Σπυριδωνία Κρανιώτη

Η Άννα Αδριανού διανύει μια εξαιρετικά δημιουργική περίοδο καθώς πρωταγωνιστεί στην ενδιαφέρουσα παράσταση «Θα σε δω στον Παράδεισο» του Νιλ Σάιμον σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Λιακόπουλου, ενώ παράλληλα συμμετέχει στην επιτυχημένη σειρά «Έρωτας Φυγάς».

Η αξιόλογη ηθοποιός μίλησε στο zougla.gr και εξήγησε πώς το «Θα σε δω στον Παράδεισο» είναι «ένα έργο πάνω στην αγάπη που δεν τελειώνει..», και μια παράσταση αφιερωμένη στον Νίκο Βασταρδή. Πρόκειται για το τελευταίο θεατρικό έργο του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Νιλ Σάιμον «Rose’s dilemma», το οποίο, θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα  ξεκινώντας από το Σάββατο 14 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αλκμήνη. Στην παράσταση η γοητευτική ηθοποιός υποδύεται τη Ρόουζ, μια γυναίκα, η οποία ζει σε ένα σπίτι για χρόνια με τον άνδρα της που έχει πεθάνει, τον οποίο υποδύεται ο Γιώργης Κοντοπόδης. Ακόμη στην ιδιαίτερη παράσταση συμμετέχουν οι Δανάη Καλοπήτα και ο Νίκος Καραγιαννίδης.

«Επειδή πάντα είχα την τύχη να παίξω πολύ ωραία έργα, πολύ ωραία πράγματα και κλασικά και μοντέρνα και με πάρα πολύ καλούς συνεργάτες, σκηνοθέτες στους οποίους οφείλω αυτό που έγινα, δεν μου έτυχε όμως ποτέ να παίξω κάπου, να κάνω πρόβες κάπου και να πάρω τόση πολλή αγάπη σαν αυτή που παίρνω και από τον Αλέξανδρο και από τον Γιώργη, αλλά και από τα παιδιά που παίζουνε μαζί και από όλους. Δηλαδή είναι κάτι μαγικό για μένα, είναι πραγματικά ένα βήμα στον παράδεισο. Γιατί όπως λέει το έργο κάποια στιγμή – τον ρωτάει η Ρόουζ υπάρχει παράδεισος; και της λέει:  «Ναι είναι η αγάπη».

Η Άννα Αδριανού αναφέρθηκε επίσης στη συμμετοχή της στον «Έρωτα Φυγά», τους λόγους επιτυχίας της σειράς καθώς και στην Ουρανία, τον ρόλο που ενσαρκώνει, και μας εξηγεί γιατί τελικά πιστεύει πως η Μαργέτα  Δεμερτζή θα μπορούσε να γίνει φίλη με την Ουρανία Πετροπούλου.

Φέτος πρωταγωνιστείτε σε μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση, ένα έργο που παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το «θα σε δω στον Παράδεισο»

Ναι είναι το τελευταίο έργο ενός πολύ σπουδαίου συγγραφέα του Νιλ Σάιμον, που ήτανε ο αγαπημένος μου συγγραφέας χρόνια ατέλειωτα και είχα μεγάλο όνειρο να παίξω κάτι δικό του.

Και τελικά τα έφερε έτσι η ζωή και έπαιξα στο τελευταίο του έργο,  το οποίο έγραψε πριν πεθάνει και κατά τη γνώμη μου, το πιο ώριμο και δεξιοτεχνικό αλλά και ώριμο σαν αντίληψη γιατί είναι μια ρομαντική κομεντί, όπως είναι τα έργα του αλλά δεν είναι ποτέ μόνο αυτό, τα έργα του Σάιμον.

Έχουνε χαρακτήρες πολύ αληθινούς και σατιρίζει τα ανθρώπινα πάθη, τους χαρακτήρες, την ανθρώπινη ψυχολογία έχουνε μια βάση δηλαδή, δεν κάνει κωμωδία φάρσα, κάνει μια κωμωδία με μεγάλο ψυχολογικό υπόβαθρο και έχει αυτό το χιούμορ το αμερικάνικο που όμως προέρχεται πάρα πολύ από το αγγλικό χιούμορ της ατάκας, το απρόβλεπτο.

Εδώ λοιπόν μέσα σε όλα τα άλλα επιχείρησε να κάνει μια τέτοιου είδους κωμωδία, η οποία αγγίζει πάρα πολλές φορές τη συγκίνηση ακόμα και το δράμα, με ένα θέμα εντελώς μεταφυσικό.

