Στον υπέροχο μαγικό κόσμο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών, μας ταξιδεύει με τη συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η ηθοποιός Ελένη Ερήμου, «ζωγραφίζοντας» το μεγαλείο της ψυχής του, τη θεϊκή αγάπη του για τη φύση, την αγάπη του για τον άνθρωπο, τη μεγαλοφυΐα του, αλλά και την απόλυτη μοναξιά. Αφορμή στάθηκε η παράσταση για τις τελευταίες ημέρες του Βαν Γκογκ: «Το βαλς των δέντρων και του ουρανού» του Jean-Michel Guenassia, που παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και σε παγκόσμια πρώτη, στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου Γκλόρια, σε θεατρική απόδοση της ιδίας και σε σκηνοθεσία του Micael Seibel. Στην παράσταση αποκαλύπτεται μια ανατρεπτική εκδοχή για αυτές τις τελευταίες μέρες του μεγαλοφυούς ζωγράφου, λούζοντας με νέο φως τα μυστήρια του έργου, της δημιουργικότητας και του θανάτου του. Η αλήθεια για τον θάνατο του Βαν Γκογκ είναι όντως αυτή που γνωρίζουμε;
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ανεβάζετε ένα έργο για τον Βαν Γκογκ. Ποια είναι η δική σας προσωπική σχέση σας με τον κορυφαίο ιμπρεσιονιστή;
Ένα δώρο για τα γενέθλιά μου από φίλο μου – η αφιέρωση γράφει 1970- άνοιξε τις πόρτες της ψυχής μου στον υπέροχο μαγικό κόσμο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Ήταν η βιογραφία του μεγάλου ζωγράφου από τον Ίρβινγκ Στόουν, που από τότε με συντροφεύει. Η αγάπη, η θεϊκή αγάπη για τη φύση, ο πλούτος των χρωμάτων του, η μεγαλοφυΐα του, η μεγάλη ομορφιά που δημιούργησε η μοναχικότητα, η αγάπη του για τον άνθρωπο, η απόλυτη μοναξιά… Στον φίλο του Γκωγκέν είχε πει: «το σύμπαν μια μόνο ενότητα έχει. Έναν ρυθμό που με αυτόν χορεύουμε όλοι οι άνθρωποι, τα σπίτια, τα χωράφια, τα άλογα, ακόμα και ο ήλιος…». Κρατάω σαν φυλαχτό τη φράση που αρχίζει η παράσταση: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τέχνη από το να αγαπάς τους ανθρώπους».
Η παράσταση δίνει μια άλλη ερμηνεία στο αμφιλεγόμενο τέλος του Βαν Γκογκ. Πού βασίζεται αυτή η εκδοχή;
Ο Γκενασιά αξιοποιεί τις πιο πρόσφατες αποκαλύψεις για τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου και μπολιάζει την πραγματικότητα με την πλούσια μυθιστορηματική φαντασία του. Υποστηρίζουμε την εκδοχή ότι δεν αυτοκτόνησε και μέσα από την έρευνα δίνεται μιαν άλλη ερμηνεία… Για να φυλάξω την έκπληξη για τον θεατή που θα έρθει να δει την παράσταση, αυτό που μπορώ να προσθέσω είναι ότι ο Βαν Γκογκ πέθανε από έρωτα… Όπως κι ένας έρωτας τον ώθησε να ασχοληθεί εντατικά με τη ζωγραφική…Έρωτας η αρχή και το τέλος του…
Υποδύεστε τη Μαργκερίτ την τελευταία γυναίκα του Βαν Γκογκ. Ένα πρόσωπο γεμάτο ρομαντισμό. Βρίσκετε στοιχεία του εαυτού σας μέσα στον ρόλο;
Αγαπώ πολύ την Μαργκερίτ για την πίστη της στο μεγαλείο του ανθρώπινου πνεύματος. Για την αναζήτηση της ομορφιάς και της αρμονίας. Τη δύναμή της να παλεύει κόντρα στα δεδομένα της εποχής της και τις αλυσίδες που τη βαραίνουν. Την αφοσίωση. Τη μοναξιά που την ακολουθεί σε όλη της τη ζωή. Τη συνέπειά της. Όπως λέει και στην παράσταση: «Δεν επέλεξα όσα μου συνέβησαν, αλλά τα πράγματα τα οποία μας καθορίζουν είναι τελικά εκείνα που δεν επιλέγουμε». Και συμφωνώ απολύτως με αυτό. Αφοσίωση, συνέπεια, αναζήτηση είναι στοιχεία που εκτιμώ και θεωρώ πως με χαρακτηρίζουν.
