«Είναι ένα πρωτόγονο, δυνατό έργο, που συνορεύει μάλλον με την τραγωδία και όχι με το ρομαντικό δράμα» αναφέρει ο Γιάννης Καλαβριανός για τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», το μοναδικό έργο της Αγγλίδας συγγραφέως Έμιλι Μπροντέ (1818-1848), που γράφτηκε όταν ήταν μόλις 29 ετών, έναν χρόνο πριν πεθάνει και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την παγκόσμια λογοτεχνία. Μια από τις δυνατότερες ιστορίες αγάπης και εκδίκησης, που ωστόσο δεν έλαβε καλές κριτικές όταν πρωτοεκδόθηκε, καθώς οι ήρωές της θεωρήθηκαν ανήθικοι.
Συγγραφέας αξιώσεων, δημιουργός θεατρικών αφηγήσεων που συνομιλούν με τη ζωή, το βίωμα και τη μνήμη, και ιστοριών που θερμαίνουν τις ψυχές και συγκινούν, ο Γιάννης Καλαβριανός γοητεύτηκε από το έργο της Μπροντέ με τους ατελείς χαρακτήρες που παλεύουν πάση θυσία να ευτυχήσουν και ανέλαβε να του δώσει θεατρική υπόσταση για πρώτη φορά το 2016, στο ΚΘΒΕ, σε δική του μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία. Τώρα επιστρέφει στην εμβληματική ιστορία, αυτή τη φορά στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (από 25/1) αποτυπώνοντας εκ νέου την ποιητική της δύναμη της και φωτίζοντας αριστοτεχνικά τις ρομαντικές αλλά και βίαιες πλευρές ενός θυελλώδους και παράφορου έρωτα.
Ήρωες του έργου είναι τα μέλη δύο οικογενειών, που κατοικούν σε απομονωμένα σπίτια, στα χερσοτόπια του Γιόρκσαϊρ, και σημαδεύονται από τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Χήθκλιφ και της Κάθριν. Έναν έρωτα που οδηγεί στην ολοκληρωτική καταστροφή και των δύο σπιτιών. Ο Γιάννης Καλαβριανός μιλά στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τις προκλήσεις της θεατρικής μεταφοράς του κλασικού αριστουργήματος της Μπροντέ, για την ανάγκη μας για αγάπη που παραμένει διαχρονική και την περιέργεια που τον τροφοδοτεί εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια στο ανεξάντλητο πεδίο της τέχνης του.
Είχατε ανεβάσει το ίδιο έργο με μεγάλη επιτυχία στο ΚΘΒΕ. Πόσο διαφέρει αυτό το ανέβασμα σε σχέση με την πρώτη εκδοχή της παράστασης;
Υπάρχουν αναγκαστικά διαφορές εφόσον ανεβαίνει με νέα διανομή. Δηλαδή ακόμα και να θέλω να κάνω την ίδια παράσταση, αφού στον θίασο οι 10 από τους 11 ηθοποιούς που συμμετέχουν (με εξαίρεση τον Γιώργο Γλάστρα) είναι διαφορετικοί αυτομάτως είναι όλο διαφορετικό. Η διασκευή παραμένει η ίδια οπότε και ο τρόπος που εγώ καθοδήγησα την πρόβα στόχευε στο να σκιαγραφηθούν οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες και η σχέση τους όπως υπαγόρευε η σκηνοθεσία. Ωστόσο, διαπίστωσα ότι ποτέ δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο πράγμα, ειδικά όταν έχει περάσει χρόνος και είσαι σε διαφορετική ηλικία και σε διαφορετική φάση της ζωής σου. Για παράδειγμα, σκεφτόμουν ότι ξέρω πως θέλω να είναι μία σκηνή. Παρόλα αυτά δεν βγαίνει η ίδια. Το τεχνικό κομμάτι μπορείς να το πετύχεις αλλά υπάρχει μια ποιοτική διαφορά που δεν μπορείς να την εντοπίσεις. Ας πούμε ότι εγώ δεν μπορώ να πω πόσο διαφορετικός ήμουν πριν 5-6 χρόνια. Όμως είμαι.