Και αυτό το κάνει και πολύ πρωτότυπο

Και πολύ ανθρώπινο. Γιατί βλέπουμε μια γυναίκα, η οποία ζει σε ένα σπίτι για χρόνια με τον άνδρα της που έχει πεθάνει. Με την ιδέα του. Σε βαθμό που ζει μαζί του τελείως καθημερινά: κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, κάνουν σεξ, τσακώνονται, μιλάνε, αγαπιούνται. Όπως λέει η ίδια: «κατοικεί στο μυαλό και στην ψυχή μου».

Είναι υγιής αυτή η γυναίκα;

Είναι υγιής. Αυτό ακριβώς συζητάνε οι άνθρωποι που είναι κοντά της, γιατί εκτός από τη Ρόουζ και τον Γουόλς που είναι ο άντρας της υπάρχουν και άλλα δύο άτομα, άλλοι δύο ήρωες πολύ σημαντικοί, η βοηθός της μια νεαρή κοπέλα, η οποία προσπαθεί να τη γειώσει, και ένας καινούργιος συγγραφέας τον οποίο καλεί η Ρόουζ σύμφωνα με την προτροπή του Γουόλς, για να τελειώσει ένα έργο μισοτελειωμένο που δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει και να ζήσει με τα πνευματικά δικαιώματα γιατί έχει μεγάλα προβλήματα επιβίωσης.

Κάποια στιγμή λοιπόν υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στη βοηθό και στον νεαρό συγγραφέα, ο οποίος ανακαλύπτει όλο αυτό, και η μεν βοηθός τη θεωρεί τρελή και ο άλλος θεωρεί ότι είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό έχει δει στη ζωή του και για αυτό κάποια στιγμή γράφει ένα έργο πάνω σε όλο αυτό. Και λέει η κοπέλα: «Mα τι θες να γράψεις ένα έργο πάνω στις φαντασιώσεις μιας μισότρελης και της λέει αυτός ποτέ δεν την είδα σαν μισότρελη τη θεωρώ μια πιστή γυναίκα. Για να μην τον εγκαταλείψει τον κράτησε ζωντανό».

Και αυτό στο οποίο παίζει το έργο είναι στο ότι είτε πιστεύει κανείς είτε δεν πιστεύει ότι πραγματικά ο Γουόλς, ο οποίος πέθανε είναι ένα πνεύμα ή είναι μια φαντασίωση, αλλά επειδή στην πραγματικότητα πια και ακόμη και σύμφωνα με την κβαντική φυσική, η πραγματικότητα και η φαντασία είναι πολύ κοντά και δεν έχουν τόσο σαφή όρια, όσο νομίζαμε όλα αυτά τα χρόνια αυτό που συμβαίνει είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση ανακαλύπτουμε ότι είναι «ένα έργο πάνω στην αγάπη που δεν τελειώνει που δένει δύο ανθρώπους και που έχει μια γυναίκα για έναν άνδρα, τον οποίο αγαπάει σε όλη της τη ζωή.

Τι είναι αυτό που κάνει μια γυναίκα να μείνει προσκολλημένη σε έναν έρωτα που δεν υπάρχει πια;

Και εγώ είμαι προσκολλημένη στον πατέρα μου ας πούμε, με τον οποίο είχα μια εξαιρετική, καταπληκτική σχέση, ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου και τον αγαπώ όσο τον αγαπούσα είναι παρών όσο ήτανε και όσο ζούσε. Γιατί δεν αγαπάς κάποιον ούτε επειδή είναι ωραίος ούτε επειδή είναι έξυπνος , ούτε επειδή είναι σημαντικός. Τον αγαπάς για κάτι δικό του που μόνο εσύ μπορείς να αναγνωρίσεις, για μια συγγένεια ψυχής νομίζω. Γι αυτό τον λόγο νομίζω ότι δεν τον αγαπάς ούτε καν επειδή είναι ζωντανός, τον αγαπάς ακόμα και αν δεν είναι ζωντανός. Δεν το θεωρώ τυχαίο, που μου ήρθε αυτό το έργο. Εγώ προσωπικά που ζω 26 χρόνια με έναν άντρα, τον άντρα μου, ο οποίος είναι τα πάντα για μένα και εγώ για αυτόν πιστεύω αν έφευγε πρώτος, δεν θα σταμάταγα να τον αγαπώ ούτε μέρα, και να τον νιώθω κοντά μου.

