Δύο χρόνια συμπληρώθηκαν σήμερα από τον θάνατο του Κώστα Βουτσά, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 2020, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο Αττικόν.

Με τον παιχνιδιάρικo χαρακτήρα του, την ανάλαφρη διάθεσή του, το πληθωρικό και μπριόζικο παίξιμό του, ο Κώστας Βουτσάς δημιούργησε ένα ιδιαίτερο τύπο κωμικού ηθοποιού, που αποτελεί εγγύηση γέλιου και αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό. Είναι ένα από τα σύμβολα της χρυσής εποχής του εμπορικού κινηματογράφου, αλλά ανέδειξε το υποκριτικό του ταλέντο και σε πιο απαιτητικούς ρόλους στον κινηματογράφο και το θέατρο.

Γοητευτικός, πληθωρικός, με στόφα μεγάλου ηθοποιού, ο Κώστας Βουτσάς διέγραψε τεράστια, επιτυχημένη καριέρα 70 ετών. Ήταν από τους σταρ που σημάδεψαν τον ελληνικό κινηματογράφο.

Σπουδαίος κωμικός, άφησε ανεξίτηλο στίγμα στον ρόλο του αγαθού Κωνσταντινουπολίτη με «Το Ανθρωπάκι» (1969), ενώ το αυθόρμητο επιφώνημα του «Φσστ μπόινγκ» στο μιούζικαλ «Κάτι να Καίει» (1964), έγραψε ιστορία στον εγχώριο κινηματογράφο.

Σθεναρός υποστηρικτής του, εξαρχής, υπήρξε ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης, με τον οποίο τον συνέδεαν μακρόχρονη φιλία κι εκτίμηση.

Ήταν το 1961, όταν με την εμφάνιση του στον «Κατήφορο» απέκτησε ευρεία αναγνωρισιμότητα για να απογειωθεί στη συνέχεια ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής σε ταινίες που έφταναν να κόβουν έως και 650 χιλιάδες εισιτήρια τη δεκαετία ΄60 και ΄70. Κι ήταν το 1984 που ο νέος ελληνικός κινηματογράφος βρήκε στο πρόσωπο του Κώστα Βουτσά τον ιδανικό ερμηνευτή που θα ενσάρκωνε τα όνειρα και τις επιθυμίες ενός καθημερινού ανθρώπου «Ο Έρωτας του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα.

Τα πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη

Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1931. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης.

Ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης οδοποιίας κι ο μικρός Κώστας επινόησε διάφορες δουλειές του ποδαριού για επιβίωση. Στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.

Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ. Η πρώτη του θεατρική εμπειρία, όπως έχει πει, ήταν στα σχολικά του χρόνια όταν ο προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στη Μηχανιώνα κι έλαβε μέρος στην παράσταση της κατασκήνωσης. Έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδυόταν τον μεθυσμένο κι όταν ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε αν μπορεί να το κάνει καλύτερα βρέθηκε τελικά με τον ρόλο.

Η αλλαγή ονόματος

Το πραγματικό όνομα του Κώστα Βουτσά ήταν Κώστας Σαββόπουλος. Όμως λίγο πριν μπει επισήμως στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, ένας παραγωγός τού εξήγησε ότι έπρεπε να αλλάξει το επίθετό του και του πρότεινε το Βέσελης. Εκείνος δεν φάνηκε να ικανοποιείται και επέλεξε αντ’ αυτού το παρατσούκλι του παππού του, τον οποίο φώναζαν Βουτσά επειδή ήταν βαρελοποιός. Με αυτό το επώνυμο έμελλε να γράψει λαμπρή ιστορία.

Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953, και αρχικά έλαβε μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων (μπουλούκια).

Τούς πρώτους του ρόλους τούς έπαιξε στη Θεσσαλονίκη, σε τοπικές σκηνές της πόλης. Στην Αθήνα ήρθε σε ηλικία 21 ετών. Συμμετείχε αρχικά σε κάποιες παραστάσεις του θεάτρου Ακροπόλ. Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή του ο κινηματογράφος. Έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1953 στην ταινία «Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται» για να ακολουθήσουν, το 1961, οι συμμετοχές του στις ταινίες της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Σκληρός Άνδρας» του Γιάννη Δαλιανίδη. Ο τελευταίος διακρίνει το ταλέντο του και του εμπιστεύεται έναν απαιτητικό δραματικό ρόλο στην ταινία του «Κατήφορος».