Αισθάνεστε ότι έχετε ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς με το έργο γι’ αυτό επιστρέφετε σε αυτό ή θέλατε να επικοινωνήσετε με ένα μεγαλύτερο κοινό;
Είναι η πρώτη φορά που ξαναδουλεύω πάνω στο ίδιο κείμενο. Στη Θεσσαλονίκη η παράσταση παίχτηκε δύο σεζόν και πήγε πολύ καλά. Δεν κατάφερε να έρθει στην Αθήνα, παρά τις προσπάθειες που είχαν γίνει, γιατί ήταν μια μεγάλη παραγωγή που δυσκόλευε την κινητικότητα του ΚΘΒΕ. Οπότε ήταν κάτι που ήθελα να το κάνουμε, όχι όμως για να το δει περισσότερος κόσμος. Δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Αλλά γιατί πλέον η έδρα μου είναι στην Αθήνα και θα ήθελα με τους ανθρώπους με τους οποίους βρισκόμαστε εδώ και πολλά χρόνια στις θεατρικές σκηνές να έχουν δει αυτή τη δουλειά μου. Ωστόσο δεν επιχείρησα να αναβιώσουμε την παράσταση της Θεσσαλονίκης αλλά ήθελα να κάνω κάτι καινούριο. Απλώς τα πράγματα γίνονται όταν έρχεται ο καιρός τους. Και μου φάνηκε πολύ ταιριαστό τώρα σε μια αντι- ποιητική εποχή και μετά τον εγκλεισμό λόγω covid να ανεβαίνουν και κάποια έργα που σε μεταφέρουν σε μια άλλη φέτα χρόνου, σε μια άλλη εκδοχή ανθρώπων. Ένα έργο εποχής στις μέρες μας φαντάζει πολύ πιο περίεργο απ’ ότι πριν 10-15 χρόνια.
Τι ήταν αυτό που σας δημιούργησε την επιθυμία να καταπιαστείτε εξαρχής με τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» και να προχωρήσετε στη θεατρική μεταφορά τους;
Εκτός του ότι περιγράφει μια συγκλονιστική ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα και μιας μανίας εκδίκησης που ακολούθησε και που τελικά κατέστρεψε τους ανθρώπους, νομίζω ότι έχει να κάνει και με το γεγονός ότι όταν το έργο είχε πρωτοκυκλοφορήσει δεν είχε πάει καθόλου καλά. Είχε πάρει κακές κριτικές και κανείς δεν περίμενε ότι μετά από 100 – 150 χρόνια θα θεωρούνταν ένα από τα κλασικά έργα, όχι μόνο της αγγλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επίσης συνειδητοποιώ ότι πολλές φορές έχουμε στο μυαλό μας κάποια πράγματα, χωρίς να τα γνωρίζουμε σε βάθος. Όλοι ξέρουμε κάποιους τίτλους. Όπως για παράδειγμα τον «Δον Κιχώτη». Πόσοι όμως στην πραγματικότητα τον έχουν διαβάσει; Ξέρουμε για τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», ότι πρόκειται για μια ιστορία αγάπης. Παρόλα αυτά διαβάζοντας την, συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ διαφορετική από την εικόνα που είχα εγώ στο μυαλό μου για το έργο. Δηλαδή πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, αλλά όχι όπως μπορεί ενδεχομένως να την φανταζόμαστε. Το κεντρικό ζευγάρι δεν έχει καμία ερωτική σκηνή, δεν έχουν πει σ’ αγαπώ ποτέ όσο ήταν εν ζωή. Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ σοβαρά το πως μπορεί να γίνει μια παράσταση ώστε να γνωρίσουμε πραγματικά το έργο και όχι να έχουμε μια αυτοματική και πολύ γενικόλογη εντύπωση.