Η ηρωίδα όμως στο συγκεκριμένο έργο δεν είναι μόνο ότι εξακολουθεί να αγαπά τον άντρα της που έχει πεθάνει, αλλά τον επινοεί

Γι αυτό και ο αμερικάνικος τίτλος είναι το «Δίλημμα της Ρόουζ» που είναι ακριβώς γιατί πολλές φορές αναρωτιέται είναι στο μυαλό μου ή είναι αλήθεια. Βέβαια πρέπει κάποιος να δει το έργο και το φινάλε που είναι μια μεγάλη έκπληξη για να καταλάβει τι πίστευε ο Νιλ Σάιμον γι αυτό.

Η παράσταση είναι αφιερωμένη στον Νίκο Βασταρδή και από τον σκηνοθέτη της παράστασης Αλέξανδρο Λιακόπουλο

Ήτανε μαθητής του πατέρα μου ο Αλέξανδρος. Και αγαπημένος μαθητής και από ότι είδα τον αγαπάει πολύ. Μου μου είπε ότι ήταν και από τους πρώτους ανθρώπους που του είπαν να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία. Ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός δάσκαλος αλλά και ήταν και πάρα πολύ αυστηρός στο ποιους ανθρώπους «θα μπορούσε να πείσει ή να αφήσει» όπως έλεγε ο ίδιος. Γιατί είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο επάγγελμα που δεν μπορείς να πάρεις στον λαιμό σου τον άλλο λέγοντας του πράγματα που δεν είναι αλήθεια ή παρασύροντας τον να κάνει μια δουλειά, στην οποία πρέπει να έχεις χίλια τα εκατό ταλέντο αλλά και θέληση, εργατικότητα, αφοσίωση για να το κάνεις. Και πραγματικά θεωρούσε ότι είναι ιδανικός και επειδή ο πατέρας μου ήταν επίσης ένας πάρα πολύ καλός σκηνοθέτης και με έχει σκηνοθετήσει, έχω δουλέψει και με τον πατέρα μου σαν σκηνοθέτη, ήταν έξοχος και έξοχος δάσκαλος. Εξάλλου όλοι οι σύγχρονοι πρωταγωνιστές από τον Παπακαλιάτη, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τον Δαδακαρίδη, καλά να μην πω και για πιο παλιούς την Παλαιολόγου, τη Μονογιού και όλη η καινούργια φουρνιά που γίνανε πρωταγωνιστές ήτανε μαθητές του. Επειδή με έχει σκηνοθετήσει ομολογώ ότι δουλεύοντας με τον Λιακόπουλο είναι σαν να δουλεύω με τον πατέρα μου. Έχει ακριβώς την ίδια ματιά και ως εκ τούτου είμαι πολύ ευτυχισμένη.

Είμαι επίσης πολύ ευτυχισμένη και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς , καταρχήν που δουλεύω με τον Γιώργη τον Κοντοπόδη, τον οποίο είχα δει πέρυσι στον Χαλεπά και είχα “μείνει” και νιώθω πάρα πολύ ωραία έχοντας τον σαν παρτενέρ σε αυτήν την ιστορία. Κάνει και αυτός εξάλλου έναν πάρα πολύ δύσκολο ρόλο γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να παίζεις κάποιον που δεν υπάρχει και που ουσιαστικά είναι και λίγο και στο πως θα τον έβλεπε η Ρόουζ. Φαίνεται νεότερος, φαίνεται λαμπερός…

Όπως τον θυμάται

Όπως τον θυμάται ενώ από ό,τι ακούμε μετά ο ίδιος ο Γουόλς ήταν ένας άπιστος, αλκοολικός…

Και πώς τον αγαπούσε;

Τον αγαπούσε γιατί προφανώς είχε και άλλα πράγματα είχανε ένα δέσιμο μεταξύ τους ψυχολογικό βαθύ.

Γιατί να δει κάποιος αυτή την παράσταση;

Γιατί θα χαρεί, θα γελάσει, θα συγκινηθεί, θα κλάψει, και το ποιο σημαντικό θα βγει πιο αισιόδοξος και καλύτερος άνθρωπος

Θα κάνετε πρεμιέρα το Σάββατο 14 Οκτωβρίου

Ακριβώς. Ήθελα πάρα πολλά χρόνια να δουλέψω σε κείμενο της Ρένας της Ρίγγα έχει κάνει απόδοση διασκευή είναι ένα έξοχο κείμενο και νιώθω πολύ τυχερή που δουλεύω σ αυτό.