Κάπου εκεί ξεκινά η απογειωτική του πορεία και έρχονται οι μεγάλοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, εκείνοι που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους και πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της γενιάς του. Ποιο ρόλο του να πρωτοθυμηθεί κανείς από τις 70 συνολικά ταινίες στις οποίες έπαιξε; Τον μικροαστό στο «Ανθρωπάκι», που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ γυναίκας και μάνας, τον νιόπαντρο μαμάκια στη «Νύχτα Γάμου», τον ποδοσφαιριστή Μασούρο στο «Μια Κυρία στα Μπουζούκια», τον ψεύτικο κύριο Ράμογλου στο «Κορίτσια για Φίλημα», τον τεμπέλη γιο στη «Χαρτοπαίχτρα», τον Άραβα-γιαλαντζί στον «Ξυπόλητο Πρίγκηπα» ή τον μπουζουκτσή Κώστα Πίττουρα στις «Θαλασσιές τις Χάντρες»…;

Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο Κώστας Βουτσάς συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου, από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Ζωή Λάσκαρη μέχρι τον Νίκο Κούρκουλο και τη Ρένα Βλαχοπούλου. Στο μυαλό και στις καρδιές του περισσότερου κόσμου ωστόσο καταγράφηκε ως ιδανικό ζευγάρι με τη Μάρθα Καραγιάννη, με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε έναν μεγάλο αριθμό ταινιών.

Με την παρακμή του ελληνικού κινηματογράφου συνέχισε παίζοντας σε αρκετές βιντεοταινίες, των οποίων η ποιότητα μπορεί να μην ήταν καλή, οι ερμηνείες του ωστόσο παρέμεναν χαρακτηριστικές. Ανάμεσά τους και οι «Είναι Γάτα ο Γιατρός», «Ο Ιππότης της Λακκούβας», «Η Ζωή Αρχίζει στα 40», «Ο Υπαλληλάκος Πάει στον Παράδεισο» κ.ά.

Οι γυναίκες της ζωής του

Ο Κώστας Βουτσάς είχε μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες και αυτό ήταν κάτι το οποίο ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ. Ο έρωτας τον έτρεφε, τον ανανέωνε, γι’ αυτό κι εκείνος δεν αντιστεκόταν στα καλέσματά του. Ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκαν με πάθος, παντρεύτηκε, χώρισε -αρκετές φορές-, απέκτησε παιδιά… Το εντυπωσιακό ωστόσο ήταν πώς πάντα φρόντιζε τις πρώην συντρόφους του κι εκείνες μιλούσαν για αυτόν με τα καλύτερα λόγια! Πώς τα κατάφερνε;

Ο ίδιος έδινε την παρακάτω χαρακτηριστική απάντηση: «Εγώ με τις γυναίκες ήμουν ο σκλάβος τους. Σκεφτόμουνα πάντα τι να κάνω για να την ευχαριστήσω χωρίς να το ξέρει. Και λέω πως με όλες μου τις γυναίκες είμαι πάρα πολύ αγαπημένος. Και όλες με αγαπάνε, όχι γιατί τους έκανα δώρα, αλλά γιατί τις πρόσεχα και τις θεωρούσα ιερό σημείο στη ζωή μου».