Με τη ματιά του συγγραφέα, πόσο εύκολο ήταν να θεατροποιηθεί αυτό το έργο και πόσο διήρκησε η διαδικασία της διασκευής;
Η μεταφορά ενός είδους σε κάποιο άλλο δεν είναι εύκολη γιατί το κάθε είδος έχει τις δικές του απαιτήσεις. Δηλαδή αυτό το έργο δεν γράφτηκε για να παρασταθεί οπότε ήταν άλλα τα ζητούμενα. Εγώ κράτησα την ιστορία γιατί αυτή την ιστορία ήθελα να πω. Καταρχάς κατέληξα στους χαρακτήρες που θα κρατούσα. Πολλοί δεν μπήκαν στο έργο οπότε ορισμένα κεφάλαια έχουν αφαιρεθεί. Προχώρησα σ’ ένα σχεδόν κινηματογραφικό μοντάζ της ιστορίας κάνοντας τις σκηνές πολύ μικρές. Και όλα αυτά έγιναν έχοντας στο μυαλό μου ότι το έργο θ’ ανέβει σε θέατρα τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα αλλαγής σκηνικών. Και αυτό το κάνει πολύ δύσκολο, ειδικά αν θέλεις να πεις την ιστορία δύο σπιτιών σε βάθος τριάντα χρόνων. Συνεπώς και μόνο αυτό, το ότι δηλαδή δεν έχεις την ελευθερία του αρχικού κειμένου αλλά πρέπει όλα αυτά να τα προσαρμόσεις σε μία σκηνή, είναι ζητούμενα που πρέπει να επιλυθούν. Παρόλα αυτά ήξερα πως ήθελα να είναι η σκηνοθεσία και αυτό βοηθάει πολύ στο πρώτο στάδιο της συγγραφής. Δηλαδή όταν ξέρεις προς τα πού θέλεις να κινηθείς με κάποιο τρόπο αυτό μπαίνει και στον τρόπο που το γράφεις. Ένα μεγάλο μέρος της σκηνοθεσίας υπήρχε εξαρχής στο χαρτί. Η διαδικασία της διασκευής κράτησε σχεδόν επτά μήνες και οργανώθηκε κρατώντας ως κεντρική αφηγήτρια την οικονόμο Νέλυ, η οποία ζωντανεύει και ξαναζεί τα τριάντα χρόνια της κοινής πορείας των δύο σπιτιών. Διατηρήθηκαν οι ιστορίες και της επόμενης νέας γενιάς των παιδιών – που συνήθως απουσιάζουν από τις κινηματογραφικές μεταφορές, δεν εξωραΐστηκαν ούτε καλύφθηκαν οι βίαιες συμπεριφορές των ηρώων και τονίστηκαν τα μοτίβα της κοινής συμπεριφοράς ανάμεσα στις γενιές και το πικρό χιούμορ του έργου.
Η νέα διανομή πόσο έχει διαφοροποιήσει τις θερμοκρασίες της σκηνοθεσίας;
Οι ηθοποιοί είναι άλλοι, έχουν άλλες προσλαμβάνουσες και αυτό αποτυπώνεται συνολικά. Δεν μπορώ να εντοπίσω συγκεκριμένες διαφορές, δηλαδή να πω ότι η αφηγήτρια της Αγγελικής Λεμονή είναι διαφορετική από την αφηγήτρια της Έφης Σταμούλη γι’ αυτούς τους λόγους. Εφόσον οι ιδιοσυγκρασίες των ηθοποιών είναι διαφορετικές το βλέπω να συμβαίνει. Είναι σαν δύο άνθρωποι να λέμε την ίδια ιστορία και ο καθένας μας να τη λέει διαφορετικά. Ωστόσο, αυτό που θεωρώ σημαντικό να πω σε σχέση με τη διανομή είναι ότι σε μια εποχή που τα ζητούμενα επιλογής των ηθοποιών και ειδικά σε μεγάλες σκηνές είναι και η τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα, χαίρομαι που απευθύνθηκα σε καλλιτέχνες που εκτιμώ, ανεξάρτητα με το αν κάνουν τηλεόραση, θέατρο, stand up… Είναι άνθρωποι που εγώ θεώρησα κατάλληλους γι’ αυτή την παραγωγή, αφοσιωμένους και a priori ικανούς και ταλαντούχους για τους ρόλους που ήθελα να τους προτείνω. Χάρηκα που και οι ίδιοι αποδέχτηκαν την πρόταση και επίσης χάρηκα ιδιαίτερα που και οι παραγωγοί που στηρίζουν οικονομικά αυτή την προσπάθεια, αγκάλιασαν αυτή την επιλογή.