Έχω κάνει τόσα χρόνια πάρα πολλές παραστάσεις και επειδή πάντα διάλεγα τα έργα που έπαιζα με γνώμονα το να μου αρέσει το έργο, το να μου αρέσει η συνεργασία. Είμαι πολύ ερωτευμένη με τη δουλειά μου για να αντέξω μία δουλειά που δεν μου μιλάει στην ψυχή μου και στον χαρακτήρα μου.

Το πρώτο πράγμα για μένα είναι να μπορώ να ανεβαίνω πάνω στη σκηνή ή σε ένα γύρισμα, και να ζω μέσα από άλλους ανθρώπους που γίνονται κομμάτι μου και γίνομαι κομμάτι τους.

Αυτό για μένα είναι μαγικό αυτό το μαγικό είναι σαν να ζεις κι άλλες ζωές ταυτόχρονα.

Επειδή πάντα είχα την τύχη να παίξω πολύ ωραία έργα, πολύ ωραία πράγματα και κλασικά και μοντέρνα και με πάρα πολύ καλούς συνεργάτες σκηνοθέτες στους οποίους οφείλω αυτό που έγινα, δεν μου έτυχε όμως ποτέ να παίξω κάπου να κάνω πρόβες κάπου και να πάρω τόση πολλή αγάπη σαν αυτή που παίρνω και από τον Αλέξανδρο και από τον Γιώργη , αλλά και από τα παιδιά που παίζουνε μαζί και από όλους. Δηλαδή είναι κάτι μαγικό για μένα, είναι πραγματικά ένα βήμα στον παράδεισο. Γιατί όπως λέει το έργο κάποια στιγμή – τον ρωτάει η Ρόουζ υπάρχει παράδεισος; και της λέει:  «Ναι είναι η αγάπη».

Εκτός από αυτή την ιδιαίτερη παράσταση συμμετέχετε και σε μία πολύ επιτυχημένη σειρά από την προηγούμενη σεζόν τον «Έρωτα φυγά». Πώς νιώθετε για αυτή τη συνεργασία;

Και εκεί νιώθω πάρα πολύ καλά. Ήταν μία σειρά που την έβλεπα πέρυσι. Είναι μία πολύ γοητευτική σειρά. Γιατί πέρα από το σασπένς, την περιπέτεια και τις σχέσεις, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ωραίο να βλέπει κανείς και μία συγκεκριμένη εποχή, και πώς ήτανε οι άνθρωποι τότε, και πώς σκεφτόντουσαν, και τι συνέβαινε στις σχέσεις τους, τη περίμεναν ο ένας από τον άλλον και μάλιστα στην επαρχία και σε μία εποχή που υπήρχε και μία μεγάλη κοινωνική ανισότητα και τη δεκαετία του 50 που βγαίναμε από μία μετεμφυλιακή κατάσταση.

Ζωντανεύει πάρα πολλά πράγματα αυτή η σειρά και πιστεύω ότι το κάνει με μία μεγάλη σοβαρότητα για αυτό και θεωρώ κάτι που ακούγεται όχι σαν κάτι σπουδαίο αλλά για μένα είναι το πιο σπουδαίο: «Θεωρώ ότι είναι μία πάρα πολύ αξιοπρεπής σειρά στην τηλεόραση, η οποία πολλές φορές ξεμυαλίζει τους ανθρώπους και τα κανάλια και όλοι κυνηγάνε τι θεαματικότητα και μου φαίνεται μαγικό το ότι αυτή η σειρά κέρδισε από το τίποτα τη θεαματικότητα, χωρίς να είναι ακριβώς αυτός ο στόχος της. Βεβαίως όλοι θέλουν μία σειρά να πάει καλά αλλά νομίζω ότι πάνω από όλα και εδώ οι άνθρωποι που την κάνουνε – δεν είναι τυχαίο που και η Ρένα Ρίγγα είναι σε αυτό, είναι τώρα ο Δημήτρης Αποστόλου- και όλοι οι ηθοποιοί που συμμετέχουν παίζουν με ένα πάθος και το αντιμετωπίζουν με μια σοβαρότητα που μου θυμίζει τότε που ήμασταν στη σχολή. Δηλαδή το πόσο σοβαρά το βλέπουν, το πόσο το μελετάνε, το ποσό προσπαθούν…

Μέσα από τις σειρές που έχετε κάνει έχετε ασχοληθεί αρκετά με το θέμα της απιστίας

Όχι μόνο, με το θέμα των σχέσεων, του έρωτα.