Από τις πρώτες σχέσεις του που έγιναν γνωστές ήταν αυτή με την ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού, η οποία ωστόσο έγινε παρελθόν από τη στιγμή που ο Κώστας Βουτσάς γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, το καλοκαίρι του 1959, στο θέατρο Ακροπόλ. Η ίδια είχε εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία της πως αρχικά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά θέλησε να εκδικηθεί τη Στέλλα Στρατηγού επειδή υποψιαζόταν πως φλέρταρε με τον πρώην σύντροφό της. Η σχέση τους, λοιπόν, ξεκίνησε ως παράνομη, αλλά ο Βουτσάς εγκατέλειψε τη Στρατηγού και ζήτησε από τη Βρανά να τον παντρευτεί. Εκείνη δεν είχε πεισθεί πως την ήθελε πραγματικά και πως δεν την εκμεταλλευόταν για επαγγελματικούς λόγους. Ο έρωτάς τους υπήρξε εκρηκτικός, συνοδεύτηκε από μπόλικους καβγάδες και επισφραγίστηκε με αρραβώνα την άνοιξη του ’61. Ούτε η επισημοποίηση όμως έφερε την ηρεμία. Οι σκηνές ζηλοτυπίες συνεχίζονταν ακάθεκτες και από τις δύο πλευρές, χώριζαν συνέχεια και λίγο μετά τα ξανάβρισκαν. Ένα βράδυ μάλιστα, λίγο μετά από έναν ακόμα μεγάλο καβγά, εκείνος πήγε μεθυσμένος έξω από το σπίτι της και την παρακαλούσε να τον δεχθεί πίσω. Οι ίδιες σκηνές επαναλαμβάνονταν επί 4,5 ολόκληρα χρόνια και, ενώ είχαν πλέον αποφασίσει να παντρευτούν, η Σπεράντζα τα διέλυσε όλα καθώς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει το θέατρο όπως απαιτούσε ο αγαπημένος της.

Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή του η πανέμορφη χορεύτρια και ηθοποιός Έρρικα Μπρόγιερ, που υπήρξε και η πρώτη σύζυγός τους. Ο έρωτάς τους ολοκληρώθηκε με τη γέννηση της κόρης τους Σάντρας. Οι δυο τους παρέμεναν αγαπημένοι μέχρι το τέλος. Ακολούθησαν δύο ακόμα γάμοι, με τη Θεανώ Παπασπύρου, με την οποία απέκτησε δύο ακόμη κόρες, τη Θεοδώρα και τη Νικολέτα, και με το πρώην μοντέλο-ηθοποιό Εύη Καραγιάννη, της οποίας τον γιο, επίσης ηθοποιό, Άνθιμο μεγάλωσε σαν δικό του παιδί.

Το 2015 ο Κώστας Βουτσάς ερωτεύτηκε ξανά μια γυναίκα πολύ νεότερή του, την ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 2016, ενώ λίγους μήνες αργότερα υποδέχτηκαν στη ζωή τους τον μικρό Φοίβο, με τον οποίο ο ηθοποιός ήταν πραγματικά ξετρελαμένος. Για χατίρι του εξάλλου ήθελε να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια, για να τον δει να μεγαλώνει…

 

Στο θέατρο και στην τηλεόραση

Ο Κώστας Βουτσάς υπηρέτησε με επιτυχία και συνέπεια και το θέατρο παίζοντας ρόλους σε παραστάσεις διαφορετικών ειδών, από πρόζα μέχρι επιθεώρηση και μιούζικαλ. Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός θεατρικός ρόλος ήταν το 1969 στο έργο του Τσιφόρου «Αγάπη μου Παλιόγρια», το οποίο γυρίστηκε αργότερα και σε ταινία με τον ίδιο και την Ξένια Καλογεροπούλου. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες θεατρικές του επιτυχίες συγκαταλέγονται η «Πούπσι», που ανέβασε το 1986 στο θέατρο Γκλόρια, «Ο Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου, «Οι Απάνω και οι Κάτω» των Τσιφόρου-Βασιλειάδη, «Η Γλυκιά Ούτσι» κ.ά. Η τελευταία φορά που πάτησε το θεατρικό σανίδι ήταν στην παράσταση «Η Σταχτοπούτα», που φιλοξενεί τον φετινό χειμώνα το θέατρο Μπρόντγουαιη.

Άφησε όμως ανεξίτηλη τη σφραγίδα του και στην τηλεόραση συμμετέχοντας, μέχρι προσφάτως, σε κάποιες από τις πιο γνωστές τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων 40 χρόνων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 άφησε εποχή παίζοντας στο κωμικό σίριαλ της ΕΡΤ «Ο Ηρακλής και τα Λιοντάρια του», πρόσθεσε το ιδιαίτερο ερμηνευτικό στίγμα του στον «Γιούγκερμαν», προκάλεσε άφθονο γέλιο με τη συμμετοχή τους στις σύγχρονες σειρές «Το Κόκκινο Δωμάτιο», «Η Πολυκατοικία», «Επτά Θανάσιμες Πεθερές», «Το Σόι σου» κ.ά.