ανέλαβε μόνη της να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, την Αλίκη, τον Αντώνη και τον Τάκη Βουγιουκλάκη.
Το 1960, κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Α’ Γυναικείου ρόλου στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία «Μανταλένα», σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, ενώ η ίδια ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο διεθνές κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου άφησε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις.
Το 1961 η Αλίκη Βουγιουκλάκη συγκρότησε τον δικό της θίασο, ανεβάζοντας τα έργα «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Ο Πρίγκιψ και η χορεύτρια» κ.α.
Αργότερα γνωρίστηκε με τον Φιλοποίμενα Φίνο και άρχισε μια μόνιμη συνεργασία με την εταιρεία του, τη Φίνος Φιλμ. Μαζί έκαναν μερικές από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, ανάμεσά τους οι ταινίες: «Αστέρω», «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «Μανταλένα», «Το κλωτσοσκούφι», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη», «Η ψεύτρα», «Το δόλωμα», «Η Αρχόντισσα και ο αλήτης», «Υπολοχαγός Νατάσσα», «Η κόρη του ήλιου», «Η Μαρία της Σιωπής» κ.α.. Οι, μεταξύ άλλων, κινηματογραφικοί της ρόλοι, άλλοτε της χαριτωμένης σκανδαλιάρας μαθήτριας, άλλοτε του πλουσιοκόριτσου που επαναστατεί εναντίον του πλούσιου πατέρα της, άλλοτε της φτωχής και ασήμαντης κοπέλας που καταφέρνει να ανέβει κοινωνικά, να επιτύχει και να δοξαστεί, είχαν και συνεχίζουν να έχουν, μεγάλη απήχηση στο κοινό εξασφαλίζοντας στην ηθοποιό σπάνια δημοτικότητα ενώ η ταινία «Υπολοχαγός Νατάσα» ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τρεις δεκαετίες. Επίσης οι δύο επόμενες μεγαλύτερες εισπρακτικές κινηματογραφικές επιτυχίες ανήκουν στην Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους, Γιάννης. Μαζί οι δύο καλλιτέχνες πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Στις 5 Ιουλίου 1975, οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων.
Η Αλίκη, έπειτα από πέντε χρόνια σχέσης, έκανε έναν δεύτερο γάμο με τον Κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη στις 25 Ιανουαρίου 1982, ο οποίος δεν κράτησε πολύ και έμεινε μυστικός ακόμα και μετά τη λήξη του.
Τελευταίος σύντροφος της ζωής της για οκτώ χρόνια (1988- 1996) ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.
Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε την Αλίκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο παίζοντας συνολικά σε 53 θεατρικές παραστάσεις. Το 1975 αλλάζει τον μέχρι τότε τρόπο ανεβάσματος των μιούζικαλ, φέρνοντας στην Ελλάδα τα μιούζικαλ – υπερπαραγωγή, με το έργο του Νιλ Σάιμον «Καμπίρια».
Ανέβασε επίσης με μεγάλη επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως το Καμπαρέ, Ωραία μου κυρία, Τζούλια, Άννυ Εβίτα, Βίκτωρ-Βικτώρια με τελευταίο το μιούζικαλ, Η μελωδία της ευτυχίας.
Το 1990 υποδύθηκε την «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, μετά από δύο μήνες νοσηλείας πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών από καρκίνο. Ακολούθησε διήμερο λαϊκό προσκύνημα της σορού της στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 25 Ιουλίου 1996, η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και πλήθους κόσμου.
Διαβάστε επίσης: Tο πρώτο βίντεο από την «απαγορευμένη» ταινία της Αλίκης Βουγιουκλάκη