Το έργο μιλάει για μία από τις δυνατότερες ιστορίες αγάπης. Είπατε νωρίτερα ότι ζούμε σε μία αντι-ποιητική εποχή. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχει έλλειμμα μεγάλων συναισθημάτων και ότι κυριαρχεί περισσότερο η έγνοια για επιβίωση;
Πιστεύω ότι δεν πρέπει να ρομαντικοποιήσουμε τα πράγματα, και να πούμε ότι τότε οι άνθρωποι ζούσανε παράφορα και ότι τώρα εμείς είμαστε στεγνοί. Όλη η οικογένεια της Μπροντέ αποδεκατίστηκε από τη φυματίωση. Η ίδια έγραψε αυτό το έργο και πέθανε 30 ετών. Δεν είχαν λιγότερα ζητήματα επιβίωσης τότε. Πάντα οι άνθρωποι θα ζούνε μεγάλα πάθη. Αυτό δεν αλλάζει. Μπορεί να αλλάζει ο τρόπος που τα εκφράζουμε ή η ελευθερία που νιώθουμε για να τα εκφράσουμε ή ο χρόνος που τους δίνουμε. Γιατί τώρα οι προσλαμβάνουσες μας και οι ζωές μας είναι διαφορετικές. Ασχολούμαστε με πάρα πολλά ζητήματα οπότε μπορεί να μην στεκόμαστε σε πράγματα που μας συμβαίνουν πολύ έντονα. Και έχουμε μάθει και να τρέχει η ζωή μας. Να πηγαίνουμε εύκολα στο επόμενο. Ίσως αυτό ήταν διαφορετικό τότε, κάπως οι άνθρωποι στέκονταν περισσότερο. Αυτό το παρατηρώ και σε μεγαλύτερους ανθρώπους. Tα πράγματα που τους σημάδεψαν είτε θετικά είτε αρνητικά, δηλαδή τα τραύματά τους τα κουβαλάνε και τα αναφέρουν για μια ζωή. Τώρα εκφραζόμαστε πιο δύσκολα, κρύβουμε πιο εύκολα, πηγαίνουμε στο επόμενο πιο άμεσα. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι δεν αλλάζουμε. Οι συνήθειες μας μπορεί ν’ αλλάζουν, οι τρόποι μας μπορεί ν’ αλλάζουν αλλά η ανάγκη μας ν’ αγαπηθούμε υπάρχει. Ο έρωτας που έρχεται και μας παραλύει, συμβαίνει. Αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις γιατί δεν είναι και στο χέρι σου. Το αν θα σταθείς και θα το ζήσεις, είναι μετά δικό σου ζήτημα.
Έπειτα από είκοσι και πλέον χρόνια επαγγελματικής παρουσίας στο θέατρο έχετε ανησυχίες οι οποίες δεν έχουν εκφραστεί ακόμα μέσω της θεατρικής γλώσσας;
Δεν προχωράω στο χρόνο για να πω ότι υπάρχουν πράγματα που τα έχω καλύψει. Εξάλλου, βρίσκομαι μέσα σ’ ένα πεδίο τόσο πλατύ και ανεξερεύνητο. Δεν αισθάνομαι δηλαδή ότι έχω δώσει απαντήσεις γιατί αλλιώς θα έχανα και το κίνητρό μου σε αυτή τη δουλειά. Και ευτυχώς ακόμη με τροφοδοτεί πολύ η περιέργεια και η ενέργεια για τα επόμενα.
Στην παράσταση συμμετέχουν οι Γιώργος Γλάστρας, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Αγγελική Λεμονή, Γιώργος Μακρής, Χριστίνα Μαξούρη, Λυγερή Μητροπούλου, Γιώργος Μπένος, Γιώργος Μπινιάρης, Άγγελος Μπούρας και Δημήτρης Πασάς. Τα σκηνικά είναι του Γιάννη Θαβώρη, τα κοστούμια των Αλεξάνδρας Μπουσουλέγκα και Ράνιας Υφαντίδου, η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου και οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