Σε γενικές γραμμές ψυχανεμίζεσαι πως ό,τι περιχαρακώνει το μυαλό και την κρίση σου είναι ανορθόδοξο, αλλά αδυνατείς να συλλάβεις την πεμπτουσία αυτής της … διάκρισης, επειδή το κοινωνικό πρότυπο είναι στο πεδίο της δικής σου σκέψης και σου παρέχει την πολυτέλεια να χαρακτηρίζεσαι «politically correct».
Συνεπώς, γιατί να αποδεχτείς κάτι άλλο, που έχει «αρνητική» έξωθεν μαρτυρία και να βάλεις σε κίνδυνο την καθησυχασμένη συνείδησή σου…
Τα Σαββατοκύριακα, στη σκηνή του θεάτρου «Αλκμήνη», «η Εύα και η Νόρα» έρχονται αντιμέτωπες με την ευθραυστότητα της μακρόχρονης σχέσης τους, έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια συμβίωσης.
Επανατοποθετούνται, φοβούνται, ταλαντεύονται, μεταφράζουν, ρισκάρουν… Σε ένα τρυφερό και ευαίσθητο κείμενο του Μυρώδη Αδαμίδη, που προβληματίζει διασκεδάζοντας -και το ανάποδο- η μεσήλικη πια Εύα (Θεοδώρα Σιάρκου), πρώην φίρμα του τραγουδιού και πρώην αντικείμενο ενός καθολικού πόθου, αντικαθιστά τη νεανική της αγωνία να μη χαρακτηριστεί «λεσβία» με τον φόβο τού να ζήσει την κατάρρευση της σχέσης της με την κατά δέκα χρόνια νεότερή της, Νόρα (Αννίτα Κούλη), βιώνοντας όλα τα στάδια της φθοράς, που μπορεί να απειλήσει έναν δεσμό μεταξύ συντρόφων διαφορετικού ή του ιδίου φύλου. Πλήξη, μονοτονία, τέλμα. Αλλά η συμβία της δεν δείχνει να συμμερίζεται τους προβληματισμούς. Ζει υποκριτικά μέσα στις δικές της συμβάσεις.
Ένα προτεινόμενο σύμφωνο συμβίωσης και ένα παιδί που θα αναθερμάνει τη σχέση τους (κατά τη συχνή, μύχια ομολογία των συντρόφων όλου του κόσμου…) παραπέμπουν σε γυναίκα, που έχει ταυτοποιήσει απολύτως τις επιλογές της. Μόνο που αρνείται να τις αποκαλύψει στους ανθρώπους του περιβάλλοντός της και κυρίως στους γονείς της…
Το θέμα είναι σύνθετο μέσα στην απλότητά του. Οι άνθρωποι είναι εύκολοι στο να παρασύρονται από τη γενική τάση, αλλά ο σεβασμός στο διαφορετικό δεν είναι θέμα συρμού. Είναι επίτευγμα παιδείας, που είναι καλλιέργεια ψυχής, κομμάτι ενός μίτου, που πάει βαθιά πίσω στο γονίδιο του καθενός μας. Γιατί στην πραγματικότητα, η ψυχή δεν αισθάνεται ασφάλεια όταν επιλέγει με κριτήριο το χρώμα, τη φυλή ή τη σεξουαλική επιλογή. Είναι πολύ προφανή όλα αυτά για να οδηγήσουν στον πυρήνα της. Η ουσία είναι στην κατανόηση και την αποδοχή. Όχι στην ανοχή. Η ανοχή δημιουργεί ψευδαισθήσεις και οδηγεί σε πλάνες. Και το άνετο στην επίφασή του γίνεται αμήχανο, όταν πρέπει να αναλυθεί. Αυτό ακριβώς θα αντιπροσωπεύσει το τρίτο πρόσωπο στη ζωή της Εύας και της Νόρας, ένα κορίτσι δροσερό (Ελεονόρα Αντωνιάδου), που θα ταράξει τα νερά και θα αναγκάσει τα μέλη του ζεύγους να επαναπροσδιοριστούν απέναντι στην κοινωνία και στον εαυτό τους.
Η ράθυμη Εύα θα γαντζωθεί σε ένα νέο όνειρο, θα επαναστατήσει στους δαίμονές της και θα διασκεδάσει τις συμβάσεις της («είμαι γυναίκα, που της αρέσουν οι γυναίκες. Αν εσύ είσαι η γυναίκα που θέλει η κοινωνία, τότε καλύτερα να βρεις έναν άντρα»).
Η Νόρα, από την πλευρά της, θα νιώσει απειλή, θα ζηλέψει, αλλά ως την τελευταία στιγμή θα αρνείται τη δική της επανάσταση. Η στιχομυθία με τη μητέρα της (Σοφία Αδαμίδου), που υπηρετεί με πάθος το όνειρο του γονιού να δει γαμπρό και εγγόνια, κι ας έχει καταλάβει από καιρό πως η κόρη της είναι ομοφυλόφιλη, μοιάζει με ομολογία ανομολόγητη…
– Πώς επιτρέπεις σε μια ξένη να σου καθορίζει τη ζωή;
– Δεν είναι ξένη! Είναι… σημαντική.
Η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Διαμαντόπουλου, η δραματουργική επεξεργασία της Σοφίας Αδαμίδου, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νίκου Κασσαπάκη, η μουσική του Κωστή Ξενόπουλου.