Κατά την έναρξη της παράστασής σας ακούγεται η φωνή της Κικής Δημούλα, η οποία χάρισε ένα ποίημα αλλά και τη φωνή της στην παράστασή σας. Ποια είναι η σχέση σας με τη σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια;
Νιώθω απέραντο σεβασμό στη μεγάλη μας ποιήτρια Κική Δημουλά και ευχαριστώ που δέχτηκε να διαβάσει το ποίημά της που αναφέρεται στα Ηλιοτρόπια, ως προοίμιο στην παράσταση. Θυμήθηκα ότι είχε αποκαλέσει ο Γκαίτε «εκλεκτικές συγγένειες», όταν συμβαίνει να συναντιούνται οι μεγάλοι καλλιτέχνες άλλων εποχών και διαφορετικών τεχνών και συνομιλούν με το έργο τους.
Τα τελευταία χρόνια έχετε αφιερωθεί περισσότερο στο θέατρο. Θα σας ενδιέφερε να κάνετε σήμερα τηλεόραση;
Το θέατρο είναι αποστολή. Και σε αυτό είμαι απολύτως αφοσιωμένη. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα συμμετείχα σε μια τηλεοπτική δουλειά που θα συμφωνούσε με την αισθητική και τις αρχές μου.
Είστε μια άκρως ευγενής και σικάτη γυναίκα. Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί στην κοινωνία του σήμερα;
Θα δανειστώ τα λόγια της αγαπημένης μου ποιήτριας. Είμαι θυμωμένη μ΄εμένα. Διότι θα έπρεπε να έχω ωριμάσει. Να μην απορώ με τίποτα.
Είστε ένα πρόσωπο που γνωρίσαμε, αγαπήσαμε, ερωτευτήκαμε μέσα από τον αξέχαστο ελληνικό κινηματογράφο. Θα θέλαμε να ακούσουμε από εσάς μια ιστορία από εκείνη τη χρυσή εποχή και τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαστήκατε που θα αφηγηθείτε για πρώτη φορά.
Πράγματι ήταν μια χρυσή εποχή. Είσαι νέος, έχεις όλη την ορμή και τον ενθουσιασμό της νιότης. Οι ελπίδες και η φαντασία σε κάνουν να ονειρεύεσαι και να μπορείς να ζεις με τη γλυκεία αβεβαιότητα… Τι να πρωτοθυμηθώ… Θα σας αφηγηθώ μια ιστορία που πράγματι λέω για πρώτη φορά… Πρόκειται για μια σκηνή στην ταινία «Η τελευταία πτήση», που όταν τη θυμάμαι τώρα καμιά φορά γελώ… Η ηρωίδα που υποδυόμουν μαθαίνει ότι είναι πολύ άρρωστη, σε λίγο θα πεθάνει και αποφεύγει τον αγαπημένο της, συμπρωταγωνιστή μου Νίκο Γαλανό. Ως έκφραση απελπισίας και απόγνωσης πηγαίνει σε ένα νυχτερινό κέντρο με τους φίλους της να πιεί… Στη σκηνή αυτή ο ρόλος απαιτεί να χορέψω ζεϊμπέκικο. Να χορέψει ουσιαστικά η ηρωίδα τον τελευταίο χορό της ζωής της. Έλα όμως που εγώ δεν είχα χορέψει ποτέ ξανά ζεϊμπέκικο… Ο σκηνοθέτης λοιπόν που γνώριζε, από τις 12 το μεσημέρι με «σέρβιρε» αλκοόλ… Εγώ άδειαζα το ποτηράκι, εκείνος το ξαναγέμιζε…(γελάει). Με τις πολλές, και μέχρι να ξεκινήσει το γύρισμα, εγώ είχα γίνει φέσι. Έτσι, λοιπόν, το ζεϊμπέκικο μου βγήκε χωρίς δεύτερη σκέψη και μάλιστα με σταματούσαν και με ρωτούσαν στο δρόμο «πώς χορέψατε αυτό το ζεϊμπέκικο..». Όταν γύρισα, δε, σπίτι κοιμόμουν για δύο μέρες… τόσο μεθυσμένη ήμουν…(γελάει) και οι συντελεστές της παράστασης τηλεφωνούσαν στο σπίτι και ρωτούσαν τη μητέρα μου αν είμαι καλά.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