Στη συγκεκριμένη δουλειά υποδύεστε την ερωμένη

Ναι

Που είναι σε αντίθεση με τις «Πιο δυνατές», την παράστασή σας στην οποία ήσασταν η σύζυγος

Ακριβώς

Πόσο βοηθάει το ένα το άλλο;

Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί ή μπαίνεις σ αυτό το παιχνίδι του τριγώνου, οπότε αν μπεις, δεν έχει και μεγάλη σημασία αν είσαι από τη τη μία πλευρά ή από την άλλη πλευρά, ή είσαι το είδος του ανθρώπου, της γυναίκας που δεν μπαίνει ότι κι αν συμβαίνει όσο κι αν ερωτευτεί. Γιατί δεν παύει να είναι κάτι ανταγωνιστικό και κάτι πολύ οδυνηρό.

Νομίζω ότι δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Μα και η ίδια η Ουρανία όπως την παίζω λέει δυο-τρεις φορές ότι αν έμαθα κάτι από τη σχέση μου με το Δεμερτζή είναι ότι στη σχέση, στον έρωτα ο ένας από τους δύο αγαπάει πιο πολύ, ο ένας από τους δύο τραβάει ας πούμε, σηκώνει το φορτίο στους ώμους του και αυτή ήμουνα εγώ γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.

Πιστεύετε ότι είναι εφικτό κάποια στιγμή η Ουρανία να γίνει φίλη με τη Μαριέττα;

Το έχει πει. Δεν ξέρω αν θα γίνει αλλά έχει πει κάποια στιγμή και το έχει πει στην Αλεξάνδρα, «ότι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, την εκτιμώ τόσο πολύ που θα μπορούσαμε να είμαστε φίλες» γιατί και οι δύο έχουν πολλά κοινά στοιχεία και οι δύο είναι δυναμικές άσχετο αν η Μαριέττα είναι πιο επιθετικά δυναμική και προσπαθεί να σώσει τα πράγματα εξωτερικά και η Ουρανία επειδή έχει περάσει μία πολύ δύσκολη ζωή έχει μία άλλη σοφία. Οπότε προσπαθεί τα πράγματα να τα λύσει από μέσα όχι απέξω και υπάρχουν πραγματικά δύο τρόποι να προχωράς στη ζωή: Ο ένας είναι να προσπαθείς εξωτερικά να διορθώνεις τα κακώς κείμενα ή να φτιάχνεις κάτι.

Κάποτε είχα κάνει μία σειρά το «Όσο υπάρχει αγάπη» που ήταν πάνω στη μοίρα και είχα διαβάσει πάρα πολλά βιβλία για το τι είναι τελικά μοίρα και λέει|: ότι μοίρα είναι όλες οι εσωτερικές μας προδιαγραφές. Όταν λοιπόν πας να επέμβεις στα πράγματα εξωτερικά είναι σαν να σκάβεις μια τρύπα στο νερό.  Ο μόνος τρόπος να επέμβεις στη ζωή είναι να αλλάξεις μέσα σου, και κατά αυτό τον τρόπο η Ουράνια συμβουλεύει και τον Ιάσονα και όλους με ποιο τρόπο εσωτερικά, μπορούν να φτιάξουν έτσι τον εαυτό τους που να αντέχει, ή να μπορεί να αξίζει ή να μπορεί να προσεγγίσει κάτι που θέλουν.

Είναι  πολύ δύσκολο να αλλάξεις τα πράγματα μέσα σου

Είναι το μόνο δύσκολο αλλά είναι η μόνη αλλαγή που έχουμε να κάνουμε σαν άνθρωποι.  Όλες οι άλλες πάνε χαμένες.

Να ρωτήσω αν ετοιμάζετε κάτι άλλο ή αν γράφετε κάτι

Δεν γράφω κάτι. Επειδή θέλω να ευχαριστιέμαι τα πράγματα, όταν έχω μία δουλειά που μου αρέσει αφοσιώνομαι σε αυτήν. Δεν κάνω σχέδια γιατί πιστεύω ότι όταν ο άνθρωπος σκέφτεται ο Θεός γελάει.

Έχω κάνει βέβαια  και ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ ένα μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί από πέρυσι με τίτλο «Φυλάξου αν μ αγαπάς» από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Η παράσταση κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023 στο Θέατρο Αλκμήνη

Δείτε επίσης: «Θα σε δω στον παράδεισο» του Νιλ Σάιμον στο θέατρο Αλκμήνη